«Η κύρια οικονομική προτεραιότητα είναι η προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων, και η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος για τις επιχειρήσεις είναι κρίσιμη», δήλωσε ο Αντόνιου Πιρές ντε Λίμα, ο νέος υπουργός Οικονομίας της Πορτογαλίας. Η προσέλκυση επενδυτών βεβαίως θα γίνει αφού και εκεί ισοπεδώθηκαν εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, αφού κι εκεί μπορούν να «αγοράσουν» πλέον πάμφθηνη εργατική δύναμη κι, επιπλέον, θα απολαύσουν και νέες φοροαπαλλαγές.
Το υπουργείο Οικονομικών ανέφερε πως σχεδιάζεται να μειωθεί ο βασικός φόρος που καλούνται να καταβάλουν οι επιχειρήσεις στο 17%-19% μεσοπρόθεσμα, από τουλάχιστον 25% σήμερα. Ακόμα, ότι «η φορολογία 19% προς τις επιχειρήσεις εφαρμόζεται σήμερα στην Πολωνία και την Τσεχία, δύο χώρες με τις οποίες η Πορτογαλία ανταγωνίζεται για την προσέλκυση επενδύσεων». Οι προτάσεις σχετικά με τη μεταρρύθμιση του φορολογικού κώδικα θα δημοσιευθούν στο σύνολό τους την επόμενη βδομάδα.
«Θα χρειαστούμε μια πρόσθετη προσπάθεια για να καθησυχάσουμε τους επενδυτές τώρα που η κρίση ξεπεράστηκε και η κυβέρνηση είναι έτοιμη να εγγυηθεί τη σταθερότητα και την αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων τις οποίες έχουμε ήδη ανακοινώσει», αναφέρουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Αυτό που δεν αναφέρουν είναι ότι η «πρόσθετη προσπάθεια» δεν έχει τελειωμό για τους λαούς, παρά μόνο όταν βρει στον «τοίχο» της ολοκληρωτικής τους εξαχρείωσης και εξαθλίωσης. Εκτός αν στο μεταξύ πατήσουν οι ίδιοι οι λαοί φρένο και αλλάξουν πορεία.
Αφορμή για τις διαμαρτυρίες ήταν η μη τήρηση των πολλών υποσχέσεων που έδωσε στο λεγόμενο «Ορεσάρσκι σχέδιο», που πέρα από τις φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο, τη διευκόλυνση των επενδύσεων, υποτίθεται προέβλεπε και ενίσχυση των νέων οικογενειών και αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Ακόμα, προκάλεσε η κίνησή του να τοποθετήσει στη θέση του επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας τον Ντέλιαν Πεέβσκι, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα των ΜΜΕ, σε βάρος του οποίου υπάρχει έρευνα για διαφθορά. Ωστόσο, το πραγματικό υπόβαθρο των διαδηλώσεων είναι η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν τα λαϊκά στρώματα με τη φτώχεια και την ανεργία. Το 50% των νοικοκυριών στη Βουλγαρία επιβιώνει με 150 ευρώ το μήνα, ενώ το 55% των συνταξιούχων φυτοζωεί με 77-105 ευρώ το μήνα.
Οι κεντροδεξιές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση εφάρμοσαν την ίδια φιλομονοπωλιακή πολιτική, οξύνοντας τα προβλήματα, ωστόσο η ανυπαρξία ισχυρού εργατικού κινήματος με ταξικό προσανατολισμό εγκλωβίζει λαϊκές δυνάμεις στην εναλλαγή των διαχειριστών της αστικής εξουσίας, κάτι που αξιοποιούν, αστικές πολιτικές δυνάμεις και εθνικιστές.
Οσο παραμένει αυτή η κατάσταση, οι Βούλγαροι εργαζόμενοι δεν μπορούν να παλέψουν για να διεκδικήσουν τον πλούτο που παράγουν και σήμερα καρπώνονται οι καπιταλιστές, ντόπιοι και ξένοι.
Σχέδιο δράσης για μια «πιο ανταγωνιστική και αποτελεσματική» πολιτική άμυνας και ασφάλειας παρουσίασε μέσα στη βδομάδα που πέρασε η Κομισιόν. Και ζήτησε από τα κράτη - μέλη της ΕΕ ενίσχυση της μεταξύ τους συνεργασίας στον τομέα αυτό. Το σχέδιο αποτελεί προετοιμασία για τη σχετική συζήτηση που θα γίνει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκέμβρη. Οταν τα ευρωενωσιακά επιτελεία μιλούν για άμυνα και ασφάλεια, με δεδομένο και το δόγμα του προληπτικού χτυπήματος, γίνεται φανερό ότι πρόκειται για προετοιμασίες αύξησης της ικανότητας διεξαγωγής ιμπεριαλιστικών πολέμων. Αυτό το είπε και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζ.Μ. Μπαρόζο παρουσιάζοντας το σχέδιο για την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια. Είπε δηλαδή, ότι «η ΕΕ δεν μπορεί να έχει τη βαρύτητα που χρειάζεται στον κόσμο χωρίς κοινή αμυντική πολιτική». Που στη γλώσσα των εκπροσώπων των μονοπωλίων μεταφράζεται ως εξής: για να μπορεί να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα συμφέροντα των μονοπωλίων της που δρουν διεθνώς, πρέπει να διαθέτει και τον κατάλληλο στρατό. Κι όλα αυτά σε μια περίοδο που, λόγω καπιταλιστικής κρίσης, οξύνονται οι ανταγωνισμοί, αυξάνεται η επιθετικότητα μονοπωλιακών κολοσσών, στο μάτι των οποίων βρίσκεται σταθερά η Ανατολική Μεσόγειος, εποφθαλμιώντας τον ενεργειακό της πλούτο και τους δρόμους μεταφοράς Ενέργειας, αλλά και άλλες περιοχές. Αυτό που έχει τη σημασία του είναι ότι ο επίτροπος αρμόδιος για την εσωτερική αγορά, Μ. Μπαρνιέ, συμπλήρωσε πως η Ευρώπη πρέπει να βρει τρόπους για να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις ασφάλειας με αυτόνομο και αποτελεσματικό τρόπο. Φαίνεται ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έχουν οξυνθεί στο έπακρο και η ΕΕ προετοιμάζεται να είναι ικανή για πολεμική δράση και αυτοτελώς. Και επειδή ταυτόχρονα υπάρχουν και φυγόκεντρες τάσεις, ο Μπαρόζο με διπλωματική γλώσσα, προέτρεψε τα κράτη - μέλη της ΕΕ να προχωρήσουν προς μια κοινή άμυνα, αλλά «σεβόμενα παράλληλα τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει έναντι του ΝΑΤΟ». Είναι βλέπεις και η κόντρα με τις ΗΠΑ, αλλά και οι ενδοευρωενωσιακές αντιθέσεις.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ έχοντας ως στόχο την ενιαία αμυντική βιομηχανία, παίρνει μέτρα για κατάκτησή του στην πράξη. Μιλώντας ο πρόεδρος της Κομισιόν για απειλή της ανταγωνιστικότητας της αμυντικής βιομηχανίας με το συνεχιζόμενο κατακερματισμό των αμυντικών αγορών της Ενωσης, εννοεί ότι τα μονοπώλια που παράγουν πολεμικό υλικό πάσης φύσης, πρέπει να είναι ανταγωνιστικά διεθνώς για να κατακτούν μεγαλύτερα μερίδια έναντι των ανταγωνιστών τους, όπως ΗΠΑ, Ρωσία, κ.λπ. Απ' αυτήν την άποψη, σχεδιάζουν δράση για την «ολοκλήρωση», όπως λένε, της εσωτερικής αγοράς για την άμυνα, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και τις στρεβλώσεις της αγοράς. Γνωρίζοντας επίσης ότι στα κράτη - μέλη, σχετικά με τους εξοπλισμούς, παρεμβαίνουν και οι ανταγωνιστές της ΕΕ, επομένως πασχίζουν στο εσωτερικό της ΕΕ να μειώσουν τέτοιες παρεμβάσεις σε όφελος των δικών τους μονοπωλίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν, η βιομηχανία άμυνας απασχολεί περίπου 400.000 εργαζομένους και δημιουργεί επιπλέον 960.000 έμμεσες θέσεις απασχόλησης, ενώ ο κύκλος εργασιών της το 2012 ανήλθε στα 96 δισ. ευρώ. Οι πολεμικές βιομηχανίες της Γερμανίας, της Γαλλίας, κ.λπ. πρέπει να αυξήσουν τους τζίρους και η Κομισιόν κάνει τα πάντα γι' αυτό.