Η μηχανή, μια «Leica IIIc» (1941), με την οποία ο Φώτης Ματσάκας απαθανάτισε τον μεγαλειώδη αγώνα του ΔΣΕ. Ενα ανεκτίμητης αξίας ιστορικό ντοκουμέντο, θα ενωθεί με το αρχείο φωτογραφιών του στο Κόμμα, που περιλαμβάνει χιλιάδες στιγμές από την ιστορία του αγώνα. Η «Leica IIIc», που χρησιμοποιήθηκε από τον Ματσάκα, ήταν ένα από τα καλύτερα φωτογραφικά όργανα της εποχής, ίσως και λάφυρο, μιας και η γερμανική εταιρεία άρχισε από τον Αύγουστο του 1939.
Ο Νίκος Ματσάκας, εμφανώς συγκινημένος, ανάφερε: «Η μηχανή αυτή φωτογράφισε και τις δύσκολες και τις εύκολες στιγμές του ΔΣΕ, χορούς και μάχες. Για μένα είναι μία ιστορία της ζωής μου, πολύτιμη όσο όλη η ζωή μου. Την φύλαγα και την πρόσεχα, είναι η φωτογραφική μηχανή που άφησε ιστορία και νομίζω ήρθε η στιγμή να πάει στο μουσείο του ΔΣΕ, στο Αρχείο του ΚΚΕ και να βρίσκεται εκεί. Θεωρώ τιμή μου να είναι εκεί πέρα».
Ο Φώτης Ματσάκας γεννήθηκε το 1925 στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του, πρόσφυγες από την Προύσα, εγκαταστάθηκαν στην Ανω Πόλη. Από μικρή ηλικία, έδειξε ενδιαφέρον για την τεχνική και σπούδασε ηλεκτρολόγος στην τεχνική σχολή «Ευκλείδης».
Μέλος του ΚΚΕ έγινε τον Αύγουστο 1944, στη συνέχεια επειδή το σπίτι του χρησιμοποιήθηκε για παράνομη δουλειά (γιάφκα Τύπου), δεν είχε φανερή δράση, εμφανιζόταν ως αποστασιοποιημένος.
Οταν ξεκίνησε η δράση της ΟΠΛΑ, πήρε μέρος σε επιχειρήσεις της για την τιμωρία συνεργατών των ναζί. Πήρε από τον Ιούνη 1944 μέρος στον εφεδρικό ΕΛΑΣ ως διμοιρίτης στον 2ο Λόχο του Εφεδρικού Συντάγματος Θεσσαλονίκης, ενώ με την Απελευθέρωση μεταφέρθηκε στην Εθνική Πολιτοφυλακή στο 8ο Τμήμα της, τον Νοέμβρη 1944. Μέχρι το 1945 ζούσε στο Κουλέ Καφέ στην οδό Εαμενίδου 13. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, με κομματική εντολή της Β' Αχτίδας της ΚΟΘ, πέρασε στην παρανομία, κρυβόταν και διέφυγε στο εξωτερικό.
Για εκείνη την περίοδο γράφει σε αυτοβιογραφικό του σημείωμα: «Βασικά στον καιρό της Κατοχής άρχισα να καταλαβαίνω τη ζωή, δηλαδή να ξεχωρίζω την αδικία, την εκμετάλλευση. Η γερμανική κατοχή με αγανακτούσε, οι φυλακές, τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις, οι πουλημένοι στους Γερμανούς, η πείνα, ανεργία, γύμνια ήταν αυτά που μου δημιούργησαν το μίσος στο καθεστώς, στο φασισμό, στην προδοσία. Τα δελτία, ο Τύπος του ΕΑΜ, του Κόμματος με βγάλαν από την αδιέξοδο αυτή, δηλαδή μου δείξαν τι να κάνω, πώς να βοηθήσω, να αγωνιστώ ενάντια σ' αυτά. Υστερα από συζητήσεις που έκανα με μεγαλύτερους από εμένα συντρόφους και οι οποίοι μου μιλούσαν για την ΕΠΟΝ, το ΚΚΕ, τη δράση των ανταρτών, το τι αυτοί επιδιώκουν, μα και απ' όσα έβλεπα μόνος, τους αγώνες των κομμουνιστών στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά και στη διάρκεια της Κατοχής, είχα καταλάβει την ανάγκη να παλέψω και εγώ. Ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος της Σοβιετικής Ενωσης μου δυνάμωνε την πίστη στη νίκη μας, στη Νίκη του Κομμουνισμού».
Επαναπατρίστηκε τον Δεκέμβρη 1976. Αρχικά δίδαξε σε σχολή Κινηματογράφου, ενώ προσπάθησε να εργαστεί στον χώρο του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, δίχως όμως αποτέλεσμα. Εργάστηκε ως οικονομικός διευθυντής σε ιδιωτική επιχείρηση μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Πέθανε το 1995 σε ηλικία 70 ετών.
Ο Φώτης Ματσάκας δεν ήταν απλώς ένας φωτογράφος, αλλά ένας μαχητής που πάλεψε με τον φακό του για να αποτυπώσει τη ζωντανή Ιστορία. Ως μέλος του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ, μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία, τον Απόστολο Μουσούρη και άλλους, κατέγραψε τις μάχες, τις συνθήκες διαβίωσης, τη ζωή και τον ηρωισμό των μαχητών.
Στον Δημοκρατικό Στρατό, όπου υπηρέτησε ως Ανθυπολοχαγός Πολιτικός Επίτροπος, αξιοποιήθηκε στην Κεντρική Διαφώτιση. Ηταν μέρος της ομάδας που αποτύπωσε, με τα λιγοστά μέσα της εποχής, τις επιχειρήσεις του ΔΣΕ στα ελληνικά βουνά. Κάθε καρέ των φιλμ και κάθε φωτογραφία του αποτέλεσαν μαρτυρίες που πέρασαν στην Ιστορία. Αυτές οι εικόνες αποτελούν σήμερα ανεκτίμητο ιστορικό υλικό, που μας επιτρέπει να δούμε μέσα από τον φακό του Ματσάκα την Ιστορία του ΔΣΕ και των ανθρώπων που πολέμησαν σε αυτήν την μεγαλειώδη ταξική σύγκρουση, αφήνοντας μια ισχυρή παρακαταθήκη στην ιστορία - των αγώνων του επαναστατικού κινήματος.
Ο Φώτης Ματσάκας, με την τέχνη του, έδωσε εικόνα στον μεγαλειώδη αγώνα του ΔΣΕ. Μέσα από τις φωτογραφίες του, μας αφήνει μια κληρονομιά που θα διαρκέσει για πάντα. Η φωτογραφική μηχανή του είναι ένα σύμβολο της Ιστορίας και της μνήμης που πρέπει να διατηρήσουμε ζωντανή για τις επόμενες γενιές.
Ενα μυθιστόρημα με εκπλήξεις, ανατροπές και συγκίνηση
Στη διαδρομή, η πολύ ευδιάθετη μικρή τραγουδάει αυτό που λένε τα παιδιά στο διάλειμμα -χορεύοντας γιάνκα- και που η δασκάλα τα έβαλε τιμωρία, απαγορεύοντάς τους να το ξαναπούν.
«Γιάνκα χορεύει η Αννα Μαρία
γιάνκα χορεύει και ο βασιλεύς
γιάνκα χορεύει και η Αλεξία
μέσα στις φασκιές».
Η μαμά τής λέει να μην τραγουδάει αηδίες και τότε εκείνη, για να την ευχαριστήσει, ξεκινάει να τραγουδάει δυνατά το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», που τραγουδάει εκείνη στο σπίτι. Η μαμά της κλείνει αμέσως το μισάνοιχτο παράθυρο του αυτοκινήτου και της λέει να ησυχάσει επιτέλους.
Οταν φτάνουν στο Βοτανικό, η εορτάζουσα Ασημίνα έχει μαγειρέψει ό,τι μαγειρεύεται. Εχει στρώσει το μεγάλο τραπέζι του «καλού» δωματίου, που ανοίγει σπάνια, με το κεντημένο με τα χεράκια της λευκό τραπεζομάντιλο, έχει βγάλει το καλό σερβίτσιο, έχει ήδη σερβίρει τα «πρώτα» κι έχει βάλει στο ραδιόφωνο σταθμό με ελαφρά τραγούδια. Βρίσκονται ήδη εκεί πρώτη - πρώτη η Ανδρομάχη από δίπλα, η θεία Αλεξάνδρα με τον άντρα της και η θεία Λενιώ μόνη της, αφού ο δικός της άντρας, ακούγοντας τη σύνθεση του τραπεζιού, επέλεξε να γριπιαστεί αιφνιδίως και να γλιτώσει τις μονίμως δυσάρεστες εκπλήξεις του Βουτσαρέικου.
Και ιδού ο νυμφίος έρχεται. Κρατάει δύο τσάντες, που σίγουρα είναι δώρα. Κάθεται δίπλα της, ενώ η Ασημίνα τον κοιτάζει με το πιο ξινό ύφος του κόσμου. Χαμογελάει μόνο για δευτερόλεπτα, σχεδόν μορφάζοντας, όταν της δίνει το δώρο της, ένα ωραίο βαζάκι μουράνο.
Υστερα ο Δημήτρης γυρίζει στο κορίτσι και του δίνει την άλλη τσάντα. Βγάζει κάτι από μέσα.
- Κοίτα τι σου έφερα!
Το κορίτσι σκίζει βιαστικά το περιτύλιγμα, που δεν είναι από βιβλιοπωλείο.
- Δεν τα αγόρασα, τα είχα κρυμμένα στο σπίτι μου, μην τα δουν όλοι εδώ και κοίτα, μην τα έχεις φάτσα φόρα. Τους κόλλησα κι άλλα εξώφυλλα, θα σου πω μετά, της λέει σιγά στο αφτί και μετά δυνατά:
- Χρόνια πολλά, Μίνα, και καλή πρόοδο!
Το κορίτσι ανοίγει το πρώτο βιβλίο. Είναι το «Ενα παιδί μετράει τ' άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη.
Το άλλο είναι το «Ηθελε να την λένε κυρία» της Ελλης Αλεξίου. Το ένα έχει εξώφυλλο τον Δία και την Ηρα στον Ολυμπο και το άλλο τον Μάρκο Μπότσαρη.
Μα πόσο ευρηματικός αυτός ο όμορφος ο μέντοράς του!
Τελικά, παρατηρώντας τον λοξά, καταλήγει πως παραείναι ωραίος ο Δημήτρης απόψε. Φοράει κι ένα γαλάζιο πουλόβερ ίδιο με τα μάτια του και έτσι όπως θαυμάζει το προφίλ του, όταν μιλάει με τον παππού, φαντάζεται τον εαυτό της, χρόνια μετά, δίπλα του, μακριά απ' όλους αυτούς τριγύρω, να τρέχουν σε δάση κι αμμουδιές, ν' ανεμίζουν τα αέρινα ρούχα της όπως στις ταινίες και μετά να κάθονται μπροστά σ' ένα τζάκι και να πίνουν βερμούτ.
Τις σκέψεις της διακόπτει η Ανδρομάχη, που αποφασίζει να ευχηθεί υψώνοντας, αντί για ποτήρι, ένα μπούτι κοτόπουλου.
- Εντάξει, εντάξει, θα τα πάρεις όλα μετά, την διακόπτει η Ασημίνα, που έχει ξεκινήσει να σερβίρει όλους τα θρυλικά της μπουρεκάκια, εκτός από τον Δημήτρη.
Κοιτάζονται με το κορίτσι και κρυφογελάνε με το χούι της να τον αγνοεί.
Οταν η γιαγιά πάει στην κουζίνα ν' ανανεώσει τα πιάτα, οι άντρες της παρέας γυρίζουν την κουβέντα στα Ιουλιανά και στην αποστασία, λέγοντας για κάποιον Μητσοτάκη και Στεφανόπουλο, και πως ο Παπανδρέου, με τις μεγαλοστομίες του, βάζει από το παρασκήνιο τρικλοποδιές στον λαό.
Ο Δημήτρης λέει ότι πρέπει να επαγρυπνούμε, γιατί οι συνωμότες είναι αδίστακτοι και μας σπρώχνουν στην ανωμαλία. Λέει κάτι και για τη δολοφονία ενός φοιτητή, του Σωτήρη Πέτρουλα, στη Σταδίου κι ο παππούς συμφωνεί σε όλα μαζί του.
Μιλάει ωραία και ήρεμα, κι αυτά που λέει πρέπει να είναι σημαντικά, αλλά με το που μπαίνει η Ασημίνα στο δωμάτιο σταματάει απότομα τις πολιτικές αναλύσεις του και εκθειάζει μόνο τα δημιουργήματά της.
Εκείνη όμως δεν αποχωρίζεται στιγμή την ξινίλα στο βλέμμα όταν τον κοιτάζει.
Τα αίματα ανάβουν όταν καταφτάνουν γελαστοί και αεράτοι ο βοηθός του παππού στο ταμπάκικο, ο κυρ-Νικήτας (αυτός που η γιαγιά λέει μπαρμπα-γαμίκο) με την Λαμπρινή (αυτή που λέει η γιαγιά χαμουροπιπίτσα), το μπαγλαμαδάκι του κι ένα ταψί κανταΐφι.
Μετά από τις χαιρετούρες, τις ευχές και την παραλαβή του ταψιού με το απαραίτητο «δεν ήταν ανάγκη» της Ασημίνας, ξεκινούν τα όμορφα:
Το κορίτσι παίρνει τα πάνω του. Ο Νικήτας την είπε πριγκιπέσσα μπροστά στον Δημήτρη. Η Αλεξάνδρα κλείνει το ραδιόφωνο την ώρα που ο Γούναρης απευθύνεται σε κάποιο πουλί -μάλλον- λέγοντας:
«Αχ σουσουράδα, σουσουράδα, ψέματα μου λες αράδα».
Πέφτουν οι πρώτες πενιές από τον μπαγλαμά (αυτό που η Ασημίνα λέει «ζητιανόξυλο») κι αρχίζει το κελάηδισμα:
«Αν μ' αξιώσει ο Θεός λεφτά και αποκτήσω
θα χτίσω ένα μέγαρο τους πλούσιους να ελκύσω
θα 'ρχόντουσαν πελάτες μου κορίτσια να 'χουν τρέλες
κι ο Βίλι Φριτς θα σκάρωνε αφράτους αργιλέδες.
Η Γκρέτα Γκάρμπο, μάγκα μου, θ' ανάβει το τσιμπούκι
κι ο Ζακ Κιεπούρα στη γωνιά θα παίζει το μπουζούκι
ο Τζίμι Λόντος για νταής θα κάθεται στις τσίλιες
κι η Λίλιαν η Χάρβεϊ θα διώχνει τους μπασκίνες».
Ο Δημήτρης κι ο παππούς γελάνε, θείες, μπαμπάς, μαμά κι Ανδρομάχη κρατάνε τον ρυθμό με παλαμάκια, το κορίτσι καμαρώνει, τα ποτήρια τσουγκρίζουν, τα πιάτα αδειάζουν και η Ασημίνα βγάζει φωτιές από αφτιά και μύτη. Της καταντήσανε τεκέ το σαλόνι. Ακόμα δεν μπορεί να χωνέψει πώς την τύλιξε ο Σωτήρης κι έφερε αυτούς τους τρεις καλικάντζαρους στη γιορτή της.
Ωρες είναι να πεταχτεί και κανένα από εκείνα τα χοντρά τσιγάρα που συνηθίζει να φουμάρει ο Νικήτας, να μαστουρώσουν μικροί και μεγάλοι.
Και να 'ταν μόνο αυτό; Οταν εκείνος το γυρίζει σε τσιφτετέλι και σηκώνεται η Λαμπρινή να χορέψει, η γιαγιά αποσύρεται κατακόκκινη, στα ενδότερα, μάλλον για να πάρει το χάπι της πίεσης.
Και τεκέ, και καφέ σαντάν το κάνανε το σπίτι της! Φεύγοντας όμως από το σαλόνι, χάνει το σκηνικό που σηκώνεται και η Ανδρομάχη να χορέψει, πιο μερακλωμένη απ' όλους, φωνάζοντας:
Στο τέλος του απροσδόκητου οριεντάλ της μαυροντυμένης ηλικιωμένης και μετά από την εντελώς θεατρική υπόκλισή της κι ενώ η Ασημίνα δεν έχει εμφανιστεί ακόμη, ο Δημήτρης ρωτάει ευγενικά:
- Μαστρο-Νικήτα, να τραγουδήσουμε μαζί στην εορτάζουσα το «Πριν το χάραμα μονάχος»;
- Αμέ, Μητσάρα μου, ό,τι λαχταράς εσύ. Ελα ξεκίνα και θα σε βρω.
Και ξεκινάει ο Μητσάρας, που, χωρίς την Ασημίνα Βεληγκέκα από πάνω του, είναι χαρά Θεού:
«Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα
αχ, και στο πρώτο μας το στέκι την αυγούλα γύρισα
αν και άλλη μ' είχε μπλέξει με καμώματα.
Αχ, σ' αγαπώ κι ήρθα κοντά σου πριν τα ξημερώματα».
Το κορίτσι τον χαζεύει έτσι ωραία που τραγουδάει, βλέπει και όλους γύρω να μοιάζουν ευτυχισμένοι, έχει και τη μαμά δίπλα να του κρατάει το χέρι, λείπει και η Ασημίνα, ξανακοιτάζει τον Δημήτρη που του τραγουδάει κι αναρωτιέται από μέσα του: «Βρε, λες να μ' αγαπάει;» κι απαντάει αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη: «Ε, ναι, βρε χαζό, δεν το βλέπεις; Φως φανάρι, σ' αγαπάει ο Δημήτρης. Είναι θέμα χρόνου να σε ζητήσει σε γάμο. Κι ας είσαι μόνο οχτώ χρονώ».
Ο Γιώργος Τσαγκαράκης μάς μιλά για το «Γαϊτανάκι»
Μια τρυφερή ιστορία για την ειρήνη, την αλληλεγγύη και την αποδοχή, κόντρα στον πόλεμο, στον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Μια υπενθύμιση πως όλοι μαζί έχουμε τη δύναμη να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο. Το ραντεβού δίνεται κάθε Κυριακή, στις 11.30 π.μ., έως και τις 13 Απρίλη, στο θέατρο «Αβατον» (Ευπατριδών 3, Κεραμεικός) και καθημερινές για σχολεία και συλλόγους.
Στη σελίδα μας φιλοξενούμε τον Γιώργο Τσαγκαράκη, ο οποίος μας ταξιδεύει στο «σύμπαν» της παράστασης, αλλά και μας μιλά για την αντίληψη που έχει ο θίασος για την Τέχνη στα παιδιά...
-- Από τη «Σολομώντεια Λύση» στο «Γαϊτανάκι»... Τι ήταν αυτό που ξεχωρίσατε στο φετινό σας έργο που έχει ήδη κερδίσει την καρδιά των μικρών θεατών;
Αυτό που σίγουρα ξεχωρίζει στο φετινό μας έργο, είναι το κεντρικό του στοιχείο, το «Γαϊτανάκι». Η Ιδέα, δηλαδή, ότι ο κόσμος μας μπορεί ν' αλλάξει «αρκεί να το πάρουμε απόφαση», όπως λέμε και στο έργο. Σκόπιμα επιλέξαμε το «Γαϊτανάκι» να μην πραγματώνεται επί σκηνής, προκειμένου να τονίσουμε ότι η ιδέα του «κυρ - Γαρυφάλλου» πως «αν όλα τα παιδιά της Γης πιάναν τα χέρια μια ορισμένη μέρα, μια Πρωτομαγιά, θα έφτιαχναν ένα πελώριο γαϊτανάκι που θα αγκάλιαζε τον κόσμο και θα σταματούσε τους πολέμους, τη φτώχεια, κάθε τι κακό και άδικο πάνω στη Γη», είναι κάτι που πρέπει να κάνουν οι «θεατές», δηλαδή ο κόσμος έξω στην πραγματική ζωή. Αυτή η δυνατότητα, λοιπόν, αυτό που για μας αποτελεί το «σίγουρο μέλλον» είναι κάτι που κάνει μικρούς και μεγάλους θεατές να φεύγουν από την παράσταση συγκινημένοι και γεμάτοι ελπίδα για τους «σεισμούς που μέλλονται να 'ρθουν», όπως λέει και ο μεγάλος ποιητής της επανάστασης.
-- Αναμετριέστε με ένα έργο της Ζωρζ Σαρή που έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές παιδιών...
Η ιστορικότητα αυτού του έργου και ο τρόπος που είναι ευρέως γνωστό στους σημερινούς γονείς, είναι μια πολύ σοβαρή δυναμική που, μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία του, το κάνει τόσο διεισδυτικό στον κόσμο. Ακούμε συχνά από τους θεατές μας ότι είναι πολύ χαρούμενοι που μπόρεσαν να δουν ένα τέτοιο έργο με τα παιδιά τους. Οι σημερινοί γονείς συχνά κουβαλάμε ένα μεγάλο βάρος ανησυχίας που φέραμε παιδιά στον κόσμο σε τόσο δύσκολους καιρούς. Το να σου θυμίζει, λοιπόν, με τον τρόπο της μια παράσταση ότι αυτό είναι ένα βάρος που δεν μπορείς να το σηκώσεις μόνος σου, αλλά είναι κάτι που όλοι μαζί μπορούμε ν' αλλάξουμε, είναι κάτι που σε γεμίζει ελπίδα και επιβεβαιώνει την πιο όμορφη απόφαση της ζωής σου. Και αυτό είναι κάτι πολύ συγκινητικό σίγουρα.
-- Και πώς μιλάμε στα παιδιά για δύσκολα και σκληρά θέματα; Ποιος ο ρόλος του παραμυθιού, του θεάτρου, της μουσικής, της Τέχνης συνολικότερα σε αυτήν την προσπάθεια;
Το παιχνίδι και το παραμύθι, για τα παιδιά είναι τρόπος ανακάλυψης του κόσμου. Είναι μέρος της δικιάς τους μορφής κοινωνικής συνείδησης. Εάν εσύ λοιπόν καλείς τους «άρχοντες» του παιχνιδιού να πάρουν μέρος σ' ένα παιχνίδι όπως το θέατρο, κρύβοντάς τους πράγματα, δεν παίζεις δίκαια και είναι σίγουρο ότι θα σε ανακαλύψουν. Το παιδί όσο μαθαίνει ηρεμεί. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια από αυτήν που παρέχει το βασίλειο της γνώσης. Βέβαια και το να λες την αλήθεια χωρίς να νοιάζεσαι ποιος θα σε ακούσει και πώς θα την πεις, ισοδυναμεί με το να λες ψέματα. Τα παιδιά δεν είναι «χαζά», δεν στερούνται νοημοσύνης. Είναι άνθρωποι, που απλά έχουν μικρότερη εμπειρία και ως άνθρωποι είναι ίσοι με όλους μας. Αν θέλεις να τους εμφυσήσεις την αγάπη για τον κόσμο και την ελπίδα ότι αυτός μπορεί ν' αλλάξει, είσαι υποχρεωμένος να τα σεβαστείς και να υποτάξεις όλα τα αισθητικά και εκφραστικά σου μέσα σ' αυτόν τον σκοπό. Οπως το παιχνίδι, την έκπληξη, το τραγούδι, τον χορό, το τσίρκο, τα εικαστικά.
-- Ξεχωριστό κομμάτι των παραστάσεών σας είναι η ζωντανή μουσική, τα σκηνικά... Πώς συμβάλλουν στη ροή της παράστασης;
Ως θίασος έχουμε επιλέξει η μουσική να παίζει πρωτεύοντα ρόλο στις παραστάσεις μας. Η μουσική στο θέατρο είναι ένα στοιχείο που μαγικά στέκεται ανάμεσα στην «πλατεία» και τη σκηνή. Είναι κάτι που εξισώνει θεατές και ηθοποιούς καθότι βιώνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο και από τους δύο. Γι' αυτό, άλλωστε, πράγματα που θα ακούγονταν δύσκολα, άσχημα ή γραφικά, στο στόμα ενός θεατρικού χαρακτήρα μέσα σε ένα τραγούδι ειπώνονται αβίαστα. Το τραγούδι είναι σίγουρα κάτι καταπληκτικό στο θέατρο, γι' αυτό και, εκτός των άλλων, φροντίζουμε η μουσική να παίζεται πάντα ζωντανά, να είναι πρωτότυπη, ωραία και να αναδεικνύει στοχευμένα το περιεχόμενο του έργου. Οπως ακριβώς το καταφέρνει η πολύ ωραία μουσική που έγραψε η Νατάσσα Μουσάδη για το έργο μας. Ταυτόχρονα, τα τρομερά σκηνικά που έχει φτιάξει και φέτος η σκηνογράφος μας Βικτωρία Νταρίλα «μαγεύουν χωρίς να τυφλώνουν» και βοηθάνε τους μικρούς θεατές να «δουν» την ομορφιά του ταξιδιού που εμπεριέχεται σε κάθε μεγάλη απόφαση για ζωή, ενώ με την πολυπρακτικότητά τους βοηθάνε κι εμάς να ταξιδέψουμε την παράστασή μας σε όποιο μέρος θέλουμε.
-- Ποια αντίδραση των παιδιών σάς έχει πιο πολύ συγκινήσει, ξαφνιάσει κ.λπ. μέχρι στιγμής;
Στ' αλήθεια, είναι η ίδια σε κάθε παράσταση. Νομίζω ότι, όπως και πέρσι έτσι και φέτος, αυτό που μας ξαφνιάζει ευχάριστα κάθε φορά είναι η πίστη των παιδιών ότι ο κόσμος δεν μπορεί παρά ν' αλλάξει. Και αυτό βέβαια είναι κάτι που μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Το ξεχωριστό όμως με τα παιδιά είναι ότι το θεωρούν πάντα τόσο γενναιόδωρα δεδομένο. Αυτό είναι κάτι που συγκινεί όλους εμάς τους μεγάλους, είτε βρισκόμαστε επί σκηνής, είτε είμαστε θεατές. Είναι μεγάλη ανταπόδοση για μας το γεγονός ότι όποτε τραγουδάμε στο τέλος της παράστασης το «Αν όλα τα παιδιά της Γης», μαζί μας το τραγουδάνε οι μικροί θεατές γεμάτοι χαρά και οι μεγάλοι συγκινημένοι με δάκρυα αισιοδοξίας στα μάτια τους.
-- Τελικά ο Γαρύφαλλος ξανανιώνει; Από πού αντλεί τη δύναμή του;
Για μας, ο μόνος δρόμος προς «την αθανασία και την αιώνια νιότη», είναι ο δρόμος που διάλεξε ο «Ανθρωπος με το γαρύφαλλο», ο Νίκος Μπελογιάννης - που αποτελεί και την κύρια έμπνευση της συγγραφέως - αλλά και τόσοι άλλοι. Ενας δρόμος γεμάτος ελπίδα και αγάπη για τη ζωή. Οπως λέει ο κυρ - Γαρύφαλλος στην παράστασή μας, «δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα απ' το ν' αγαπάς τον κόσμο όπως τα παιδιά. Η αγάπη για τον κόσμο δυναμώνει κάθε αγάπη που συναντάς στον δρόμο της ζωής. Της μητέρας, των φίλων, του συντρόφου σου. Θα συνεχίσω το ταξίδι μου. Αν μείνω εδώ θα ξαναγεράσω. Εκατομμύρια παιδιά σ' όλο τον κόσμο με περιμένουν. (...) Με περιμένει η Ιδέα μου». Αντίστοιχα, στην αρχή του έργου, όταν ακούει το τραγουδάκι που του λέει ένα κοριτσάκι - η Ειρήνη - και του δίνει την ιδέα για το «Γαϊτανάκι», ενώ αρχικά ενθουσιάζεται, έπειτα απογοητεύεται γιατί πιστεύει ότι είναι πια πολύ μεγάλος για να κάνει οτιδήποτε. Τότε η Ειρήνη του λέει πως «ποτέ δεν είναι αργά για ν' αλλάξει ο κόσμος... Οποιος θέλει ν' αλλάξει τον κόσμο, αγαπάει τον κόσμο σαν παιδί και σαν παιδί είναι για πάντα νέος... Ποτέ δεν είναι αργά για να ξανανιώσεις...». Στην παράστασή μας, αφήνουμε σκόπιμα ένα ερωτηματικό για το αν ο κυρ - Νικόλας «πήρε στ' αλήθεια το χάπι Νεοζίλ και ξανάγινε είκοσι χρόνων»... Γιατί το ότι ξανάνιωσε χάρη στον σκοπό του, αποτελεί πέρα από βασική μας πεποίθηση και «ιστορική αλήθεια». Καθώς η νιότη και η νεανικότητα μπορούν να αποκτηθούν μόνο όταν η ζωή σου συμβαδίζει με τη «Νιότη του Κόσμου».
-- Με ποιες σκέψεις θα θέλατε να φύγει ο μικρός αλλά και ο μεγαλύτερος θεατής από την παράστασή σας;
Προσπαθήσαμε, κρατώντας το νόημα και παραφράζοντάς την ελαφρώς, να εντάξουμε σε τρία κομβικά σημεία για τον κυρ - Νικόλα, που κρίνεται το αν θα αποφασίσει να συνεχίσει ή όχι, μια «φράση» του «Ανθρώπου με το Γαρύφαλλο», η οποία ολόκληρη έχει ως εξής: «Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει να 'χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Οποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ' τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη...». Κρίνοντας από τις αντιδράσεις, τη συγκίνηση και τις συγκεκριμένες παρατηρήσεις των θεατών, μικρών και μεγάλων, αυτά τα «τρία στοιχεία» μένουν ως τα κύρια «συστατικά» της ζωής.