Σάββατο 13 Νοέμβρη 2021 - Κυριακή 14 Νοέμβρη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ
Ο πρώτος δάσκαλος που διώχθηκε για τις σοσιαλιστικές ιδέες του

Αποσπάσματα από την ομιλία της Βαγγελιώς Πλατανιά, στη σχετική εκδήλωση της ΤΟ Εκπαιδευτικών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ

Μια ενδιαφέρουσα εκδήλωση για τον Κώστα Παρορίτη, τον πρώτο δάσκαλο στην Ελλάδα που διώχθηκε για τις σοσιαλιστικές ιδέες του, διοργάνωσε η ΤΟ Εκπαιδευτικών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ, στις 6 Νοέμβρη, με ομιλήτρια την Βαγγελιώ Πλατανιά, μέλος της ΚΕΟΕ του ΚΚΕ. Η εκδήλωση ενθουσίασε τους εκπαιδευτικούς, που την παρακολούθησαν παίρνοντας εφόδια για τις μάχες που δίνουν και σήμερα μέσα κι έξω από τις σχολικές τάξεις. Ο «Ριζοσπάστης» παραθέτει σήμερα εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία στην εκδήλωση.

***

Ο Κώστας Παρορίτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λεωνίδα Σουρέα) γεννήθηκε το 1878 στο Παρόρι του νομού Λακωνίας, έξω από τη Σπάρτη. Ηρθε στην Αθήνα για τις γυμνασιακές του σπουδές και στη συνέχεια σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως δάσκαλος, αρχικά στη Σπάρτη και από το 1907 στο Σχολαρχείο της Υδρας, έπειτα στην Αθήνα. Παρακολουθώντας τη ζωή του, για την οποία δεν υπάρχουν και πάρα πολλά στοιχεία, θα δούμε μία αξιοσημείωτη διαδρομή προσέγγισης των ανώριμων ακόμα στην Ελλάδα σοσιαλιστικών ιδεών, πριν από την ίδρυση του ΣΕΚΕ, του μετέπειτα ΚΚΕ.

Θα δούμε ακόμα την πορεία ενός δασκάλου που θέλει, αλλά διαπιστώνει πως του βάζουν εμπόδια, να διδάξει τους μαθητές του στη ζωντανή γλώσσα - όπως λέει - τη δημοτική, να τους διδάξει τις αλήθειες της ζωής. Από αυτή, την τελευταία σκοπιά ιδιαίτερα, είναι χρήσιμα όσα μπορούμε σήμερα να κρατήσουμε από την πρώτη δική του προσπάθεια, γιατί η στάση και ορισμένες από τις θέσεις του με τις αντιστοιχίες στο σήμερα μπορούν να εμπνεύσουν όλους εσάς που καθημερινά δίνετε τη μάχη της μόρφωσης των παιδιών. (...)

Μάχη με τον ανορθολογισμό


Στο σύγχρονο σχολείο φωλιάζουν ο ανορθολογισμός, η άρνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, πολλές φορές ακόμα και η θεολογική ερμηνεία. (...) Ο ανορθολογισμός, οι προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες βρίσκονται διαρκώς στο στόχαστρο του Παρορίτη, ο οποίος θεωρεί ότι ένας από τους στόχους της Εκπαίδευσης είναι και η ανάπτυξη ορθολογικής σκέψης. Μάλιστα στη συλλογή διηγημάτων «Οι νεκροί της ζωής», για την οποία «κέρδισε το βραβείο» παύσης ενός μήνα από την Εκπαίδευση, υπάρχει ένα εξαιρετικά επίκαιρο διήγημα με τίτλο «Χαμένη Ελπίδα». Εκεί λοιπόν η νεαρή κοπέλα Καλομοίρα είναι βαριά άρρωστη. Στην προσπάθεια του αρραβωνιαστικού της Γιάννη να φωνάξουν τον γιατρό, οι γονείς της Καλομοίρας του απαντούν: «Ο Παπα-Ηλίας είναι αληθινά άγιος. Αν είναι να γιάνει η Καλομοίρα μας, μόνο ο Παπα-Ηλίας μπορεί να τήνε γιάνει. Από γιατρούς δεν είδαμε προκοπή». Αφού λοιπόν αντί να την πάνε στον γιατρό, την πάνε στο μοναστήρι το διήγημα τελειώνει ως εξής: «Η Καλομοίρα έκλεισε τα μάτια, άνοιξε τρεις φορές το στόμα, τινάχτηκε σπασμωδικά, ξύνησε το πρόσωπό της κι έμεινε ακούνητη για πάντα. Ο παπάς βλογάει το λείψανο. Είτανε θέλημα θεού, ψιθυρίζει... Ο Γιάννης φωνάζει: Είσαι φονιάς. Παπά είσαι φονιάς». Αυτό το πνεύμα φοβήθηκαν οι αρχές μήπως περάσει στην τάξη. Και ας σκεφτούμε πόσο επίκαιρο παραμένει και σήμερα, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει πάνω από 110 χρόνια απ' όταν γράφτηκε.

Η σύγκρουση με τον ανορθολογισμό είναι και σήμερα ένα από τα κομβικά σημεία στα οποία καθημερινά δίνουν τη μάχη οι κομμουνιστές και προοδευτικοί εκπαιδευτικοί μέσα στην τάξη. (...) Αν θέλεις να πεις την αλήθεια για την εξέλιξη της κοινωνίας, πρέπει να μιλήσεις για την πάλη των τάξεων, αν θέλεις να πεις την αλήθεια για την οικονομία, πρέπει να αναδείξεις ότι πηγή του πλούτου των λίγων, των καπιταλιστών, είναι η εργασία των πολλών, των προλεταρίων. Αρα η θεωρία μας δεν είναι μία ακόμα άποψη που θέλουμε κόντρα στις αστικές αντιλήψεις να την μπάσουμε στα σχολεία. Στην πραγματικότητα η θεωρία μας, η κομμουνιστική, είναι ο δρόμος για την κατάκτηση της αλήθειας και ως τέτοια αποτελεί τη μόνη επιστημονική. (...)

Ο Παρορίτης δίνει μεγάλη σημασία στη διδασκαλία της αλήθειας στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών και ιδιαίτερα στο μάθημα της Ιστορίας. Υπάρχουν αρκετά άρθρα του, που τον απασχολεί τόσο η επιστημονικότητα της ιστορικής έρευνας όσο και αυτή καθεαυτή η διδασκαλία της Ιστορίας στο σχολείο. Γράφει στο Σπαρτιατικό Ημερολόγιο το 1908 στο άρθρο του «Ιστορικές πλάνες».

«(...) Τον σημερινό τρόπο διδασκαλίας της Ιστορίας τον καταδικάζω ολόψυχα και για άλλους πολλούς λόγους, αλλά και γιατί δεν μας διδάσκει τα γεγονότα όπως πράγματι γινήκανε ή όπως πιστεύεται σήμερα από την επιστήμη τη νεώτερη πως γινήκανε, αλλά μας προσφέρει μύθους και παραδόσεις για ιστορικά γεγονότα και φυσικά μας αφήνει στο σκότος... μα ιστορία και μύθος δεν στέκουνται. Ιστορία θα ειπή Αλήθεια, Φως. Αυτό το φως πρέπει να απλωθεί παντού. Ζούμε μέσα σ' ένα ημίφως εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτικό. Καιρός να ανοίξουμε και εμείς όπως και άλλοι λαοί τα μάτια μας προς το Φως». (...)

Κατακτώντας την τέχνη της απεύθυνσης στα παιδιά

Βέβαια ο Παρορίτης σε σειρά άρθρων του θέτει ακόμα το ζήτημα της μεθόδου της διδασκαλίας, του ρόλου του δασκάλου στη διδακτική πράξη. Διαβάζουμε από το άρθρο με τίτλο «Να μην τους μιμηθείτε» γραμμένο το 1919:

«Και στον τρόπο της συναναστροφής του δασκάλου με τα παιδιά και μάλιστα με τα κορίτσια χρειάζεται τέχνη για να αποκλειστεί κάθε κακόβουλη υπόνοια. Από το σημείο να στέκεσαι σαν το θηριοδαμαστή με το βούρδουλα στο χέρι μπρος στο παιδί ως το σημείο να παίζεις μαζί του τις καβάλες ή να κυλιέσαι πάνω στα χόρτα μαζί του κι ως το σημείο να ζητάμε να πληροφορηθούμε τη μηνιαία υγιεινή κατάσταση ενός κοριτσιού υπάρχει μεγάλη απόσταση. Μπορούμε να σταθούμε στη μέση και να είμαστε λαμπροί και προοδευτικοί δάσκαλοι». (...) Ο Παρορίτης απλοϊκά και βιωματικά περιγράφει αυτό που η πρωτοπόρα σοσιαλιστική παιδαγωγική πρακτική έχει επιβεβαιώσει. Οτι η πειθαρχία που κατακτιέται με τον σεβασμό είναι η προϋπόθεση για την οικοδόμηση μίας ουσιαστικής σχέσης ανάμεσα στο παιδί και στον δάσκαλο. Ο δάσκαλος πρέπει να δημιουργήσει το έδαφος ώστε η πειθαρχία να είναι συνειδητή, ως αποτέλεσμα των κοινών στόχων, αξιών και κυρίως κοινών δραστηριοτήτων μιας ομάδας, μιας κολεκτίβας. Ταυτόχρονα, να στέκει ένα βήμα μπροστά από το παιδί για να το τραβάει προς τα εκεί, να το βοηθάει να κατακτά τη γνώση, να αναπτύσσει την προσωπικότητά του.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Παρορίτη για το πώς πρέπει να μιλάνε οι εκπαιδευτικοί στα παιδιά για τις μεγάλες κοινωνικές αλήθειες. Δεν θέτει το δίλημμα αν πρέπει. Αυτό το έχει απαντημένο. Χαρακτηρίζει μάλιστα τη μάχη για το κέρδισμα των συνειδήσεων ως πόλεμο. Γράφει μάλιστα σε επόμενο άρθρο με τον ίδιο τίτλο «Να μην τους μιμηθείτε»: «(...) Μπορούμε να είμαστε επαναστάτες χωρίς ...να το διακηρύχνουμε θεατρικά... Θα είναι ευτύχημα αν ούτε οι μαθητές σας υποπτευτούνε πως έχουνε μπροστά τους έναν επαναστάτη προπαγανδιστή, μα έναν δάσκαλο, που προσπαθεί με υπομονή και μέθοδο, δίχως αυτός να φαίνεται διόλου επαναστάτης να μπάσει τον επαναστατικό σπόρο στην ψυχή των παιδιών του».

Ο Παρορίτης θίγει εδώ μέσα στο πλαίσιο της ανωριμότητας της εποχής το ζήτημα ότι η συνείδηση των παιδιών δεν κατακτιέται με τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη στο κίνημα των εργατών και της νεολαίας. Μιλάει για την τέχνη της μετάδοσης της αλήθειας από τη μεριά του δασκάλου. Αυτό απαιτεί γνώση, διευρυμένη πολιτική και κοινωνική μόρφωση, ατομική προσπάθεια από μεριάς του δασκάλου, γνώση του υλικού του, δηλαδή των παιδιών, αυξημένο σε κάθε περίπτωση ενδιαφέρον. (...) Η διαπάλη αυτή ιδιαίτερα για τις μικρότερες ηλικίες θέλει ...τέχνη. Αυτή την τέχνη είναι που πρέπει όλοι μας να κατακτάμε ολοένα και περισσότερο.

Η προσπάθεια αυτή για να καταβάλλεται, για να διαρκεί εφόρου ζωής και να μη χάνεται από τα χρόνια και τη συνήθεια, έχει μία προϋπόθεση: Την αγάπη για τα παιδιά. Την πίστη ότι η νέα γενιά μπορεί και πρέπει να ζήσει καλύτερα.(...)

Απέναντι στην καταστολή του αστικού κράτους

Για όλα τα παραπάνω, για τις προοδευτικές απόψεις του, αλλά και για την ακούραστη προσπάθειά του αυτές να χαρακτηρίζουν τη λογοτεχνία και τη διδασκαλική του συμπεριφορά, διώχθηκε από το αστικό κράτος. Το 1907 ο Παρορίτης εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων «Οι νεκροί της ζωής» και υφίσταται τη δίωξη του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, από το οποίο ζητήθηκε η οριστική παύση, αλλά μετά από παρέμβαση των καθηγητών Πολίτη και Λάμπρου η παύση μετατράπηκε σε ενός μήνα. Ας δούμε όμως για ποιον λόγο παύτηκε: «Εξέδωκεν τόμον διηγημάτων, εν οις παρουσιάζει πρόσωπα εκ της κατωτέρας κοινωνικής ιεραρχίας προερχόμενα ως αδικούμενα. (...) η ελληνική κοινωνία ενδέχεται να παρασυρθεί εις αγώνας, οίτινες θα καταλήξωσιν εις συμφοράς. Τα εκ της Ευρώπης διδάγματα πρέπει να μας εμβάλωσιν εις σκέψεις. Οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί οφείλουσι να διδάσκωσιν πάντοτε τας χριστιανικάς ηθικάς αρχάς και να πρωτοστατήσωσιν εις την καταπολέμησιν των νέων κοινωνικών ιδεών, αι οποίαι συνταράσσουσιν τας κοινωνίας της Δύσεως και προ ολίγο εβύθισαν εις το χάος την μεγάλην Αυτοκρατορία της Ρωσίας» (επανάσταση του 1905).

Φυσικά στην ιστορία της Εκπαίδευσης είναι πολλές οι περιπτώσεις εκπαιδευτικών που διώχθηκαν για τις ιδέες τους και ακόμα περισσότερες οι φορές που οι κυβερνήσεις έχουν σταθεί απέναντι στο κίνημα των εκπαιδευτικών και με την καταστολή. (...) Αν σκεφτούμε διαχρονικά θα βρούμε ότι το νήμα που συνδέει όλες αυτές τις κυβερνήσεις, το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι υπηρετούν τα αστικά συμφέροντα. Αρα το ζήτημα δεν είναι απλά τι διακηρύσσει η μία ή η άλλη αστική κυβέρνηση, αλλά ότι στην πραγματικότητα η εργατική τάξη έχει απέναντί της διαχρονικά ένα εχθρικό κράτος.

Ο Παρορίτης, που το έζησε αυτό στο πετσί του, γράφει στο «Μεγάλο Παιδί»: «Το κράτος, το κράτος που συμβολίζει μόνο τη δύναμη των πλουσίων, που είναι μόνο για να περιφρουρεί και να διαφεντεύει τα δικά τους συμφέροντα, αυτός είναι ο οχτρός μας. Μα ο οχτρός έχει ρίζες, έχει πολλά κεφάλια, είναι χιλιοπρόσωπος και χιλιόμορφος, χρειάζεται όχι μόνο παλληκαριά μα και μέθοδο για να ξεριζωθεί και να πάψει να φλομώνει τον αγέρα με τη φαρμακερή του, τη θολή ανάσα».

Σήμερα, που η κυβέρνηση επιδιώκει με κάθε τρόπο να υλοποιήσει την αντιεκπαιδευτική πολιτική της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, που στόχο έχει την κατηγοριοποίηση των σχολείων και την παραπέρα μορφωτική υποβάθμιση των μαθητών, σήμερα που αξιοποιεί ως μέσο κρατικού ελέγχου για την προώθηση των αντιδραστικών της μεταρρυθμίσεων την αξιολόγηση, μπορείτε όλοι οι εκπαιδευτικοί να αντιπαραθέσετε εκτός από την πείρα σας και ένα παράδειγμα που φτάνει από το παρελθόν. Ο Παρορίτης, που «αξιολογήθηκε» και κρίθηκε με παύση από το σχολείο, κρίθηκε τελείως διαφορετικά από τους μαθητές του, κάποιοι από τους οποίους ακόμα και πολλά χρόνια αργότερα αρθρογραφούσαν για αυτόν.

Αξιολογείται με άριστα από τους μαθητές του

Γράφει λοιπόν ο Ν. Παπαδάκης στα «Ελληνικά Γράμματα» το 1938: «Είμαι κι εγώ ένας από τους πολλούς μαθητές του μακαρίτη Κ. Παρορίτη. (...) Ο κ. Παρορίτης δεν ήταν ένας απλός δάσκαλος ή καθηγητής με τη συμβατική σημασία των λέξεων. Ηταν ένας αληθινός διαμορφωτής και διαπλαστής ψυχών, ένας καλλιτέχνης που ανέβαζε στο επίπεδο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και την αποστολή του σαν δασκάλου. Η μεγαλύτερη ικανοποίησή του ήταν να μας βλέπει από την "έδρα" του χαρούμενους, ζωηρούς και ανήσυχους. Ηθελε να είμαστε τολμηροί τόσο στις σκέψεις μας όσο και στους στοχασμούς μας και να απαντάμε στα ερωτήματά του άφοβα, χωρίς καμία δέσμευση».

Η ανάμνηση που είχε αφήσει στους μαθητές του είναι μία αναμφισβήτητη απόδειξη της μεγάλης επίδρασης που μπορεί να έχει ένας εκπαιδευτικός με ευρύτερες αντιλήψεις για την πρόοδο της κοινωνίας.

Οι ελεύθεροι κι ωραίοι του Νοέμβρη

Οταν ακούω το στίχο «Did they get you to trade your heroes for ghosts?», από το «Wish you were here» των Pink Floyd, νομίζω πως αρχίζει μια συγκινητική χρονοκαταβύθιση, μπροστά στο μαύρο οικογενειακό ραδιόφωνο «Τelefunken», στο παλιό μας σπίτι της οδού Σερρών 71. Επιστρέφω εκεί γύρω στην τρίτη γυμνασίου, όπου καταγοητευμένη από Μαρξ και Λένιν, εμπεδώνω (διαβάζοντας πολύ, δεδομένου και του ότι ο μπαμπάς δε με αφήνει να βγαίνω από το σπίτι μόλις βραδιάζει) πως το καπιταλιστικό σύστημα στηρίζεται στην αδικία και στην εκμετάλλευση. Δε δέχομαι ότι το κέρδος μπορεί να τεθεί πάνω από τον άνθρωπο. Με δυο - τρεις συμμαθήτριές μου, έχουμε την πεποίθηση ότι αφού δεν ανεχόμαστε την αδικία, τη βία και την καταπίεση, είμαστε σωστές και συνειδητοποιημένες κομμουνίστριες. Χρησιμοποιούμε μεταξύ μας «κόκκινη» ορολογία και επαναστατικά τσιτάτα, πιστεύοντας ότι έχουμε τη δυνατότητα οικοδόμησης ενός καλύτερου κόσμου, που θα χωράει όλους τους ελεύθερους ανθρώπους. Υποψιαζόμαστε πως όσοι προσπαθούν να μας πείσουν πως τίποτε κακό γύρω μας δεν αλλάζει, το κάνουν γιατί το συμφέρον τους είναι να μας έχουν υποταγμένους. Και αυτό εμείς δεν το δεχόμαστε, και μάλιστα μας θυμώνει και πάρα πολύ. Ημαστε μικρές αφιονισμένες αντάρτισσες και μισούμε με όλη μας τη δύναμη τη χούντα της Ελλάδας.


Είναι 16 Νοεμβρίου του 1973. Γίνεται κοσμογονία εδώ και δυο μέρες στο Πολυτεχνείο. Η μαμά μου και η γιαγιά μου έχουν αφήσει ό,τι κάνουν κι ακούν, βουρκωμένες και αμήχανες, τις βραχνιασμένες φωνές στο ραδιόφωνο, να λένε: «Εδώ Πολυτεχνείο! Αδέλφια μας στρατιώτες, είμαστε άοπλοι!». Μέσα στο Πολυτεχνείο και έξω από αυτό, χιλιάδες πολίτες έχουν ξεσηκωθεί και διαδηλώνουν ενάντια στη δικτατορία. Οι φοιτητές έχουν στήσει ραδιοφωνικό πομπό που κατασκευάζουν σε χρόνο ρεκόρ, στα εργαστήρια της σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών: «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλάει ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Η φοιτητική κινητοποίηση έχει μετατραπεί σε λαϊκή εξέγερση, η χούντα πρώτη φορά βρίσκεται αντιμέτωπη με κάτι τόσο σφοδρό και μαζικό. Ακούμε τις συνεχείς εκκλήσεις για φάρμακα, ιατρικά εργαλεία, γιατρούς και ασθενοφόρα. Η γιαγιά μου δίπλα στο ραδιόφωνο, όχι μόνο τους ακούει με προσοχή, αλλά και, όπως πάντα, απαντάει: «Αχ παιδάκια μου, τι είναι αυτό που πάθατε; Να προσέχετε, έχουν όπλα αυτοί, είναι κακοί άνθρωποι, να 'χετε τον νου σας» - η γιαγιά μου πάντα συνομιλεί και με το ραδιόφωνο και με την τηλεόραση. Εχει τη βεβαιότητα ότι την ακούν. Γι' αυτό τους νουθετεί όλους, με πολλή αγάπη. Εγώ αναρωτιέμαι τι μπορώ να κάνω. Εχω αποφασίσει να πάω στο Πολυτεχνείο. Πηγαίνω στο μπάνιο κι αδειάζω μέσα στη μεγάλη σχολική τσάντα όλο το φαρμακείο του σπιτιού. Τετράδια, βιβλία και μολύβια κρύβονται κάτω από το στρώμα. Διαπράττω και την πρώτη κλοπή: Παίρνω από την καβάτζα της μαμάς 700 δραχμές. Σήμερα είμαι απογευματινή. Φοράω την μπλε ποδιά και φεύγω για το σχολείο. Εχω ήδη τηλεφωνηθεί με τη Χριστίνα και με περιμένει στη στάση του λεωφορείου. Κουβαλάει στη δική της τσάντα - όπως μ' ενημερώνει - καμιά εικοσαριά τυρόπιτες, σοκολάτες και μπισκότα. Αγοράζω και εγώ ό,τι μπορώ από το φαρμακείο κι από το ζαχαροπλαστείο του κυρίου Γιώργου και πάμε στο Πολυτεχνείο. Κρυφά από τους δικούς μας. Ημασταν πια κι εμείς στην παρανομία. Χιλιάδες κόσμος, φοιτητές, μαθητές, εργαζόμενοι, βρίσκονται ήδη εδώ, για ν' αγωνιστούν ως την τελική νίκη. Μόλις έχει φτάσει και επιτροπή αγροτών από τα Μέγαρα και συναντιέται με τη Συντονιστική των φοιτητών. Πάμε και εμείς μέσα και ξεφορτώνουμε την πραμάτεια μας. Στο μεταξύ, έχω αγοράσει και όλα τα κουλούρια που είχε ένας πλανόδιος κουλουράς, οπότε η συνολική προσφορά μας κάνει μια άλφα εντύπωση στα παιδιά, που μας λένε ευχαριστώ και μας φιλάνε σταυρωτά. Ακριβώς πίσω μας, ακούω μια αγαπημένη φωνή και δυνατά χειροκροτήματα. Σε απόσταση αναπνοής, ο Νίκος Ξυλούρης! Τραγουδάει συγκλονιστικά (και μαζί του όλος ο κόσμος) το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Τον σηκώνουν στα χέρια. Είναι πραγματικά σαν Αρχάγγελος. Ενα παιδί με κρητική προφορά, από τη Συντονιστική, λέει πως «ο Ψαρονίκος είναι εδώ από το πρώτο λεπτό και δεν κρύφτηκε στιγμή. Θέλει να ξέρουν όλοι πως είναι μαζί μας». Ο Ξυλούρης τραγουδάει δίπλα μου γελαστός και αγέρωχος, κάνοντας το σήμα της νίκης. Δεν ξέρω πώς περνάνε οι ώρες, δεν έχω επαφή με τον χρόνο, δεν είμαι πια με τη Χριστίνα, τη χάνω μες στον κόσμο, τρέμω στην ιδέα τού τι θα γίνεται στο σπίτι, που θα αναρωτιούνται γιατί δεν γύρισα ακόμη από το σχολείο, είχα πεντάωρο υποτίθεται. Μαμά και γιαγιά θα 'χουν τρελαθεί, ψιλοζαλίζομαι, είναι πολύς ο κόσμος εδώ, δε χωράμε, με σπρώχνουν, προσπαθώ να μην πέσω, κρατιέμαι καλύτερα στα κάγκελα. «Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία», φωνάζουμε εμείς - «Δε σε θέλει ο λαός, πάρ' τη Δέσποινα και μπρος», λένε κάποιοι απέξω. Θα με σκοτώσει ο πατέρας μου, σκέφτομαι, πρέπει να γυρίσω σπίτι. Πέφτει πολύ ξύλο τριγύρω. Σπασμένα πανό. Ματωμένα πρόσωπα. Οδοφράγματα. Εχει αγριέψει πολύ η αστυνομία. Φοβάμαι.

«Εξω τώρα οι Αμερικάνοι. Εξω οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Εξω οι βάσεις του θανάτου». «Είμαστε άοπλοι, αδέλφια μας στρατιώτες, είμαστε άοπλοι!»

Πρέπει οπωσδήποτε να βγω έξω. Είναι βράδυ κι εδώ θα χυθεί πολύ αίμα σε λίγο. Το βλέπω το πράγμα. Σέρνομαι ανάμεσα στο πλήθος και κατορθώνω να βγω στην Πατησίων. Οι άνθρωποι γύρω από το Πολυτεχνείο ουρλιάζουν: «Κάτω η χούντα, η χούντα θα πέσει απ' το λαό». Οι αστυνομικοί μοιάζουν λυσσασμένοι. Πέφτει ξύλο. Δακρυγόνα. Φωτιές. Παθαίνω σύγκρυο, τρέχω προς το θέατρο «Αλφα», όταν κάποιο πολύ δυνατό χέρι μ' αρπάζει από τη μέση. «Ηρθε το τέλος μου», σκέφτομαι, και γυρίζω να δω τον προσωπικό μου Μάλλιο ή Μπάμπαλη. Είναι ο μπαμπάς μου. Αλλόφρων! Το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι, εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου, έτσι όπως τον βλέπω ανήσυχο για μένα, είναι: «Μ' αγαπάει!». Οπότε, ας με χαστουκίσει, ας μου κάνει ό,τι θέλει, αρκεί που ανησύχησε τόσο πολύ για μένα κι έτρεξε σαν τρελός να με ψάξει, ποιος ξέρει πόσες ώρες να με ψάχνει. Είναι κατακόκκινος, εκνευρισμένος, αγχωμένος, με σέρνει μέχρι το αυτοκίνητό του, από το χέρι, από τους ώμους, από τα μαλλιά, ούτε που θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι μάλλον μου σώζει τη ζωή. Μισή ώρα μετά, η Αστυνομία στα Χαυτεία χτυπά διαδηλωτές στο ψαχνό, εκτός από δακρυγόνα ρίχνει και πραγματικά πυρά. Νομίζω κάπου τότε, ανακοινώνεται και ο πρώτος νεκρός. Σε όλη τη διαδρομή, μέχρι την Ακαδημία Πλάτωνος, οδηγεί σαν τρελός, δε με κοιτάζει και δε μου μιλάει. Σταματάει μόνο σ' ένα περίπτερο και παίρνει τηλέφωνο τη μαμά μου:

«Τη βρήκα. Ερχόμαστε».

Τη στιγμή που παρκάρει κάτω από το σπίτι, με πιάνει από τους ώμους και μου λέει, ακουμπώντας σχεδόν τη μύτη του στη μύτη μου:

«Δεν θα ξανακάνεις ποτέ κρυφά ούτε κάτι κακό ούτε κάτι καλό. Συνεννοηθήκαμε;».

«Πώς με βρήκες;».

«Πήρε η Χριστίνα τηλέφωνο κατατρομαγμένη κι είπε πως σ' άφησε, όπως βλέπουμε την πύλη, αριστερά».

«Κι εσύ αυτό δε θα 'κανες;».

«Αλλο είμαι εγώ, εγώ δεν είμαι εσύ... κι εγώ το 'κανα το πρωί».

***

Αυτό είναι ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο του βιβλίου μου «Κίτρινο Υποβρύχιο», που αναφέρεται σ' εκείνες τις τρεις νύχτες του Νοέμβρη. Πολλά από τα παιδιά, που πρωταγωνίστησαν σ' αυτές, έγιναν μετά φίλοι μου. Νιώθω περήφανη και τυχερή που με κάποια από αυτά συμπορευτήκαμε κι αγαπιόμαστε ακόμη.

Ηταν οι ελεύθεροι κι ωραίοι. Ηταν οι άοπλοι. Αυτοί που δεν εξαργύρωσαν. Κάποιους άλλους, που μετά από εκείνες τις νύχτες, χάθηκαν στη σκόνη του συμβιβασμού, δεν τους θυμάμαι. Δε χωράνε μέσα στη φλεγόμενη εικόνα των ανθρώπων που πάλεψαν ενάντια στους παντοδύναμους μηχανισμούς ενός απάνθρωπου συστήματος, για να φτιάξουν έναν άλλο κόσμο με ελευθερία, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη. Που άνοιξαν έναν άλλο δρόμο, έναν δρόμο ανοιχτό να τον περπατήσουμε, σε μια εποχή που οι κρατούντες θέλουν να ξεμπερδέψουν με την ουσία του Πολυτεχνείου, των μηνυμάτων και του περιεχομένου του. Το Πολυτεχνείο, όμως, συνεχίζεται και σήμερα, μέσα στα αμφιθέατρα, στους δρόμους και στους καθημερινούς αγώνες. Ολα αυτά, που κανείς δεν μπορεί ν' αλλάξει, είναι το Πολυτεχνείο!


Της Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ