Ενας χρόνος χωρίς τον Κώστα Καζάκο
Και μπορεί η φυσική απουσία του να μας «βαραίνει», όμως η προσφορά του στην Τέχνη, η ανυποχώρητη και αταλάντευτη στάση ζωής εξακολουθούν να προσφέρουν δύναμη και έμπνευση. Το μεγαλείο του Κώστα Καζάκου βρίσκεται πέρα από την αλήθεια που δίδασκε πάνω στο θέατρο. Ποιούσε ήθος όχι μόνο πάνω στη σκηνή, αλλά και στην ίδια τη ζωή, από την αρχή έως το τέλος.
Και αν θα μπορούσαμε να πούμε ένα πράγμα για τον Κ. Καζάκο είναι ότι το θέατρο για τον ίδιο δεν ήταν απλά ένα επάγγελμα. Είχε απόλυτη συνείδηση της κοινωνικής αποστολής της Τέχνης. Ελεγε χαρακτηριστικά. «Το θέατρο παρέχει παιδεία, όπως και οι άλλες Τέχνες. Σίγουρα, δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αλλά αναγκάζει τον άνθρωπο να θυμηθεί, να μην ξεχνάει. Αφυπνίζει τη συνείδηση. Φανερώνει αλήθειες που υπάρχουν γύρω και δε φαίνονται με τη μία, γιατί η καθημερινότητα είναι θολή, γεμάτη τρέξιμο και άγχος και δεν μπορεί κανείς να εντοπίσει το ουσιώδες. Εκεί μπορεί να παρέμβει η Τέχνη. Η Τέχνη και το θέατρο ειδικά, που είναι δραματική τέχνη, δημιουργεί βιώματα. Οι θεατές ζουν καταστάσεις που δεν μπορούν να τις ζήσουν μόνοι τους και αυτό γίνεται βίωμα, δηλαδή γνώση. Αυτό είναι και το δύσκολο της δουλειάς. Αυτό θέλει αφοσίωση, βαθιά γνώση της ζωής. Και αποτελεί μια συνεχή προσπάθεια απ' όλους μας». Και αυτήν την προσπάθεια την επιδείκνυε σε όλη του τη διαδρομή.
Γεννήθηκε το 1938 στον Πύργο. Στα χρόνια του Εμφυλίου ο αγωνιστής και ΕΑΜίτης πατέρας του πιάστηκε και στάλθηκε εξορία στην Ικαρία, στον Αη - Στράτη και τη Μακρόνησο. Είχε προηγηθεί η απόλυσή του από τη δημόσια υπηρεσία που εργαζόταν. Η οικογένεια ανεβαίνει Αθήνα, «για να χαθεί μέσα στο πλήθος» και να γλιτώσει από το κυνηγητό της Ασφάλειας. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του διαμορφώνουν και την απόφαση μιας ολόκληρης ζωής... «Από τα πρώτα μου βήματα είμαι πολιτικοποιημένος. Λόγω των συνθηκών, της οικογένειάς μου. Ετσι διαμορφώθηκα. Αισθάνομαι ότι είναι η δύναμή μου».
Ονειρό του ήταν να περάσει στο πανεπιστήμιο και να γίνει φιλόλογος. Οι σπουδές του «σκόνταψαν» πάνω στο χαρτί των κοινωνικών φρονημάτων και «εξουδετερώθηκαν», όπως έχει πει ο ίδιος. «Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που πήγα να καταθέσω τα χαρτιά μου για να μπορώ να δώσω εξετάσεις εισαγωγικές για το Πανεπιστήμιο. Ηταν ένας μάγκας που στρίβοντας το μουστάκι μού λέει "λείπει το χαρτί"... Δεν είχα ούτε καν τη δυνατότητα να δώσω εξετάσεις. Δεν έφταναν τα Αρχαία, τα Λατινικά, η Ιστορία, ήθελαν και το "χαρτί"».
Το 1953, περνώντας έξω από τη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, είδε ότι έδιναν εξετάσεις για τα τμήματα ηθοποιών και σκηνοθετών. Αποφάσισε να δώσει και ο ίδιος εξετάσεις. «Ηταν ένας χώρος ελευθερίας. Είδα ότι εκεί ήταν κόσμος που με γοήτευε. Ανθρωποι του πνεύματος και της διανόησης».
Εκείνη την πρώτη χρονιά λειτουργίας της, η σχολή αποφάσισε να κάνει την πρώτη της παραγωγή. Σκηνοθέτης ήταν ο διευθυντής σπουδών, Γρηγόρης Γρηγορίου, και σεναριογράφος ο επίσης καθηγητής του Ιάκωβος Καμπανέλλης. Η ταινία ήταν «Η αρπαγή της Περσεφόνης», μια μεταφορά του αρχαίου μύθου, όπου έπαιζε όλο το ελληνικό θέατρο, η Αλέκα Κατσέλη, ο Ορέστης Μακρής, ο Λαυρέντης Διανέλλος και ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο οποίος ήταν και δάσκαλός του και αργότερα στη Σχολή του Κουν.
Το 1954 ο Καζάκος βοήθησε για να δημιουργηθεί το «Υπόγειο». «Εχω κουβαλήσει μπάζα πολλά, εθελοντικά. Ηταν όμως μαγευτικό όλο αυτό που ζήσαμε». Ξεκίνησε να φοιτά στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Εκεί μέσα έζησε μοναδικές στιγμές. Στο θέατρο μπαινόβγαιναν ορισμένες από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του τόπου μας, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις που έγραφε τη μουσική, ο Γιάννης Τσαρούχης που με ευτελή υλικά, χαρτόνια, κουρέλια, έφτιαχνε σκηνικά αριστουργήματα. Εκεί πρωτοεμφανίστηκε και στη σκηνή, το 1957, στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία».
Στο Θέατρο Τέχνης έμεινε περίπου 5 χρόνια. Στη συνέχεια συμμετείχε σε όλους τους μεγάλους αθηναϊκούς θιάσους της εποχής με πρωταγωνιστές όπως η Λαμπέτη, η Συνοδινού και ο Αλεξανδράκης. «Οταν γυρίσω πίσω να δω το περιεχόμενο της ζωής μου και τα στηρίγματά μου, τι με καθόρισε και τι με διαμόρφωσε, έχω ευγνωμοσύνη γιατί συνάντησα εκπληκτικούς ανθρώπους που μου άνοιξαν ορίζοντες, με ευαισθητοποίησαν και με βοήθησαν να μορφοποιήσω όλα τα αόριστα που υπήρχαν μέσα στη συνείδησή μου».
Το φθινόπωρο του 1966 «άνοιξε» η πόρτα της «Φίνος Φιλμ». Στα γυρίσματα της ταινίας «Κονσέρτο για πολυβόλα», σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, γνώρισε την συμπρωταγωνίστριά του Τζένη Καρέζη, με την οποία έγιναν ένα από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια στο θέατρο, στον κινηματογράφο και τη ζωή. Απέκτησαν έναν γιο, τον ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο.
Το 1978 άνοιξαν τη δική τους μόνιμη στέγη, το θέατρο «Αθήναιον», που μετά τον θάνατο της Τζένης Καρέζη θα πάρει το όνομά της. Εκεί ο Κώστας Καζάκος αισθάνθηκε ότι ξεκίνησε η πιο πλούσια θεατρική περίοδος της ζωής του, ότι ωρίμασε καλλιτεχνικά και αποκρυσταλλώθηκαν κάποιες αντιλήψεις για τη δουλειά του. Σε αυτόν τον χώρο αναμετρήθηκε με σπουδαίους ρόλους της παγκόσμιας δραματουργίας σφραγίζοντάς τους με την ερμηνεία του και σκηνοθέτησε έργα «χρήσιμα» που έχουν κάτι να πουν στο σήμερα, που μιλάνε στην καρδιά και το νου του θεατή, που τον ξεβολεύουν, τον προβληματίζουν, του δείχνουν την ομορφιά της ζωής.
Ο Κώστας Καζάκος γνώριζε καλά ότι ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να δημιουργεί σπουδαίο έργο αποκομμένος από τον λαό. Πρέπει να βρίσκεται στο πλευρό του, εκεί που ζει, πονά και μάχεται. Γι' αυτό και την Τέχνη του, πέρα από τη σκηνή, την έφερε στις εξέδρες των συλλαλητηρίων και του Φεστιβάλ της ΚΝΕ, στις μάχες για την ειρήνη και το δίκιο. «Η Τέχνη μαθαίνεται μέσα στη ζωή. Εκεί μαθαίνεις. Είναι απαραίτητα τα εφόδια, οι τεχνικές αλλά για να τα εφαρμόσεις ζώντας μαζί με τους ανθρώπους και μάλιστα με αυτούς που ζουν όλες τις πιέσεις και τους καταναγκασμούς».
Η άρνηση της αδικίας τον οδήγησε αναπόδραστα, όπως έλεγε, στην αγκαλιά της εργατικής τάξης και του ΚΚΕ. Η πίστη του ήταν ακλόνητη έως το τέλος της ζωής του, γιατί, όπως έλεγε, «ο άνθρωπος δεν θέλει απλά να επιβιώνει. Θέλει να φτιάξει μια ζωή που θα του δίνει την ευκαιρία να αναπτύξει την προσωπικότητά του, να γίνει Ανθρωπος. Αυτά κατακτιούνται. Δεν χαρίζονται. Πρέπει να είσαι αγωνιζόμενος άνθρωπος για να κατακτήσεις όσα περιέχονται σε αυτήν τη μαγική λέξη, Ανθρωπος. Ανθρωπος σημαίνει αγώνας ανυποχώρητος μέχρι την τελευταία πνοή...».
Στις μεγάλες του δόξες τότε ο ηθοποιός, αφού ο δημοφιλής κινηματογραφικός και θεατρικός Βουτσάς ήταν πλέον και λαμπρό τηλεοπτικό αστέρι. Μεσουρανούσε ήδη δύο χρόνια στην τηλεόραση. Στο τηλέφωνο ήταν ευγενέστατος, αν και λακωνικός. Τρεις ερωτήσεις μόνο έκανε:
- Πώς είπατε πως λέγεστε;
- Από ποια εφημερίδα;
- Πόση ώρα με θέλετε;
Περιέργως δεν είχα το τρακ που με είχε διαλύσει λίγες μέρες πριν, πηγαίνοντας για τη συνέντευξη με τον Κατράκη. Τον Βουτσά τον αισθανόμουν οικείο, προσιτό, κι ας μην τον γνώριζα. Με υποδέχτηκε στο τέλος της πρώτης παράστασης. Φορούσε μπουρνούζι και ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
Μου έκανε εντύπωση και τον θυμάμαι ακόμα τον πρόλογο εκείνης της κουβέντας, που γινόταν μια μέρα που έξω εξελισσόταν μια διαδήλωση. «Πώς και δεν είσαι, νέο κορίτσι εσύ, στη διαδήλωση;», με ρώτησε. «Θα ήμουν, κ. Βουτσά», του είπα, «αλλά ενημέρωσα πως είχα εδώ και μέρες τώρα κλείσει τη συνέντευξη μαζί σας... Και μάλιστα χάρηκαν που τους το είπα». Με κοίταξε τότε ψιλοπονηρά, ψιλοσυνωμοτικά, και ξαναρώτησε: «Ωστε έτσι ε; Πού το είπες δηλαδή και χάρηκαν; Δεν πιστεύω να είσαι τίποτε κουκούδι...». «Είμαι στην ΚΝΕ, κ. Βουτσά». «Εμ πες το επιτέλους κορίτσι μου, να συνεννοηθούμε».
Ούτε που θυμάμαι τι ειπώθηκε σε εκείνη τη συνέντευξη που ακολούθησε, θυμάμαι μόνο πως εκείνο το βράδυ στην Ιπποκράτους ξεκίνησα να τον αγαπάω περισσότερο. Από τότε μέχρι το 2009, που αποχώρησα από την τηλεόραση, δεν υπήρξε τηλεοπτική χρονιά που να μην κάνουμε μαζί εκπομπή. Συνεντεύξεις, αφιερώματα, αποστολές, εορταστικά... Ηταν πάντα δώρο ανεκτίμητο για όλους μας η παρέα μαζί του. Κεφάτος, αισιόδοξος, αεικίνητος, ευρηματικός, παιχνιδιάρης, ανήσυχος, ένα πανέξυπνο άτακτο παιδί μέχρι και τα 88 εφηβικά του χρόνια.
Το «Ξυπόλητο Τάγμα» στα χρόνια της Κατοχής το αποτελούσαν καμιά 150αριά ορφανοί πιτσιρικάδες και έφηβοι, που τους είχαν εκδιώξει οι ναζί από τα ορφανοτροφεία της Θεσσαλονίκης. Αυτοί λοιπόν είχαν καταφέρει να οργανωθούν σαν μυστικός στρατός, έγιναν κάτι σαν Ρομπέν των Δασών, μάθαιναν τις κινήσεις των Γερμανών και ύστερα σαλτάριζαν στα καμιόνια τους και άρπαζαν τρόφιμα, κουραμάνες, ό,τι έβρισκαν. Στο στόχαστρό τους ήταν επίσης οι αποθήκες όπου έκρυβαν τρόφιμα οι μαυραγορίτες και οι δοσίλογοι. Υστερα τα μοίραζαν δίκαια σε φτωχούς και άλλα ορφανά. Η δράση τους πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις, σχεδόν μύθου, που αργότερα η ιστορία τους έγινε και ταινία από τον Γκρεγκ Τάλας, με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Ισως σε αυτό το ριψοκίνδυνο «Τάγμα» ο Βουτσάς να έμαθε στην πράξη τις αξίες της αλληλεγγύης, του αλτρουισμού, της αυταπάρνησης, και δεν τις ξέχασε ποτέ, όσο κι αν στην πορεία άλλαζε προς το καλύτερο η ζωή του.
Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα, σε προσφυγική οικογένεια, από Θρακιώτη πατέρα και μητέρα Κεφαλονίτισσα. Με την πάμφτωχη οικογένειά του δεν ζούσαν καν σε σπίτι. Για ένα μεγάλο διάστημα έμεναν σε ένα μαγαζί, στην πλατεία Δικαστηρίων, στη Θεσσαλονίκη, με καλυμμένη τη βιτρίνα για να μην τους βλέπουν οι περαστικοί. «Τρώγαμε στραγάλια και νερό για να πρηστεί η κοιλιά μας και να νομίσουμε πως χορτάσαμε», συνήθιζε να λέει γελώντας. Σ εκείνη την πλατεία, τον έβαλαν κάποτε, οι Γερμανοί στη σειρά με άλλους πολλούς πατριώτες, για να τους εκτελέσουν. Έτρεξε τότε η μητέρα του, έπεσε στα πόδια ενός ταγματάρχη και τον παρακάλεσε να τον σώσει. Κι επειδή ήταν μικρός και χαριτωμένος, ο ταγματάρχης πήγε και τον έβγαλε από την σειρά. Και όπως έτρεχαν να φύγουν, άκουσαν τους πυροβολισμούς. Μια σκηνή που τον σημάδεψε και δεν ξέχασε ποτέ.
Αναγκάστηκε να κάνει πολλές δουλειές τότε, για ένα κομμάτι ψωμί. Ξεκίνησε πουλώντας τσιγάρα, με ένα κασελάκι στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, κάνοντας τον αβανταδόρο στους ...παπατζήδες, και άλλες που έκαναν οι φτωχοδιάβολοι εκείνης της εποχής για να επιβιώσουν. Τις παράτησε σχετικά σύντομα, όμως, γιατί μια κουβέντα της μάνας του τον στοίχειωσε. Του είχε πει: «Πρόσεχε πού μπλέκεις, γιατί αν μπεις φυλακή θα λένε όλοι πως είναι λογικό από κομμουνιστή πατέρα να βγει αλήτης γιος».
Η πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο έγινε στον εμφύλιο. Οργανωμένος στα Αετόπουλα της ΕΠΟΝ, μοίραζε στους κινηματογράφους προκηρύξεις του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ που τύπωνε ο κομμουνιστής πατέρας του. Ανέβαινε με τους συντρόφους του στους εξώστες, πετούσαν τις προκηρύξεις και μέχρι να προσγειωθούν, κατέβαιναν στην πλατεία και παρίσταναν τους θεατές. Αργότερα, όταν τελείωσε ο πόλεμος, τον κέρδισε ο αθλητισμός και διακρίθηκε στον στίβο, στην κωπηλασία, στο βόλεϊ και στο μπάσκετ.
Ο πολυβραβευμένος Κώστας Βουτσάς χάρισε 70 χρόνια από τη ζωή του στην Τέχνη του. Επαιζε μέχρι την τελευταία στιγμή και μέχρι το τέλος ήταν η χαρά της ζωής. Ηταν ένας μεγάλος θεατρίνος, που χάρισε ψυχαγωγία και γέλιο στον κόσμο, αλλά και που κέρδισε δύσκολα στοιχήματα σε σπουδαίες δουλειές και σε πολύ απαιτητικούς ρόλους στον κινηματογράφο και στο θέατρο, όπως «Ο Ερωτας του Οδυσσέα», «Γιούγκερμαν», «Σφήκες», «Ορνιθες», «Θεσμοφοριάζουσες», «Ο Αρχοντοχωριάτης» κ.ά. Πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που όταν έδωσε εξετάσεις για να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος κατάφερε να την πάρει με την τρίτη προσπάθεια, αφού η επιτροπή τον απέρριψε δύο φορές, επειδή λέει «δεν έκανε για ηθοποιός»!
Τις φορές που συζητούσαμε χωρίς φώτα και κάμερες, μιλούσαμε για τα χρόνια της Θεσσαλονίκης, τον πατέρα του, την ΑΕΚ που αγαπούσαμε και οι δυο, και πάντα για το ΚΚΕ. Πάντα κάποιο γεγονός ή πρόσωπο έβρισκε για να πηγαίνει η κουβέντα σ' αυτό και να μου υπενθυμίζει: «Μην ξεχάσεις ποτέ πως μόνο δύο κόμματα υπάρχουν στην Ελλάδα, η Δεξιά (και τα κόμματα - παραφυάδες της) και το ΚΚΕ! Θυμήσου, δεν θα αφήσουν τίποτα όρθιο. Είναι Λερναία Υδρα, κόβεις ένα κεφάλι - βγαίνουν περισσότερα». Η πολύ δύσκολη ζωή του, η ένταξη του πατέρα του, του αδερφού του και η δική του στην Αντίσταση, τον έκαναν να συνειδητοποιήσει από νωρίς τις συνέπειες της εκμετάλλευσης, της αδικίας και της ταξικής ανισότητας, και ένιωθα πως όλο αυτό του δημιουργούσε ένα είδος χρέους απέναντι στην οικογένειά του. Ηθελε να είναι αντάξιός της, να μην προδώσει ποτέ τις αξίες της.
Από την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1931, που ήρθε στον κόσμο στον Βύρωνα, μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου 2020, που ταξίδεψε στο σύμπαν, το άστρο του διέγραψε μια λαμπρή πορεία. 'Η, μάλλον, η λέξη «άστρο» είναι λίγη για τον Βουτσά. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας ολόκληρος γαλαξίας ταλέντου, καλοσύνης, γενναιοδωρίας. Αγάπησε με πάθος τη ζωή και τον αγάπησε πολύ και εκείνη. Και όλοι μας.