Σάββατο 22 Φλεβάρη 2025 - Κυριακή 23 Φλεβάρη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΝΤΑΛΑΡΑΣ - ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Οι πολιούχοι του τραγουδιού. Mπαρουτοκαπνισμένοι κι όμορφοι! 

Εκείνο το βράδυ στην Ιερά Οδό, όλα ξεκίνησαν με έναν εφιάλτη.

Μια κακιά στιγμή από αυτές που σου παγώνουν το αίμα και σ' αφήνουν ακίνητο να κοιτάς το κενό.

Το κόνσεπτ του εφιάλτη έλεγε πως ένας ιός κατόρθωσε να εξαφανίσει όλα τα ελληνικά τραγούδια... Δεν υπήρχε πια, πουθενά, ούτε στίχος, ούτε νότα, ούτε φωνές.

Είχαν χαθεί όλα. Από παντού.

Και πάνω που συνειδητοποιούσαμε το μέγεθος της καταστροφής, πάνω που προσπαθούσαμε να φανταστούμε πόσο άδεια και θλιβερή θα ήταν η ζωή μας χωρίς τραγούδια, ξαφνικά, εμφανίζονται από κάπου ψηλά, από δυο διαφορετικά σύμπαντα, δυο ολόφωτοι γελαστοί άγγελοι, ντυμένοι σπορ, να καθαρίσουν για όλους μας.

Οι άγγελοι αυτοί, λοιπόν, προσγειώνονται ανάμεσά μας, παίρνουν θέση μάχης, κλείνουν προσωρινά τα φτερά τους, πιάνουν κιθάρες, μπουζούκια, μπαγλαμάδες, συνδέονται αυτόματα με τον ενισχυτή της ψυχής μας, παίρνει ο ένας το διπλό ουίσκι του και ο άλλος την πορτοκαλάδα του (είπαμε... διαφορετικά σύμπαντα) και πέφτουν στη μάχη της «διάσωσης».

Αυτοί οι δυο άγγελοι εκείνης της παράξενης νύχτας στην Ιερά Οδό, είναι νεαροί, όμορφοι και - απ' ό,τι φάνηκε - παντοδύναμοι. Εχουν ήδη μεταμορφώσει τις στιγμές εκεί, σε χωροχρόνο '70ς.

Πλημμυρίζουμε μουσικές, εικόνες και κάτι σαν ρίγος, σαν σκίρτημα, μια αναπάντεχη γλύκα (στο μεταξύ έχουν μεταμορφώσει κι εμάς σε νεαρούς και όμορφους θαμώνες).

Η σκούφια του ενός κρατάει από τη Σμύρνη και την Κοκκινιά και του άλλου από τη Βάστα Αρκαδίας.

Ο Γιώργος κι ο Βασίλης.

Οι πολιούχοι του τραγουδιού!

Η νύχτα των μάγων και των ποιητών

Ενα μαγικό μεγάφωνο υπενθυμίζει τα λόγια τους 34 χρόνια πριν. Τότε που συναντήθηκαν στο «Αττικόν» κι ο Γιώργος έλεγε:


«Μοιράζομαι τη σκηνή με τον Βασίλη, φίλο της καρδιάς από τα παλιά που μας δέσανε συγκινήσεις και υποχρεώσεις μιας εποχής, που γνώριζε πολύ καλά ότι το τραγούδι - κυρίως - δεν είναι διασκέδαση».

Κι ο Βασίλης απαντούσε:

«Οι συγκυρίες το 'φεραν να συναντηθούμε πάλι σε μια εποχή σκληρή και παράλογη. Και η πιο μεγάλη μας ανταμοιβή, πέρα από την επιτυχία, ήταν η παρουσία ενός κοινού, ιδιαίτερα ευαίσθητου, που στήριξε τις επιλογές μας».

Τα ίδια ακριβώς θα μπορούσαν να πουν και σήμερα. Προτίμησαν, όμως, να μην πουν τίποτα. Εβαλε μόνο ο καθένας τον μυστικό συνδυασμό του κι άνοιξε το θησαυροφυλάκιό του.

Και εγένετο φως. Γέμισε ο χώρος ποίηση, αρώματα κι αγαπημένους παλιούς φίλους μουσικούς, που εμφανίστηκαν ξαφνικά δίπλα μας στα τραπέζια. Ηρθαν όλοι εκεί, μαζί μας, κι ήταν μάλιστα και στα κέφια τους.

Ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης, ο Χατζιδάκις, ο Παπαϊωάννου, ο Θεοδωράκης, ο Λοΐζος, ο Καλδάρας, ο Ζαμπέτας, ο Ξαρχάκος, ο Μούτσης, ο Μικρούτσικος, ο Μαρκόπουλος, ο Σπανός και τόσοι ακόμα.

Ηρθαν κι οι ποιητές κοντά μας και κάθισαν γύρω γύρω στη σκηνή, μ' ένα ποτό στο χέρι. Ο Γκάτσος, ο Ελευθερίου, ο Αλκαίος, η Παπαγιαννοπούλου, ο Λειβαδίτης, ο Πυθαγόρας, ο Κινδύνης.

Ο Γιώργος κι ο Βασίλης τους χαιρέτησαν όλους μ' ένα τρυφερό νεύμα και η «διάσωση» συνεχίστηκε.

Κι εμείς ήμασταν όλοι εκεί. Οπως πάντα δηλαδή, σ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής αυτών των δύο, αφού ποτέ δεν τους αφήσαμε από τα μάτια μας.

Και αυτήν την παράξενη νύχτα, που ήταν γεμάτη θαύματα, αυτοί κι εμείς πάλι μαζί, «στο ίδιο έργο θεατές», με μεγάλες δόσεις αλήθειας και ψυχής.

Κι όταν οι φωνές τους άρχισαν να μπαίνουν με τον ίδιο πάντα τρόπο στις φλέβες μας, κουβάλησαν μαζί τους όλες τις πολύτιμες βιταμίνες της εφηβείας μας, των ερώτων, των πληγών, των ονείρων μας...


Αυτές οι φωνές τους!

Οχηματαγωγά άγριων και αθώων εποχών, δικών μας στιγμών, φωνές φορτωμένες πρόσωπα, γεγονότα, αισθήματα, προσωπικές και συλλογικές αναμνήσεις, αγάπες, χωρισμούς, ήττες, διαδηλώσεις, ταξίδια, τραύματα, χαρές...

Φωνές δεμένες με τις ζωές μας. Ο Γιώργος κι ο Βασίλης, άνθρωποι δεμένοι με τις ζωές μας.

Τα ιαματικά μεγάλα τραγούδια

Τους παρακολουθούσα σχεδόν υπνωτισμένη, να ερμηνεύουν συγκλονιστικά τα μεγάλα τραγούδια.

Δεν βρίσκονταν απλά στη σκηνή, βρίσκονταν στο ιαματικό σύμπαν που έπλασαν εκείνη τη νύχτα, μας έπιαναν απ' το χέρι και μας πήγαιναν στις παλιές γειτονιές, που από τα ανοιχτά παράθυρα ακουγόταν το «Σαν απόκληρος γυρίζω», το «Πριν το χάραμα», τα «Παραπονεμένα λόγια»...

Κι ύστερα μεγαλώναμε λίγο κι ακούγαμε το «Ερωτικό», το «Πώς να σωπάσω», το «Hasta Siempre», το «Ξημερώνει», το «Σ' ακολουθώ», το «Αγριολούλουδο», το ανατριχιαστικό «Μαμά»...

Πρόσεχα τις ανάσες τους, το γέλιο, τα αστεία τους, τα βλέμματά τους, τους τσαλκάντζες, τη συγκίνηση, τη φροντίδα του ενός στον άλλον.

Οι δύο διαφορετικοί κόσμοι τους είχαν ενωθεί σε μια νέα, ακόμα πιο συναρπαστική πλάση και μας είχαν επιτρέψει να ζήσουμε σ' αυτήν, για τρεις πολύτιμες ώρες κι ένα τέταρτο...

Παρατηρούσα πώς, όταν ο προβολέας έπεφτε επάνω στον έναν, ο άλλος, λίγο πιο πίσω, στο σκοτάδι, τον καμάρωνε, όταν το τραγούδι του ενός έπαιρνε δυνατό χειροκρότημα, ο άλλος χαιρόταν διπλά.

Θυμάμαι που ο Βασίλης είχε πει κάποτε στον Γιώργο: «Σε ευχαριστώ που μου έδειξες χωρίς να το θέλεις ότι μπορώ να γίνω ακόμα καλύτερος τραγουδιστής».

Οπως θυμάμαι και την αγάπη και τον θαυμασμό του Γιώργου στον Βασίλη, σ' όλες τις εκπομπές που κάναμε μαζί. Θυμάμαι και μια κουβέντα του:


«Τα τραγούδια, όταν γραφτούν και τραγουδηθούν, φεύγουν από τα σπίτια τους και κάνουν τον δικό τους δρόμο. Ζούσα και ζω με τα τραγούδια από παιδί. Με αυτά που πρωτοτραγούδησα αλλά και με τα άλλα που αγάπησα σαν δικά μου».

Πόσο ίδιοι οι διαφορετικοί κόσμοι τους, πόσο ταιριαστοί άνθρωποι αυτοί οι «αταίριαστοι καλλιτέχνες» όπως τους αποκαλούσε κάποτε ο Τύπος! Μπαρουτοκαπνισμένοι, ανήσυχοι, παθιασμένοι κι ακούραστοι εργάτες του ελληνικού τραγουδιού, που γύρισαν όλο τον κόσμο τραγουδώντας και δίνοντας αμέτρητες συναυλίες σε στάδια και θέατρα. Που μετέφεραν την ακριβή κληρονομιά του ελληνικού τραγουδιού παντού κι έφτασαν, δουλεύοντας απίστευτα, εκεί που είχαν ονειρευτεί.

Μαζί τους όμως ονειρευτήκαμε και ονειρευόμαστε ακόμα κι εμείς. Αυτό τους το χρωστάμε. Η παρουσία τους κι η ανεκτίμητη προσφορά τους δίνουν νόημα και αξία σε αυτές τις άνυδρες εποχές!

«Το τραγούδι είναι το πατρικό μας σπίτι»

Μαζί τους, στη σκηνή του VOX, είναι και ο Οδυσσέας Ιωάννου, ποιητής, συγγραφέας, χρονογράφος, στιχουργός, ραδιοφωνικός παραγωγός, ο άνθρωπος που το ελληνικό τραγούδι είναι το σπίτι του. «Με μάζεψε από τον δρόμο»,έχει πει αλλά και«το τραγούδι που αγαπήσαμε είναι η επιστροφή μας στο πατρικό μας σπίτι. Ακόμα και αν ξέρουμε ότι το σπίτι πια δεν είναι εκεί. Εχει γκρεμιστεί, αλλά έχουμε ανάγκη συνέχεια να επιστρέφουμε εκεί».

Ο Οδυσσέας έγραψε και αφηγείται μοναδικά τα κείμενα ανάμεσα στα τραγούδια, ο Αγγελος Τριανταφύλλου έκανε τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά ο Μανώλης Παντελιδάκης και τα εικαστικά ο Σπύρος Δερβενιώτης.

Τις ενορχηστρώσεις επιμελήθηκαν ο Γιώργος Παπαχριστούδης και ο Ανδρέας Αποστόλου.

Ευχαριστούμε.


Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ

ΓΑΡΥΦΑΛΙΑ (ΦΑΛΙΤΣΑ) ΡΙΤΣΟΥ
Η Αγία της Σάμου

105 χρόνια από τη γέννησή της (1920)

Η Φαλίτσα Ρίτσου είχε μια ευεργετική δύναμη. Με βοήθησε να βλέπω τη ζωή με άλλα μάτια. Σε λίγες μέρες, 8 Μάρτη γιορτάζουμε την Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας. Φέτος συμπίπτουν και τα 105 χρόνια από τη γέννησή της. Αποφάσισα να τιμήσω αυτό το θείο δώρο της ζωής μου σμιλεύοντας τη μορφή της. Χρωστάω βέβαια τη γνωριμία μου στην Ερη Ρίτσου, που γνωριστήκαμε στα φοιτητικά μας χρόνια, στο Παρίσι, το 1978. Την ευγνωμονώ γιατί γνώρισα δύο αγίους. Την Φαλίτσα και τον Γιάννη Ρίτσο.

Νιώθω σαν να περπατώ σε έναν βυθό από τον οποίο τραβήχτηκε η θάλασσα για να τον ανακαλύψω. Να μαζέψω τα φυτά της θάλασσας, τα κοχύλια, τις πέτρες, τα γεωλογικά κατάλοιπα που έχτισε η θάλασσα και που μιλούσε πάντα για αυτήν η Φαλίτσα. Ηταν ο ομφάλιος λώρος της που τη συνέδεε με τους ανθρώπους. Γίνονταν όμως και φεγγαρόφωτο δίπλα στον ήλιο, Γιάννη Ρίτσο, που έζησαν μαζί πάνω από μισόν αιώνα. Οπως έλεγε ο ίδιος: «Δεν θα μπορούσα να έχω άλλη συνοδοιπόρο στη ζωή μου».

Η Φαλίτσα πάντα με συμβούλευε με λόγια θεραπευτικά σαν να φρόντιζε μια πληγή. «Αν σου συμβεί κάτι σοβαρό - έλεγε - πρέπει να διασχίσεις θάλασσα για να το ξεχάσεις. Η ενέργειά της βοηθάει». Η Φαλίτσα αγαπούσε τη σιωπή, ήθελε ηρεμία όπως την αναζητάς την ώρα της προσευχής. Στη Σάμο μεγάλωσε. Παρατηρούσε καλύτερα τον κόσμο μέσα από αυτήν. Οι ώρες, οι εποχές, οι μέρες της περνούσαν μέσα από τα κύματα της άλλοτε φουρτουνιασμένης ή γαληνεμένης θάλασσας. Οι Σαμιώτες τα χρόνια του '50 που διορίστηκε εκεί ως πρώτη γυναίκα γιατρός ήταν άνθρωποι αγνοί, απλοί, του μόχθου. Η Φαλίτσα ήταν ο ήλιος που τους ζέσταινε, όπως ζεσταίνει το μπουμπούκι για να ανθίσει. Ξεκινούσε με τα πόδια η «γιατρούδαινα» για να πάει σε διπλανά χωριά ώστε να γιατρέψει τους αρρώστους.


Με ειρηνικό, τρυφερό τρόπο υποστήριζε ότι «η φτώχεια προκαλείται από την κοινωνική εκμετάλλευση. Πάντα ήμουν δίπλα στον φτωχό και ανήμπορο. Αυτό πιστεύω είναι το μεγαλείο του γιατρού και ανθρώπου. Να προσφέρει δηλαδή τις γνώσεις του και να ενδιαφερθεί το ίδιο ακόμα και σε αυτόν που δεν μπορεί να πληρώσει. Το θεωρώ επαγγελματική και ηθική υπόληψη».

Οταν άκουγες την Φαλίτσα γινόσουν καινούριος άνθρωπος. Τα λόγια της σε οδηγούν σε αυτοθυσία. Η γιατρούδαινα Φαλίτσα ήταν ναός της επιστήμης, όπου έβλεπες ενσωματωμένη τη σοφία, την καλοσύνη, την πνευματική ομορφιά. Καθόριζαν τη ζωή σου οι σκέψεις της. Οι πράξεις της. Το έργο της. Μόνο η εμπιστοσύνη είναι ο πυρήνας μιας σχέσης, μου έλεγε. Από εκεί ξεκινάνε όλα. Και η εχεμύθεια. Φυσικά αυτό που σε ελευθερώνει είναι μόνο η δική σου αλήθεια. Και το πιο άγριο λουλούδι όπως ο κάκτος με τα αγκάθια του όταν τον δεις από την καρδιά σου φαντάζει όμορφο. Τότε έρχεται η άνοιξη μέσα σου χωρίς να περιμένεις την εποχή του έτους.

Η οικογένειά της ήταν αστική. Ο παππούς της, από την πλευρά του πατέρα της, ο Μανουήλ Γεωργιάδης, ήταν δικαστής. Είχε πέντε παιδιά, τέσσερα αγόρια και μία κόρη. Από τ' αγόρια οι δύο σπούδασαν γιατροί, ο πατέρας της Φαλίτσας έγινε δικαστής, και ο τέταρτος καθηγητής στην εμπορική σχολή Καρλοβάσου. Ο πατέρας της εγκατέλειψε τον δικαστικό κλάδο, γιατί είχε συνεχείς μεταθέσεις, και έβαλε βέτο η Μαρία Μανταφούνη, η μητέρα της Φαλίτσας, για να επιστρέψουν στο Καρλόβασι, όπου έγινε συμβολαιογράφος. Η μητέρα της, Μαρία Μανταφούνη, ήταν η μόνη κόρη σε οικογένεια με έξι αγόρια. Οι Μανταφούνηδες ήταν οικογένεια καραβοκύρηδων και εμπόρων κρασιού και καπνού. Κοσμοπολίτες, με ταξίδια στο εξωτερικό, έφερναν πάντα στην επιστροφή τους αντικείμενα περίεργα και άγνωστα στη μικρή πόλη, όπως την πρώτη φωτογραφική μηχανή στο Καρλόβασι, ή λιχουδιές που έως τότε μόνο ακουστά τις είχαν, χαβιάρια κ.ά.


Οι Μανταφούνηδες, σε αντίθεση με τους Γεωργιάδηδες που ήταν βενιζελικοί, ήταν φιλοβασιλικοί μέχρι το κόκαλο. Η Ερη στο σπίτι της στη Σάμο σήμερα έχει ενθυμήματα από πορσελάνες με τους βασιλείς, Ολγα και Γεώργιο, κρεμασμένα στον έναν τοίχο και στον απέναντι κρέμεται ένας πίνακας του χαράκτη Δημήτρη Παπαγεωργίου που απεικονίζει ένα κορμί ακέφαλο, γυμνό, ζωσμένο φυσεκλίκια, που απ' το λαιμό του ξεπηδάει κυπαρίσσι και που κρατάει μαχαίρι και έχει δίπλα του το κομμένο κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη. «Το αποτύπωμα μιας τυπικής ελληνικής οικογένειας», σχολιάζει αστειευόμενη τον συνδυασμό. Η Γαρυφαλιώ ήταν η δεύτερη από τις τρεις κόρες του Γεωργίου Γεωργιάδου και της Μαρίας Μανταφούνη. Πρώτη κόρη ήταν η Τριανταφυλλιώ και τελευταία η Ιωάννα. Από τις τρεις τους ήταν εκείνη που είχε έφεση στα γράμματα. Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο στο Καρλόβασι, η Γαρυφαλιώ αναγκάστηκε να αφήσει την πόλη της για να παρακολουθήσει το γυμνάσιο στο χωριό του Μαραθοκάμπου, που βρίσκεται στο νότιο δυτικό μέρος της Σάμου. Το Καρλόβασι, έχοντας έντονη εμπορική δραστηριότητα, είχε ανάγκη κυρίως από λογιστές. Ετσι, αντί για γυμνάσιο, η πόλη είχε Εμπορική Σχολή, από όπου αποφοιτούσαν εξαιρετικοί λογιστές, αλλά φυσικά οι απόφοιτοι δεν μπορούσαν να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο. Η Γαρυφαλιώ όμως είχε ως στόχο το πανεπιστήμιο, κι έτσι, σε ηλικία δώδεκα ετών, εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη, την οποία επισκεπτόταν μόνο τις Κυριακές και τις διακοπές. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν συγκοινωνίες και οι μετακινήσεις δεν ήταν εύκολες, το κοριτσάκι λοιπόν έμενε μόνιμα στον Μαραθόκαμπο, σε ένα δωμάτιο που του είχαν νοικιάσει στο σπίτι μιας συμπαθητικής, όπως έλεγε η ίδια η Γαρυφαλιώ, γριούλας. Ηταν άριστη μαθήτρια. Αγαπούσε τα φιλολογικά μαθήματα και ήθελε να γίνει αρχαιολόγος. Ομως όταν πλησίαζε ο καιρός να τελειώσει το γυμνάσιο, ο πατέρας της, ο Γεωργιάδης, της είπε να σπουδάσει ιατρική, διότι έτσι θα έχει ένα εξασφαλισμένο μέλλον.

Ετσι λοιπόν, με τις οδηγίες του πατέρα της και σεβόμενη την επιθυμία του, βρέθηκε η Γαρυφαλιώ στην Αθήνα για να σπουδάσει Ιατρική. Εκεί την βρήκε η Κατοχή και εκεί αποκλείστηκε. Μέχρι την απελευθέρωση έμενε στο σπίτι του αδελφού της μητέρας της, του Κλεάνθη Μανταφούνη, που ήταν έμπορος στην Αθήνα. Με το κλείσιμο των πανεπιστημίων και τα όσα δεινά προκάλεσε η Κατοχή και η μετακατοχική περίοδος, άργησε να πάρει το πτυχίο της και την ειδικότητα του παθολόγου. Ανοιξε το ιατρείο της στο Καρλόβασι μόλις το 1954. Πρόσφερε επί τριάντα πέντε χρόνια αγόγγυστα και μέσα σε φοβερά αντίξοες συνθήκες, γιατί η ζωή στην επαρχία ήταν πολύ σκληρή και δύσκολη τα χρόνια εκείνα. Ως νέα επιστήμονας, μαζί με όλα τα άλλα προβλήματα είχε να αντιμετωπίσει και τη δυσπιστία των ανδρών συναδέλφων της, γιατί ήταν η μόνη γυναίκα γιατρός, όμως λόγω χαρακτήρα - ήταν φιλότιμη, ήπια, ήρεμη, εργατική - σιγά σιγά κέρδισε την εμπιστοσύνη όλων. Διάβαζε συνέχεια για να ενημερώνεται για την επιστήμη της. Είχε ένα βιβλίο πάντα ανοιχτό και την κάθε περίπτωση τη μελετούσε. Οι διαγνώσεις της ήταν πάντα εύστοχες. Είχε εμπειρία και αισθητήριο. Πραγματοποιούσε επίσης χειρουργικές μικροεπεμβάσεις και στο υπόγειο του σπιτιού είχε εργαστήρι όπου, ελλείψει μικροβιολόγου, έκανε αναλύσεις ούρων. Τη δεκαετία του '50 - '60 οι χωρικοί ήταν πολύ φτωχοί άνθρωποι σε έναν ρημαγμένο από τον Εμφύλιο τόπο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο. Από τους φτωχούς αγρότες δεν έπαιρνε χρήματα, όμως περήφανοι άνθρωποι εκείνοι την πλήρωναν πολλές φορές «σε είδος» προσφέροντάς της μύγδαλα, καρύδια, φρούτα, κεντήματα. Τα δείγματα που έδιναν οι αντιπρόσωποι φαρμάκων, για να κάνουν γνωστά τα προϊόντα κάποιας φαρμακευτικής εταιρείας, τα κρατούσε σε ένα ντουλάπι και τα έδινε σε φτωχούς που δεν είχαν χρήματα για να τα αγοράσουν.

Τον Γιάννη Ρίτσο τον γνώρισε κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Αθήνα. «Η μάνα μου μπήκε στην ΕΠΟΝ», λέει η Ερη. «Στην παρέα της, από την ΕΠΟΝ, ήταν ΚΑΙ ο λογοτέχνης Αντρέας Φραγκιάς, μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος, που γνώριζε τον Ρίτσο. Ηξερε ότι είχε μεγάλη βιβλιοθήκη, αλλά ότι δεν δάνειζε βιβλία. Πρότειναν λοιπόν στην Γαρυφαλιώ να πάει να ζητήσει από τον Ρίτσο ένα βιβλίο για έναν άρρωστο φίλο τους, γιατί ήταν γνωστή για την τάξη της, την επιμέλειά της και την καθαριότητά της. Ετσι γνωρίστηκαν και έγιναν ζευγάρι». Παντρεύτηκαν το '54 και η Φαλίτσα εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Σάμο. Ο Γιάννης Ρίτσος παρέμεινε στην Αθήνα, όπου δούλευε στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη.

Μέχρι σήμερα δυστυχώς στη Σάμο δεν υπάρχει πουθενά με το όνομά της μια πλατεία, ένας δρόμος, μια ιατρική δομή ώστε να τιμήσουν μια γυναίκα υπόδειγμα που με την προσφορά της ευεργέτησε τη Σάμο.


Της
Εύας ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ
Δημοσιογράφου - συγγραφέα

ΕΕΔΥΕ - ΕΕΤΕ
Να σωθούν τα έργα των Παλαιστίνιων καλλιτεχνών

Στα συντρίμμια του πολέμου η Τέχνη παλεύει να ανθίσει

Ο ελληνικός λαός έδειξε με τη στάση του την πολύμορφη έμπρακτη αλληλεγγύη του στον λαό της Παλαιστίνης. Αλληλεγγύη όχι μόνο ενάντια στη δολοφονική εξόντωσή του, αλλά στο δικαίωμά του για τερματισμό της ισραηλινής κατοχής και την ανάγκη για τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.

Η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη και το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, εκφράζοντας ακόμη περισσότερο την έμπρακτη αλληλεγγύη στον Παλαιστινιακό λαό και στους Παλαιστίνιους καλλιτέχνες, παίρνουν από κοινού την πρωτοβουλία για τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων έργων τέχνης ώστε να σωθούν από την καταστροφή.

Καλούν τους Παλαιστίνιους καλλιτέχνες, τόσο ατομικά όσο και μέσω της Παλαιστινιακής Πρεσβείας και των κοινοτήτων τους στη χώρα μας, να ανταποκριθούν στέλνοντας τα έργα τους σε ψηφιακή μορφή.

Τα έργα τους θα καταχωρούνται σε μια βάση δεδομένων. Οταν συγκεντρωθεί ένας εύλογος αριθμός έργων, αυτά θα αρχίσουν να ανεβαίνουν στο διαδίκτυο σε χώρο που θα διαχειρίζεται το ΕΕΤΕ και θα είναι προσβάσιμο στο κοινό, μαζί με το δηλωμένο όνομα, την ειδικότητα, τις διαστάσεις, το υλικό, τον τόπο του κάθε καλλιτέχνη, μαζί - αν αυτό είναι δυνατόν - με μια δήλωση του καλλιτέχνη και ένα μικρό βιογραφικό.

Οπως σημειώνουν:

«Μετά από 15 μήνες δολοφονικών ισραηλινών επιθέσεων...

Πολλές χιλιάδες είναι οι νεκροί, οι τραυματίες και οι αγνοούμενοι.

Καλλιτεχνικές κοινότητες, μουσεία, αρχαιολογικοί χώροι, πινακοθήκες, σχολές Καλών Τεχνών και εργαστήρια έχουν γίνει ερείπια, με το 70% των κατοικιών και το 90% των βασικών υποδομών στη Γάζα να είναι διαλυμένα.

Χιλιάδες έργα έχουν χαθεί από τους βομβαρδισμούς, την έλλειψη αποθηκευτικών χώρων, τη συνεχή μετακίνηση, αφού πολλοί καλλιτέχνες είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα εκτοπισμένοι και μένουν σε καταυλισμούς.

Ο αριθμός των νεκρών και αγνοούμενων Παλαιστίνιων καλλιτεχνών είναι άγνωστος.

Οσοι έζησαν, αναμετρώνται τώρα με την αγωνία της άμεσης επιβίωσης, τις τεράστιες ελλείψεις σε φαγητό, νερό, στέγη. Εδώ και καιρό, αντί για μολύβια, χρώματα και μπογιές χρησιμοποιούνται, καφέ, κάρβουνο, σκουριά ή ό,τι άλλο υλικό βρουν.

Καθετί μετατρέπεται σε εργαλείο έκφρασης. Ζωγραφιές σε μισογκρεμισμένους τοίχους ή πάνω στα άδεια κουτιά της ανθρωπιστικής βοήθειας.

Σε συνθήκες πολιορκίας και λιμοκτονίας η Τέχνη παλεύει να κρατηθεί ζωντανή.

Τα συντρίμμια από τα σπίτια τους είναι τώρα ο καμβάς τους.

Πολλοί καλλιτέχνες, σε μια προσπάθεια για να σωθούν με κάθε τρόπο τα έργα τους, τα στέλνουν σε φίλους και γνωστούς σε ψηφιακή μορφή, σε περίπτωση που σκοτωθούν ή δεν καταφέρουν να τα διατηρήσουν στην πρωτότυπη μορφή τους.

Στο 20ό Συνέδριο της ΕΕΔΥΕ μας στάλθηκε συνταρακτικό αντιπολεμικό μήνυμα ειρήνης, αλληλεγγύης, αλλά και αγωνίας από τον ζωγράφο Basel El Maqoshi, που ζωγραφίζει μαζί με παιδιά και μεγάλους σε καταυλισμό, για να τους δώσει έναν θετικό ορίζοντα γλυκαίνοντας τον πόνο τους.

Ο ίδιος τόνιζε χαρακτηριστικά στο μήνυμά του:"Αυτοί δεν είναι πίνακες, ούτε έργα τέχνης, που δημιουργούν οι εικαστικοί για συλλέκτες και φιλότεχνους προς απόκτηση ή θαυμασμό. Αυτά είναι θραύσματα και κομμάτια από το σώμα μας, διασκορπισμένα σε σάρκα με τα σκάγια των εκάστοτε βομβαρδισμών, θραύσματα μετά συνοδείας εκκωφαντικών ήχων που εγείρονται από το αδηφάγο στόμα των κανονιών, όταν οι πύραυλοι εκτοξεύονται από τον ουρανό στις οικίες μας, κάνοντας τα κορμιά μας να σκορπίζονται μαζί με τις οβίδες.

Οι πίνακες είναι οι κραυγές μας που εκβάλλουν γδέρνοντας τον λαιμό μας. Είναι φτιαγμένοι από κάρβουνο, μελάνι και χρώματα που αναβλύζει το αίμα μας. Είναι τα χαμόγελα των παιδιών που εξαφανίζονται μαζί με τα σχολεία τους σε στιγμές δικές τους που δεν τους ανήκουν καν. Είναι η βιωμένη αγάπη στα συρματοπλέγματα του πολέμου. Και σας διαβεβαιώνω ότι αυτή η αγάπη καταβάλλει κάθε φόβο. Δεν ζωγραφίζω ποτέ ένα τοπίο πολέμου - έχουμε τους φωτορεπόρτερ που μπορούν να φυλακίσουν τέτοιες στιγμές στον φακό τους. Αυτά είναι τεκμήρια χρόνιας γενοκτονίας. Είναι οι έγνοιες μας στις εκτοπίσεις που βιώνουμε και το άγχος της μετακίνησης από το ένα μέρος στο άλλο και κάθε φόβος που κρύβει μια τέτοια μετακίνηση, για τα μέλη της οικογένειας. Θα επιζήσουμε άραγε για να σας παρουσιάσουμε τα έργα μας και να γίνουμε μάρτυρες των δεινών, όπως ο καθένας πολύ εύλογα θα σκεφτόταν; Αν καταφέρω να είμαι μαζί σας, τότε θα είμαι αν μη τι άλλο γενναίος, αν όμως αυτό δεν γίνει εφικτό θα γίνω μάρτυρας, μαρτυρώντας μέσα από την ύστατη καταφυγή της Τέχνης"».

Εκδήλωση με αφορμή την Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας

Θα μιλήσει η Ελένη Μπέλλου, μέλος της ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ | Θα παρουσιαστεί το ορατόριο «Καλάβρυτα 1943 - Υμνος στην Καλαβρυτινή Γυναίκα», σε κείμενα - μουσική - στίχους - ενορχήστρωση του Διονύση Τσακνή

Με αφορμή την Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας θα παρουσιαστεί το ορατόριο «Καλάβρυτα 1943 - Υμνος στην Καλαβρυτινή Γυναίκα», σε κείμενα - μουσική - στίχους - ενορχήστρωση του Διονύση Τσακνή, τη Δευτέρα 10 Μάρτη, στις 7.30 μ.μ. (ώρα προσέλευσης 7 μ.μ.) στην Αίθουσα Συνεδρίων της ΚΕ του ΚΚΕ, στον Περισσό.

Θα μιλήσει η Ελένη Μπέλλου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.

Στην παρουσίαση του ορατόριου συμμετέχει η Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, υπό τη διεύθυνση του Χρήστου Κολοβού και τις σκηνοθετικές οδηγίες του Θανάση Παπαγεωργίου. Συμμετέχουν, επίσης, η γυναικεία χορωδία της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του Μιχάλη Παπαπέτρου και η παιδική χορωδία του Σπύρου Λάμπρου.

Αφηγείται η Αννα Μονογιού.

Η είσοδος είναι ελεύθερη.

***

Με αφορμή την παρουσίαση του ορατόριου, είχαμε τη χαρά να συνομιλήσουμε με τον Διονύση Τσακνή.

«Πρόκειται για ένα έργο που γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας του δήμου Καλαβρύτων. Είναι αποτέλεσμα βαθιάς μελέτης της ιστορίας του τόπου και των γεγονότων της σφαγής του ανδρικού πληθυσμού της πόλης από τους ναζί κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Το αφιέρωσα στις γυναίκες των Καλαβρύτων, οι οποίες αφενός βίωσαν το δράμα της απώλειας και της καταστροφής και αφετέρου είχαν τη δύναμη να προστατέψουν τα ανήλικα ορφανά και να χτίσουν ξανά την πόλη τους, διατηρώντας ζωντανή τη μνήμη της θηριωδίας.

Από το Φωτογραφικό Αρχείο του Δημοτικού Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος
Από το Φωτογραφικό Αρχείο του Δημοτικού Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος
Μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα γνωστό, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνομαι με το είδος της λεγόμενης καθαρής μουσικής. Αλλωστε, οι 100 και πλέον δουλειές μου στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση βοήθησαν σε έναν τέτοιο προσανατολισμό. Θεωρούσα πάντοτε πως η ενασχόληση με διαφορετικά είδη μουσικής διευρύνει τους ορίζοντες ενός συνθέτη. Καλό και ευλογημένο είναι το τραγούδι, αλλά και οι προκλήσεις είναι εδώ και πάντα καλοδεχούμενες.

Προφανώς και παίρνω θέση απέναντι στην άθλια προσπάθεια να γραφτεί η ιστορία της περιόδου εκείνης με όρους δοσιλογισμού και αγνόησης της τεράστιας συμβολής της ΕΑΜικής Αντίστασης, ραχοκοκαλιά της οποίας ήταν το ΚΚΕ. Στο έργο μου, έχω ειδική αναφορά στη δράση των συνεργατών των ναζί και στον μετέπειτα ρόλο τους στη νεότερη πολιτική ιστορία. Το αφήγημά τους χιλιοειπωμένο και γνωστό: "Αμα καθόμασταν στα αβγά μας οι κατακτητές δεν θα μας πείραζαν". Αλλωστε, και για να θυμηθούμε μια πασίγνωστη κινηματογραφική ατάκα, "οι Γερμανοί είναι φίλοι μας". Τόσο ποταπά, τόσο ξεδιάντροπα.

Αυτά, πρέπει σε κάθε περίπτωση να λέγονται και να υπογραμμίζονται με τρόπο ηχηρό. Η νέα γενιά να μπολιάζεται με αυτές τις αλήθειες, έτσι ώστε να προστατεύεται με κάθε τρόπο η ιστορική μνήμη. Και όπως λέει και η γυναίκα των Καλαβρύτων στο κείμενο του έργου μου: "Αμα δεν προστατέψεις τη μνήμη θα σε βρει ξανά το κακό. Με όπλα ή με κοστούμια, δεν έχει και μεγάλη διαφορά".

Μήνες τώρα, δουλεύουμε δημιουργικά με τον μαέστρο Χρήστο Κολοβό, ο οποίος θα διευθύνει την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, τη γυναικεία χορωδία της και την παιδική χορωδία του Σπύρου Λάμπρου.

Στον ρόλο της αφηγήτριας θα είναι η ηθοποιός Αννα Μονογιού. Την όλη σκηνοθετική επιμέλεια, ανέλαβε ο σκηνοθέτης Θανάσης Παπαγεωργίου».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ