Σάββατο 20 Φλεβάρη 2021 - Κυριακή 21 Φλεβάρη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Ο «Ριζοσπάστης» ξεκινάει από το παρόν φύλλο τη δημοσίευση κειμένων στο πλαίσιο του Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου για το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Θυμίζουμε ότι οι Θέσεις της ΚΕ του Κόμματος, με βάση τις οποίες γίνεται ο Προσυνεδριακός Διάλογος, έχουν δημοσιευτεί σε τρία κείμενα στις 30-31/1/2021, 6-7/2/2021 και 13-14/2/2021 στον «Ριζοσπάστη» και θα δημοσιευτούν ξανά ως σύνολο στην ΚΟΜΕΠ τ. 1/2021.

Σε σχέση με τη διαδικασία συμμετοχής στη δημόσια συζήτηση, με κείμενα που θα δημοσιεύονται στον «Ριζοσπάστη» ή στην ΚΟΜΕΠ, η Επιτροπή Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου του Κόμματος έχει ανακοινώσει ότι καθένας και καθεμιά που θέλει να συμβάλει στον Διάλογο μπορεί να στείλει έως και τρία σημειώματα, ένα για κάθε κείμενο των Θέσεων, με ανώτατο όριο έκτασης κάθε κειμένου τις 1.000 λέξεις. Εναλλακτικά μπορεί να σταλεί ένα συνθετικό κείμενο για το σύνολο των Θέσεων (έως 1.000 λέξεις). Ο καταμερισμός των κειμένων Διαλόγου στον «Ριζοσπάστη» ή στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» (ΚΟΜΕΠ) θα γίνεται με ευθύνη της Επιτροπής.

Η Επιτροπή Διαλόγου θα παραλαμβάνει κείμενα για δημοσίευση μέχρι 24/4/2021.

Κάθε κείμενο πρέπει να έχει απαραίτητα όλα τα παρακάτω στοιχεία του συγγραφέα: Ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, τηλέφωνο, Κομματική ή ΚΝίτικη Οργάνωση στην οποία ανήκει ή που έχει επαφές αν πρόκειται για φίλο του ΚΚΕ. Τα στοιχεία αυτά είναι προϋπόθεση για τη δημοσίευση του κειμένου. Αποκλείονται από τη δημοσίευση κείμενα που είναι εκτός των θεμάτων των Θέσεων για το 21ο Συνέδριο. Αποκλείονται κείμενα με αναφορές σε πρόσωπα ή σε ζητήματα που αφορούν συγκεκριμένη Κομματική Οργάνωση, που περιλαμβάνουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς, θέσεις εχθρικές προς την ιδεολογία και τον χαρακτήρα του ΚΚΕ.

Τα κείμενα μπορούν να στέλνονται:

α) Ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: dialogos21@kke.gr, με ένδειξη «Για την Επιτροπή Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου».

β) Ταχυδρομικά στη διεύθυνση: Κεντρική Επιτροπή ΚΚΕ, Λεωφόρος Ηρακλείου 145, Τ.Κ. 14231 με την ένδειξη: «Για την Επιτροπή Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου».

γ) Μέσω των Κομματικών Οργανώσεων του ΚΚΕ.

Στις περιπτώσεις αποστολής ταχυδρομικά ή μέσω Οργανώσεων, καλό είναι όσοι έχουν τη δυνατότητα, να διευκολύνουν τη δουλειά της Επιτροπής στέλνοντας το κείμενο και σε ηλεκτρονική μορφή.

Οι συμμετέχοντες στον Διάλογο μπορούν να απευθύνονται στην Επιτροπή Δημόσιου Διαλόγου, στο τηλέφωνο επικοινωνίας: Ιωάννα Καψάσκη 2102592813.

Πιο ψηλά τον πήχη με συστατικό στοιχείο την ιδεολογική δουλειά

Συμφωνώ με το πρώτο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο, που θεωρώ ότι βοηθάει ιδιαίτερα.

Θα ήθελα να σταθώ σε ορισμένα σημεία:

- Σημειώνεται στις Θέσεις ότι επιβεβαιώνεται η καθοριστική σημασία της ιδεολογικής - μορφωτικής δουλειάς και προετοιμασίας των δυνάμεών μας.

Εχουν γίνει βήματα στο Κόμμα μας; Βεβαίως.

Δεν ήταν δεδομένη η καταστατική υποχρέωση για παρακολούθηση σχολών από τα νέα και δόκιμα μέλη.

Δεν ήταν δεδομένα τα μαθήματα με το Πρόγραμμα του Κόμματος στους οπαδούς, τα οποία αποτελούν οργανικό στοιχείο πολλών Οργανώσεων στην Αττική και έχουν θετική συμβολή στην οργανωτική ανάπτυξη.

Δεν ήταν δεδομένη η προσπάθεια που γίνεται, με αδυναμίες, για την κωδικοποίηση της διαπάλης στο χώρο ευθύνης, δίνοντας βάρος στο τι λέμε και πού δυσκολευόμαστε, και όχι μόνο τι λένε οι άλλες δυνάμεις.

Εχουμε όμως πολύ δρόμο ακόμα στην κατεύθυνση η ιδεολογική δουλειά, όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε, να αποτελέσει συστατικό στοιχείο της δουλειάς μας, και όχι ένα παράλληλο πρόγραμμα, ένα ειδικό καθήκον ή ένα καθήκον για ειδικούς, μια παρένθεση στην καθημερινότητα των Οργανώσεων.

Γιατί είναι ανάγκη οργανωτικά στελέχη, γραμματείς Οργανώσεων, καθοδηγητές ΚΟΒ, να εμπλακούν με τα μαθήματα στις ΚΟΒ, ειδικά με αυτά που αφορούν το Πρόγραμμα του Κόμματος.

Γιατί δεν βοηθάει να υπάρχει αναστολή για την παρακολούθηση κομματικών σχολών, μπροστά στην υπαρκτή δυσκολία της αντικατάστασης στη χρέωση για ένα διάστημα, μια που πρόκειται για επένδυση τόσο για τον σύντροφο όσο και για την Οργάνωση.

Γιατί οι ανάγκες της αντιπαράθεσης με τις αστικές δυνάμεις και τον οπορτουνισμό δεν αντιμετωπίζονται συνθηματολογικά. Τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί που συναντάμε δεν απαντώνται με ατάκες.

Γιατί η σύνταξη μιας ανακοίνωσης, ενός καλέσματος, πολύ περισσότερο η διαμόρφωση ενός πλαισίου πάλης, δεν είναι πάντα μια κεκτημένη διαδικασία. Υπάρχουν απαιτήσεις για να εκλαϊκεύουμε και να συσπειρώνουμε, συνολικά να δουλεύουμε πιο αποτελεσματικά με τη στρατηγική μας.

Προτείνω να συμφωνήσουμε, όχι διαπιστώνοντας, αλλά όπως μας προτρέπουν οι Θέσεις κάνοντας αποφασιστικά βήματα για να αντιμετωπίσουμε ζητήματα.

- Δεύτερη πλευρά όπου θέλω να σταθώ είναι τα ζητήματα που θέτουν οι Θέσεις για την ανάδειξη και ανάπτυξη στελεχών.

Θα μπορούσε κάποιος να καταγράψει πολλούς διαλόγους ανάμεσα σε στελέχη χρεωμένα στην οργανωτική δουλειά και στελέχη χρεωμένα στον ιδεολογικό τομέα, ανάμεσα σε μέλη Οργάνων και μέλη επιτελείων. Θα μπορούσε επίσης να πει ότι ο καθένας έχει τα «δίκια του» για τα ζητήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει καθημερινά. Το πρόβλημα όμως είναι όλα τα στελέχη, ανεξαρτήτως καταμερισμού, να μη στέκονται μόνο ή κυρίως στις δυσκολίες της χρέωσής τους, αλλά να βλέπουν όλο το «γήπεδο» του κομματικού σχεδιασμού.

Ο καταμερισμός είναι βεβαίως εκ των ων ουκ άνευ, αλλά είναι ανάγκη να δημιουργούμε καθοδηγητικά το έδαφος και να επιδιώκουμε σταθερά όλα τα στελέχη:

Να διαβάζουν και να αφομοιώνουν τη θεωρία και τις επεξεργασίες μας.

Να κατακτούν οργανωτικές ικανότητες, γιατί δεν υπάρχει χρέωση που να μην απαιτεί οργάνωση της δουλειάς.

Να συμβάλλουν στο σχέδιο της ΚΟΒ όπου ανήκουν.

Να έχουν τριβή με μαζικές διαδικασίες.

Να συμβάλλουν με αρθρογραφία.

Να εκπαιδεύονται σε συσκέψεις με οπαδούς.

Να έχουν τεντωμένες τις «κεραίες» τους για την περιφρούρηση του Κόμματος.

Είναι σίγουρο ότι απαιτείται εξειδίκευση, σίγουρα δεν βοηθάει η πολυχρέωση, σίγουρα μετράει η εμπειρία, υπάρχει ακόμα και η έφεση σε μια χρέωση ή το ταλέντο, που πρέπει να τα πάρουμε υπόψη. Ταυτόχρονα όμως με τα παραπάνω, χρειάζεται να προφυλαχθούμε από τη μονομέρεια και τη ρουτίνα. Κάθε στέλεχος πιστεύω ότι είναι ανάγκη να έχει συνεχή έγνοια για να βελτιώνει ακόμα περισσότερο πλευρές της δουλειάς του που έχουν θετικό πρόσημο, αλλά δεν μπορεί να «εγκαταλείπει» πλευρές με τις οποίες δυσκολεύεται ή θεωρεί ότι δεν του ταιριάζουν. Για παράδειγμα, δεν είναι λίγες οι φορές που σύντροφοί μας λένε «δεν το έχω να μιλάω σε συσκέψεις» ή «δεν το έχω με το διάβασμα».

Είναι μια εύκολη υπόθεση; Οχι, αλλά σε μια τέτοια κατεύθυνση η περιοδική εναλλαγή χρεώσεων θα γίνεται μια πιο ομαλή και εν κινήσει διαδικασία, και όχι μια δυσεπίλυτη εξίσωση.

Το ζήτημα αυτό είναι πρωτίστως καθοδηγητική ευθύνη. Χρειάζεται καθοδηγητικά να παίρνουμε μέτρα για να αναπτύσσεται ολόπλευρα κάθε στέλεχος, να αναδεικνύει νέα στελέχη που θα πάρουν τη σκυτάλη, να μη φοβάται την αποκέντρωση της δουλειάς κ.λπ. Ταυτόχρονα όμως είναι και ατομική ευθύνη. Οσο καλή εικόνα κι αν προσπαθεί να έχει ο γραμματέας ενός Οργάνου, αντικειμενικά δεν μπορεί να είναι «πάνω» από κάθε στέλεχος για να δει αν και πόσο διαβάζει, αν επιδιώκει να έχει εικόνα από πρώτο χέρι κ.ο.κ. Χρειάζεται και πρωτοβουλία, χρειάζεται να βάλουμε τον πήχη πιο ψηλά, να αυξήσουμε την απαιτητικότητα, πρώτα και κύρια ο καθένας για τον εαυτό του.

- Ενα ζήτημα που τίθεται στις Θέσεις είναι η καλή γνώση του χώρου ευθύνης της κάθε Οργάνωσης. Προϋπόθεση γι' αυτό κατά τη γνώμη μου είναι ο σωστός ορισμός του. Η απάντηση μπορεί να φαντάζει εξαιρετικά προφανής, αλλά δεν είναι πάντα.

Αντί να κάνουμε τη διαπίστωση ότι οι δυνάμεις μας υπολείπονται να καλύψουν το χώρο ευθύνης, μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι φέρνουμε το χώρο ευθύνης στα «μέτρα μας», τείνοντας στην πράξη να τον ταυτίζουμε με την οργανωτική Κόμματος και ΚΝΕ, τους οπαδούς και τον περίγυρο.

Με το βλέμμα στραμμένο σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης και αναβαθμισμένων καθηκόντων που αντικειμενικά θα προκύψουν, οι ΚΟΒ του ΚΚΕ πρέπει να φιλοδοξούν να ηγηθούν της λαϊκής κινητοποίησης που θα εκδηλωθεί με μαζικούς όρους. Με αυτήν την έννοια, κάθε Οργάνωση οφείλει καταρχήν να «διαβάζει» σωστά και να αντιμετωπίζει χωρίς «εκπτώσεις» το χώρο ευθύνης της, με τις ιεραρχήσεις φυσικά που έχουμε συμφωνήσει στη δουλειά μας.

Με τις δυνάμεις που έχουμε, είναι ανάγκη να σκεφτόμαστε δημιουργικά για το σχεδιασμό οικοδόμησης, για τις πρωτοβουλίες που θα πάρουμε και τα ζητήματα που θα ανοίξουμε, για τη χρέωση δουλειάς σε οπαδούς, την ανανέωση του περίγυρου κ.λπ. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τις δυσκολίες, αλλά και χωρίς να υποτασσόμαστε σε αυτές.

Για τα επιτελεία, που είναι ανάγκη να ενισχυθούν αποφασιστικά, στο πλαίσιο του χώρου ευθύνης της κάθε Οργάνωσης χρειάζεται να δούμε τις ανάγκες που προκύπτουν, τα αντικείμενα με τα οποία χρειάζεται να καταπιαστούμε, τη μελετητική δουλειά που απαιτείται να γίνει.


Θοδωρής Σκολαρίκος
Μέλος του Γραφείου της Επιτροπής Περιοχής της ΚΟ Αττικής

Η δουλειά με τη στρατηγική μας να μπει στο επίκεντρο της καθοδηγητικής μας προσπάθειας

Συμφωνώ με τις Θέσεις της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο του Κόμματος.

Δεν είναι λίγα τα στελέχη που διαβάζοντας το πρώτο κείμενο είδαν τον εαυτό τους σε αυτό, αδυναμίες που αντιμετωπίζουν και βήματα που εντοπίζουν στην καθοδηγητική τους προσπάθεια, στην παρέμβαση της οργάνωσης με διάφορες αφορμές. Αφορούν τη συγκρότηση των ΟΒ και των οργάνων, την αφομοίωση των μελών της ΚΝΕ, την ποιότητα της καθοδηγητικής μας βοήθειας, την ικανότητα της Οργάνωσης να συσπειρώνει περισσότερους για την επαναστατική αλλαγή, να κινητοποιεί περισσότερους, σπάζοντας τον συμβιβασμό. Πρόκειται για σκέψεις που απορρέουν από τη δράση και λειτουργία της Οργάνωσης, από τις δυσκολίες και τις δυνατότητες που εντοπίζει κατά την παρέμβασή της.

Αυτό ανεβάζει τον πήχη για τα Οργανα του Κόμματος και της ΚΝΕ, ώστε να αποκρυσταλλωθούν σε οργανωμένα βήματα στο πώς καθοδηγούμε και οργανώνουμε την παρέμβαση, στο πώς βγάζουμε συμπεράσματα από την πείρα που υπάρχει σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Αφορούν το πώς διαμορφώνουμε τις προϋποθέσεις ώστε το μέλος της ΚΝΕ, δηλαδή ο νέος κομμουνιστής επαναστάτης, να ατσαλώνεται, να θωρακίζεται και να μπορεί να κερδίζει περισσότερους για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, σε όλες τις συνθήκες όπου δρα.

Ειδικά σε περιόδους «ήρεμες», που φαινομενικά δεν κουνιέται φύλλο, η απόφαση ενός νέου να ενταχθεί στην ΚΝΕ, ακόμα και ενός μέλους της να παλέψει για την επαναστατική αλλαγή, μοιάζει αντιφατική ή και εξωπραγματική. Ελοχεύει λοιπόν ο κίνδυνος να μένουμε στο «κάτι να κάνουμε», να βρούμε μια αιχμή «κάπως να κινητοποιήσουμε» χωρίς να προσπαθούμε να γενικεύσουμε, να βγουν συνολικότερα συμπεράσματα για την κοινωνία όπου ζούμε, για το αν υπάρχει εναλλακτική προοπτική. Ακόμα κι όταν σε αυτές τις «ήρεμες» περιόδους προσωρινά ανεβαίνουν οι αγωνιστικές διαθέσεις τμήματος της νεολαίας, υπάρχει ο κίνδυνος να μεταθέτουμε για μετά αυτήν τη συζήτηση, προκειμένου «να μη μας ξεφύγουν οι εξελίξεις», «να μη μείνουμε πίσω από αυτές».

Καθοδηγητικά λοιπόν πρέπει να μπαίνει διαρκώς στο επίκεντρο πώς το μέλος της ΚΝΕ αποκτά την ικανότητα, ξεκινώντας από ένα γεγονός, μια εξέλιξη, ένα πρόβλημα στον χώρο του, να μην αρκείται σε μια περιγραφή, αλλά να φωτίζει ποιες είναι οι αιτίες τους, ποιος είναι ο πραγματικός αντίπαλος, προβάλλοντας το πραγματικά νέο και προοδευτικό στον αγώνα για τις σύγχρονες ανάγκες, την πάλη για το σοσιαλισμό. Πρόκειται για ζητήματα που έχουμε ανοίξει και έχουν συζητηθεί μπροστά στο 12ο Συνέδριο της Οργάνωσης, χρειάζεται να αποτελούν διαρκώς το βασικό θέμα συζήτησης στα Οργανα, ξεκινώντας από τα ΓΠ μέχρι και τις ΟΒ.

Προϋποθέτει το μέλος της ΚΝΕ να κατανοεί τις συνθήκες όπου δρα, τον χαρακτήρα των εκάστοτε εξελίξεων. Να μπορεί να αποδομεί την αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα, να προβάλλει τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, να αναδεικνύει με αποδεικτικό τρόπο τους «δύο κόσμους που βρίσκονται σε σύγκρουση» και όχι να περιμένει τι και πώς θα προκύψει από την τρέχουσα επικαιρότητα για να συζητήσει.

Προϋποθέτει την ικανότητα η οργάνωση να μιλάει για τον σοσιαλισμό γειωμένα και εξειδικευμένα με βάση τις εξελίξεις σε κάθε χώρο (όπως η εισαγωγή νέας τεχνολογίας, η ανάπτυξη της έρευνας και της επιστήμης), την πεποίθηση ότι υπάρχουν οι δυνατότητες για να πραγματοποιηθεί.

Η αξιοποίηση της ΚΟΜΕΠ, του πολιτικού βιβλίου, η υλοποίηση των μαθημάτων δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά αναγκαίο εξοπλισμό και απαραίτητη υποδομή για τη σκέψη και δράση των στελεχών, για να ανταποκριθούν στα παραπάνω. Είναι ενδεικτικό ότι από το καλοκαίρι και μετά επανέρχονται διαρκώς οι ίδιες ερωτήσεις για την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, τη διαχείρισή της, εντοπίζουμε αδυναμία να ξεφύγουμε από μια συζήτηση περιγραφής των μέτρων, ή κριτικής απέναντι σε αυτά με βάση το τι δεν λύνουν. Εν μέρει είναι λογικό, διότι πρόκειται για δύσκολο θέμα, αλλά αυτό δεν συνδυάζεται με τα αντίστοιχα μέτρα για να ανέβει η ικανότητα της Οργάνωσης: Υπάρχουν τεράστια περιθώρια ακόμα στη διακίνηση των αντίστοιχων εκδόσεων ακόμα και στο στελεχικό δυναμικό, παρατηρείται καθυστέρηση στην υλοποίηση των μαθημάτων στις ΟΒ.

Η καθυστέρηση που πολλές φορές εντοπίζουμε στην προσπάθεια ιδεολογικής και πολιτικής θωράκισης και εξοπλισμού των δυνάμεών μας αφορά καταρχήν τον καθοδηγητικό προσανατολισμό. Για παράδειγμα, σε περιόδους κινητοποιήσεων στους χώρους Εκπαίδευσης, καθοδηγητικά στο ερώτημα «τι προτείνετε» επιμένουμε να αναλύουμε κάποιες διεκδικήσεις ή αιτήματα, παρά να εξηγούμε την πρότασή μας για το σχολείο και το πανεπιστήμιο των σύγχρονων αναγκών και δυνατοτήτων, σε ποια κοινωνία θα υλοποιηθούν αυτά, σε συνδυασμό με την ικανοποίηση όλων των άλλων αναγκών (βεβαίως μαζί με τις απαραίτητες διεκδικήσεις σήμερα). Πόσο μάλλον αυτό να αποτελεί τον βασικό πυρήνα της συζήτησης της συνεδρίασης της ΟΒ σταθερά.

Στην ουσία δεν κατανοείται ολοκληρωμένα ότι η δουλειά με βάση τον στρατηγικό μας στόχο θα κάνει πιο διεισδυτική και αποτελεσματική την παρέμβασή μας. Γνώση των σύγχρονων δυνατοτήτων, κατανόηση του ποιος είναι ο πραγματικός αντίπαλος, σημαίνει κατανόηση του ποιες είναι οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και επομένως τη δυνατότητα αυτές να τις διεκδικήσω, ο αγώνας μου να έχει διάρκεια, να διαμορφώνω κάθε φορά τα κατάλληλα πλαίσια πάλης, να μπορώ να λαμβάνω υπόψη τις διαθέσεις, χωρίς να υποτάσσομαι σε αυτές. Δεν είναι αυτονόητο... Εχουμε καθοδηγητικά στο μυαλό μας ότι τα αντανακλαστικά των συντρόφων απέναντι σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης και αδικίας θα αναπτύσσονται στο βαθμό που βαθαίνει το ταξικό τους κριτήριο; 'Η ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων θα επιλέξουμε την αιχμή, τη βάση στην οποία θα επιδιώξουμε την πλατιά συσπείρωση, κρατώντας όμως ως κόρη οφθαλμού το «πού το πάμε»;

Για παράδειγμα, στις φοιτητικές κινητοποιήσεις είναι σωστό ότι επιλέξαμε ένα σύνθημα που συνδυάζει μέτωπα πάλης, αποκαλύπτει το χαρακτήρα των πολιτικών και κυβερνητικών επιλογών (λεφτά όχι για αστυνομικούς, αλλά για ανοιχτές σχολές), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αρκεί για να έχει ο αγώνας διάρκεια, να αποκτήσει αντοχή απέναντι στις πιέσεις - που δεν είναι μόνο οι «φανερές», όπως η ένταση της καταστολής, αλλά και οι «αθέατες», με πρωταγωνιστές οπορτουνιστικές ομάδες και τη σοσιαλδημοκρατία, που στοχεύουν στην ενίσχυση της ενσωμάτωσης παρουσιάζοντας την κυβέρνηση ως τον μοναδικό αντίπαλο, προωθούν τη διαμόρφωση ενός αντικυβερνητικού μετώπου. Αρα, λοιπόν, έχει σημασία διαρκώς το πού θέτουμε τη διαχωριστική γραμμή (στην προκειμένη, τι μόρφωση, τι επαγγελματική ειδίκευση, τι επαγγελματική προοπτική έχουμε ανάγκη και υπάρχουν οι δυνατότητες να έχουμε), τι ερωτήματα θέτουμε προς προβληματισμό και αυτά σταδιακά, μέσα από τη διαπάλη, την κινηματική δραστηριότητα, να γίνονται κτήμα όλο και περισσότερων νέων.


Κωνσταντίνα Τσιουπρά
Μέλος του Γραφείου του ΚΣ της ΚΝΕ

Προχωράμε μαχητικά για να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις έτσι ώστε να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί στη δράση μας!

Α) Οι θέσεις αναφέρουν ότι η περίοδος που ζούμε είναι μια από τις πιο δύσκολες για το Κόμμα. Αν κάποιος ρίξει μια γρήγορη ματιά στην 100χρονη ιστορία, θα μπορούσε να μας κατηγορήσει για μια ίσως υπερβολική εκτίμηση, αφού το ΚΚΕ έχει περάσει μέσα από «φωτιά και σίδερο».

Και όμως ισχύει ακριβώς αυτό, λόγω του χαρακτήρα του ως επαναστατικού. Ο σημερινός κομμουνιστής, λόγω της υποχώρησης του κινήματος, της ψευδεπίγραφης νομιμότητας, των νέων συνθηκών ζωής, ενδέχεται να μη συνειδητοποιεί ολοκληρωμένα ότι είναι επαναστάτης, ότι η δράση του είναι πολύτιμος κρίκος στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος για την ανατροπή.

Στις τωρινές συνθήκες που όλα μοιάζουν στάσιμα, η φράση κομμουνιστής = λαϊκός ηγέτης δεν είναι δεδομένη, απλά και μόνο επειδή το Κόμμα έχει επαναστατικό Πρόγραμμα. Μπορεί να αλλάξει αυτό; Δηλαδή να μην υπάρχουν Οργανώσεις που κινδυνεύουν (μπροστά στις δυσκολίες) από έλλειψη πρωτοβουλίας στο μαζικό κίνημα, άγνοια εξελίξεων στην περιοχή τους, κούραση, έλλειψη εμπιστοσύνης στην εργατική τάξη;

Β) Για να το αλλάξουμε, πρέπει να βρούμε τον υπεύθυνο αυτής της καθυστέρησης, λαμβάνοντας υπόψη τις αντικειμενικές συνθήκες ζωής που έχουν δυσκολέψει ακόμα και την εσωκομματική λειτουργία (γράφουν πολλά οι Θέσεις).

Ομως υπάρχουν και οι υποκειμενικές αδυναμίες. Και ακόμα πιο συγκεκριμένα μέρος του προβλήματος είμαστε κι εμείς, σύντροφοι σε ΤΕ και Γραφεία ΚΟΒ που ερχόμαστε σε άμεση καθοδηγητική επαφή με τις ΚΟΒ και έχουμε σοβαρή ευθύνη για να ενισχύονται τα επαναστατικά χαρακτηριστικά της Οργάνωσης. Αθελά μας, ο τρόπος που καθοδηγούμε, που δρούμε καθημερινά, αντανακλά σε έναν βαθμό τα χαρακτηριστικά της Οργάνωσης. ΤΕ και Γραφεία ΚΟΒ πρέπει να δυναμώσουν ως κρίκοι στην αλυσίδα του Κόμματος. Σωστά λοιπόν αναφέρεται στις Θέσεις ότι απαιτείται ανώτερη ποιοτικά καθοδηγητική δουλειά για να υλοποιηθεί το κεντρικό ζήτημα επεξεργασίας του Συνεδρίου.

Γ) Κάποιες σκέψεις για τις εδαφικές Τομεακές στα αστικά κέντρα και πέριξ. Αρχικά υπάρχει μια αντίφαση συνολικά στη δομή του Κόμματος, που δικαιολογεί επίσης το λόγο που είμαστε σε δύσκολη περίοδο. Από τη μια οι δυνάμεις πρώτης γραμμής είναι - και έτσι πρέπει να είναι - στις κλαδικές και από την άλλη σημαντικό τμήμα των μελών μας δρα σε εδαφικό επίπεδο. Και αυτές οι δυνάμεις που μπορεί να παρεμβαίνουν σε μια περιοχή και 50.000 κατοίκων, έχουν στην ευθύνη τους σύνθετα και διαφορετικά μέτωπα (εργασιακούς χώρους, αυτοαπασχολούμενους, αγρότες κ.ο. Συλλόγων Γυναικών, κ.ο. Ενώσεων Γονέων, κ.ο. δήμων, καθοδήγηση ΚΝΕ κ.ά.).

1ο ζήτημα: Χρειάζεται να αλλάξει ο τρόπος που διατάσσουμε τις δυνάμεις στις ΤΕ. Ξεκινάμε συνήθως από έναν λογικό καταμερισμό καθοδήγησης των ΚΟΒ και υποτιμάμε τομείς δουλειάς. Δηλαδή:

- Σε μια περιοχή με πολλά σχολεία, με δεκάδες μέλη ΚΝΕ, με συλλόγους Γονέων, δεν γίνεται να θεωρείται στο ΤΓ ο υπεύθυνος Παιδείας μια δευτερεύουσα χρέωση ή να μην υπάρχει βοηθητική Επιτροπή Παιδείας. Το ίδιο ισχύει και για τις μεγάλες ΚΟΒ π.χ. σε έναν δήμο (μπορεί να υπάρχουν 2-3 ΚΟΒ) βοηθάει να υπάρχει ομάδα Παιδείας, με κατάλληλους συντρόφους που θα εξειδικευτούν σε θέματα για το συγκεκριμένο κομβικό αυτό μέτωπο. Η σωστή διάταξη και εννοείται το σωστό περιεχόμενο θα βοηθήσει και στην ποιοτικότερη συνεργασία με τα κεντρικά τμήματα της ΕΠ.

- Μια άλλη χρέωση που χρειάζεται προσοχή είναι ο εργατικός υπεύθυνος. Ποιος είναι ο ρόλος του; Είναι μόνο να πηγαίνει στα αχτίφ του Εργατικού Τμήματος; Είναι μόνο να μεταφέρει σημειώματα για αρχαιρεσίες των σωματείων; Μάλλον χρειάζεται κάτι πιο ποιοτικό. Π.χ. δεν γίνεται να σχεδιάσεις στην εργατική τάξη στην Ανατολική Θεσσαλονίκη αν σε επίπεδο ΤΕ δεν έχεις 3 βοηθητικές ομάδες (με ό,τι σημαίνει αυτό και σε περιεχόμενο) σε εμπόριο, επισιτισμό και πληροφορική. Τότε ο εργατικός υπεύθυνος θα αποτελέσει ουσιαστικό κρίκο συντονισμού με τις αντίστοιχες κλαδικές και θα μπορέσει να υπάρξει ένα κοινό μόνιμο σχέδιο οικοδόμησης. Οσες φορές και με όποιους τρόπους να κλίνουμε στις ΚΟΒ τον προσανατολισμό στην εργατική τάξη, δεν έχει νόημα αν δεν αντιστοιχηθεί και με οργανωτικά μέτρα.

- Επίσης δεν γίνεται να υποτιμάται η χρέωση του ιδεολογικού υπεύθυνου στα ΤΓ.

2ο ζήτημα: Η σωστή χρέωση δυνάμεων στην ΤΟ αποτελεί σημαντική προϋπόθεση ώστε να μπορέσει το ΤΓ να αλλάξει και τον τρόπο καθοδήγησης, ακόμα και συζήτησης. Να συζητά εκθέσεις από τις δικές της βοηθητικές επιτροπές, να μην μπουκώνει με θέματα επικαιρότητας, να έχει μακρόπνοο σχέδιο. Ακόμα και η αρθρογραφία ΚΟΜΕΠ θα του «ταιριάζει» περισσότερο, όχι όπως τώρα που συζητιέται περιστασιακά, αφού έχουμε μάθει να συζητάμε σε ένα στυλ «σχέδιο - έλεγχος εβδομάδας» και να αντικαθίστανται οι αναγκαίες ατομικές συνεργασίες από το Οργανο.

3ο ζήτημα: Η σωστή λειτουργία του ΤΓ θα βοηθήσει όλους τους καθοδηγητές να μάθουν να εξειδικεύουν ανά ΚΟΒ. Στα Γραφεία ΚΟΒ η κατάσταση είναι ακόμα πιο σύνθετη και είναι κρίσιμο σε αυτό το επίπεδο τα στελέχη να μην φεύγουν από κομματικές δουλειές χωρίς να έχουν κατανοήσει ολοκληρωμένα το σχέδιο και την ευθύνη τους. Είναι μεγάλο επίτευγμα στο πλαίσιο της ισχυροποίησης του Κόμματος:

- να μην υποχωρεί ο ιδεολογικοπολιτικός εξοπλισμός όσο πάμε προς τα κάτω.

- να ξεκινά συνεδρίαση/συνεργασία με τα μέλη των Γραφείων ΚΟΒ έχοντας πάντα δίπλα μας την καταγραφή, ώστε να συνειδητοποιείται πως δεν καθοδηγεί μόνο ορισμένους συντρόφους, αλλά έχει και τον περίγυρο.

- να έχει καθαρό κάθε μέλος τι έχει συγκεκριμένα χρεωθεί με βάση φυσικά τις δυνατότητές, το χώρο ευθύνης του. Οχι μόνο τα «τυπικά» καθήκοντα, αλλά και τα καθήκοντα στο κίνημα, είτε στην υπάρχουσα υποδομή που υπάρχει στην περιοχή είτε σε αυτήν που θέλουμε να στήσουμε. Εδώ πονάνε οι εδαφικές, από μια τέτοια δουλειά θα έρθει και η «ζωντάνια» που λείπει.

Ο κίνδυνος απουσίας του κομμουνιστή από την οργάνωση της πάλης είναι ό,τι χειρότερο για κάποιον που θεωρεί τον εαυτό του επαναστάτη. Είναι αυτή η απουσία που φέρνει ηττοπάθεια, ενώ η συμμετοχή διαμορφώνει προϋποθέσεις αυτοπεποίθησης.

Οι δυνατότητες των μελών μας (και στις εδαφικές) είναι ανεξάντλητες και με εμπιστοσύνη στο υπάρχον δυναμικό και νέο αίμα βέβαια μπορεί να αλλάξει η κατάσταση. Φάνηκε με συντρόφους που μόλις βοηθήθηκαν ιδεολογικοπολιτικά για ζητήματα που ανοίγουν στον τόπο κατοικίας, που «ένιωσαν» τα πλαίσια πάλης, που στηρίχθηκαν καθοδηγητικά σε χειρισμούς, τελικά μπήκαν μπροστά για λαϊκά προβλήματα, κατοχυρώνονται σαν λαϊκοί ηγέτες.

Η ζωή θα τραβήξει το δρόμο της και οι κομμουνιστές θα είναι εκεί, θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Για να γίνει αυτό πολλά κρίνονται από το Κόμμα που έχουμε σήμερα.


Αριστείδης Θάνος
Μέλος του Γραφείου της Επιτροπής Περιοχής της ΚΟ Κ. Μακεδονίας

Αστική Ιδεολογική Κυριαρχία και Πανεπιστήμιο

Η αστική εκπαίδευση συγκροτείται εκτός της παραγωγής, με βασικές λειτουργίες την παραγωγή - παροχή γνώσεων και την επιβολή της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας. Οι λειτουργίες της αυτές υλοποιούν τον παραγωγικό, αναπαραγωγικό - κατανεμητικό και τον ιδεολογικό της ρόλο, αποσκοπώντας στην αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, στην αναπαραγωγή των ιεραρχικών ταξικών θέσεων και των ταξικών φορέων του καπιταλιστικού συστήματος και στην ιδεολογική πειθάρχηση, ως όρο των παραπάνω. Στο πλέγμα της αστικής ιδεολογικής πειθάρχησης - κυριαρχίας εντάσσονται: Η απόκρυψη της ταξικής εκμετάλλευσης στη σφαίρα της παραγωγής πίσω από την τυπική «ισότητα» και «ελευθερία» στη σφαίρα των συναλλαγών, η «εθνική ενότητα» κεφαλαίου - εργασίας, η εξύμνηση της αποτελεσματικότητας της αγοράς, ο αντικομμουνισμός.

Συγκροτούμενες έξω από τον έλεγχο των άμεσων παραγωγών και στο έδαφος της απαλλοτρίωσής τους από τα μέσα παραγωγής - αλλά «αποστάζοντας» από τη συλλογική τους πείρα ό,τι είναι επωφελές για την καπιταλιστική παραγωγή1 - οι επιστημονικές γνώσεις - εφευρέσεις στοχεύουν στην υπαγωγή του άμεσου παραγωγού στην εξουσία του κεφαλαίου. Η επιστήμη, υποστηρίζει ο Μαρξ, χωρίζεται από την εργασία και μπαίνει «με το στανιό στην υπηρεσία του κεφαλαίου».2«Θα μπορούσε να γράψει κανείς μια ολόκληρη ιστορία εφευρέσεων από το 1830 και δω, που έγιναν απλώς σαν πολεμικά μέσα του κεφαλαίου ενάντια στις ανταρσίες των εργατών»3 επισημαίνει ακόμη ο Μαρξ. Η κυρίαρχη (ως προς την κατεύθυνση και το περιεχόμενο, στα διάφορα επιστημονικά πεδία) επιστήμη και οι εφαρμογές της έχουν ιστορικά σαφές ταξικό πρόσημο, άρα ιδεολογική «φόρτιση», κάτι που αποκρύβεται πίσω από τη θέση περί «ουδετερότητας» της επιστήμης.

Η αστική εκπαίδευση, σε όλες τις βαθμίδες, επιβάλλει - διαιωνίζει την αστική ιδεολογική κυριαρχία, καθώς αναπαράγοντας την ταξική ιεραρχία - εκμετάλλευση (επιδιώκει να) αναπαράγει και την αποδοχή της από τις λαϊκές τάξεις ως «φυσικής», ενώ η αστική ιδεολογία είναι συστατικό στοιχείο της κυρίαρχης επιστήμης. Η δεσποτική καπιταλιστική εργασιακή διαδικασία, άλλωστε, «από μόνη της δεν μπορεί... να εγγυηθεί την αποτελεσματική εγχάραξη και επιβολή στους εργαζόμενους της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας».4

Αγορά και ιδεολογία στο Πανεπιστήμιο

Εχει υποστηριχτεί από πολλούς ερευνητές ότι, ως αποτέλεσμα των μεταβολών που συμβολικά σηματοδοτεί η «διακήρυξη της Μπολόνια» (19/6/1999), το Πανεπιστήμιο από ακαδημαϊκός θεσμός παραγωγής της επιστήμης και εκπαίδευσης σε αυτήν μεταλλάσσεται σε «επιχειρηματικό» ίδρυμα υπαγόμενο στις άμεσες ανάγκες της αγοράς.

Στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, πράγματι, τα τελευταία χρόνια επιτείνονται οι διαδικασίες εξάρτησης από την αγορά μέρους της έρευνας, με αντίστοιχη υποβάθμιση της βασικής έρευνας προς όφελος της εφαρμοσμένης, εμπορευματοποιείται τμήμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας μέσω της επιβολής διδάκτρων, ενσωματώνονται στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση αντικείμενα εκτός των πεδίων της βασικής έρευνας. Οι εξελίξεις αυτές δεν μεταλλάσσουν το Πανεπιστήμιο, το τροποποιούν ωστόσο, διευρύνοντας τον παραγωγικό, αναπαραγωγικό - κατανεμητικό ρόλο του, στο πλαίσιο της αστικής εκπαίδευσης, ενώ ως αποτέλεσμα αυτής της διεύρυνσης ενισχύεται - αναβαθμίζεται ο ιδεολογικός ρόλος του.

Κύρια αιτία της στροφής προς την εφαρμοσμένη έρευνα (δηλαδή τη διευρυμένη εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή) είναι η αδυναμία του κεφαλαίου να εκμεταλλευτεί με ικανοποιητικό κέρδος τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Καθώς δεν μπορεί να υπάρξει εφαρμοσμένη έρευνα χωρίς προϋπάρχουσα βασική, υποβαθμίζεται αλλά δεν εξοβελίζεται η βασική έρευνα. Επιπλέον, για κάποια επιστημονικά αντικείμενα η τροφοδότηση της έρευνάς τους προϋπέθετε πάντα εμπλοκή με τις επιχειρήσεις και την παραγωγή. Ταυτόχρονα, η τάση για διευρυμένη εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή συνεπιφέρει μια μεταβολή της παραγωγικής δομής προς τη «διανοητικοποίηση» τμημάτων της χειρωνακτικής εργασίας. Αντίστοιχα διευρύνεται ο αναπαραγωγικός - κατανεμητικός ρόλος του Πανεπιστημίου, με την επέκταση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης προς αντικείμενα εφαρμοσμένης γνώσης. Δεν εξαφανίζονται τα Τμήματα - Σχολές βασικής έρευνας, αλλά κατηγοριοποιείται το Πανεπιστήμιο μεταξύ αυτών των Τμημάτων - Σχολών (που αποτελούν τους κύριους τόπους αναπαραγωγής των θέσεων διευθυντικής - διανοητικής εργασίας στην παραγωγή και στην κοινωνική αναπαραγωγή και κατοχυρώνουν αυξημένα εργασιακά δικαιώματα) και των Τμημάτων - Σχολών εφαρμοσμένης έρευνας και επαγγελματικής εξειδίκευσης (στα οποία δίνουν ιδιαίτερη έμφαση τα αστικά επιτελεία).5

Πάρα την αστική ιδεολογική κυριαρχία στην επιστήμη, η συγκρότηση της επιστημονικής γνώσης διαπερνάται (σε διάφορα επιστημονικά πεδία) από τις ταξικές αντιθέσεις που δημιουργούν ρωγμές κριτικής σκέψης. Η υποβάθμιση της βασικής έρευνας, προς όφελος της εφαρμοσμένης και προσανατολισμένης στις άμεσες ανάγκες της αγοράς, μικραίνει αυτές τις ρωγμές. Το αστικό κράτος επιβάλλει αυτήν την κατεύθυνση μέσω της μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης και της σύνδεσης χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων και αξιολόγησης (στα κριτήρια της οποίας εντάσσεται και η συμμετοχή πανεπιστημιακών σε χρηματοδοτούμενη έρευνα, υπαγόμενη στην αγορά). Υπό αυτές τις συνθήκες (και δεδομένου του αρνητικού για την εργασία ταξικού συσχετισμού δυνάμεων), στις ανθρωπιστικές - κοινωνικές επιστήμες, η αστική ιδεολογική κυριαρχία προωθείται και μέσω της αξιολόγησης των πανεπιστημιακών με βάση τις «επιδόσεις» τους σε δημοσιεύσεις σε «ορθόδοξα» - αστικά «higher-ranking journals» - που αντιμάχονται τη μαρξιστική επιστημονική σκέψη. Στην κατεύθυνση ενίσχυσης της αστικής ιδεολογικής κυριαρχίας εντάσσονται το κρατικό κατασταλτικό νομικό πλαίσιο ενάντια στο φοιτητικό κίνημα και οι κυοφορούμενες μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των ελληνικών Πανεπιστημίων.

Η χρηματοδότηση από την αγορά, αλλά και η εκτεταμένη επιβολή διδάκτρων, ιδίως στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, δημιουργούν «θύλακες» επιχειρηματικότητας - εμπορευματοποίησης (αλλά και μισθωτής εκμετάλλευσης) εντός του Πανεπιστημίου. Συγκροτείται ένα στρώμα εισοδηματιών - επιχειρηματιών πανεπιστημιακών που αποτελούν κοινωνικό στήριγμα του αστισμού. Επομένως, ο ιδεολογικός ρόλος του Πανεπιστημίου (επιβολή της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας) όχι μόνο δεν υποβαθμίζεται, αλλά αποκτά ισχυρότερα κοινωνικά στηρίγματα.

Η ανάγκη της ιδεολογικής πάλης

Στην αστικοδημοκρατική και σοσιαλδημοκρατική οπτική δεν αναγνωρίζεται ο ιδεολογικός ρόλος του Πανεπιστημίου, ενώ σε απόψεις του οπορτουνιστικού χώρου ο ρόλος αυτός του Πανεπιστημίου σχετικά υποβαθμίζεται.

Στο πρώτο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ του Κόμματος για το 21ο Συνέδριο επισημαίνονται όλες οι παραπάνω μεταβολές στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ενώ τονίζεται ιδιαίτερα η εκπαιδευτική αστική στρατηγική για «τη διαιώνιση της αστικής ιδεολογικής κυριαρχίας» και υπογραμμίζεται η σημασία της ιδεολογικής παρέμβασης του Κόμματος στους χώρους της Εκπαίδευσης για «την αποκάλυψη του αστικού επιχειρήματος περί της "ουδετερότητας" της επιστήμης».6 Η πολιτική αυτή κατεύθυνση σηματοδοτεί τη σύγκρουση με την αστική ιδεολογική κυριαρχία και τις αστικές - σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις στο Πανεπιστήμιο και γενικότερα στους χώρους της Εκπαίδευσης, και προϋποθέτει ως βασικό καθήκον όλων μας την «ενίσχυση της ιδεολογικής - μορφωτικής προσπάθειας».7

Παραπομπές:

1. Βλ. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 3ος, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1978, σελ. 107.

2. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1978, σελ. 377

3. Ο.π., σελ. 452.

4. Γ. Μηλιός, «Εκπαίδευση και Εξουσία», «Κριτική», Αθήνα 1993, σελ. 36.

5. Βλ. Χ. Πισσαρίδης, κ.ά., Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία, Τελική Εκθεση, 14/11/2020.

6. ΚΕ του ΚΚΕ, Θέσεις για το 21ο Συνέδριο, πρώτο κείμενο, Γενάρης 2021, θέσεις 40-42, σελ. 34-35

7. Ο.π., σελ. 35.


Γιώργος Οικονομάκης
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Πατρών

Οργανα πιο ικανά να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις της ταξικής πάλης

Συμφωνώ με το σύνολο των Θέσεων της ΚΕ.

Είναι καθοριστικό, μπροστά στη νέα πιο δύσκολη, απαιτητική φάση, τα όποια βήματα καταγράφουμε συλλογικά ως Κόμμα, να αρχίσουν να αποτυπώνονται και να αφομοιώνονται καλύτερα στη ζωή της οργάνωσης και των νέων μελών.

Είναι κρίσιμο, να γίνει αντιληπτό το έδαφος στο οποίο ξετυλίγονται οι προσπάθειές μας, η απαραίτητη προσαρμογή σε πλευρές της καθοδηγητικής δουλειάς για να ανταποκριθούμε.

Με βάση αυτό χρειάζεται καλύτερα να γίνεται κατανοητό και να σχεδιάζουμε τη δουλειά μας με το δεδομένο ότι οι συνειδήσεις στις οποίες επιδιώκουμε να επιδράσουμε δεν είναι στατικές, πόσο μάλλον όταν διανύουμε μια περίοδο, στην οποία επικρατεί μια σχετική ρευστότητα, η οποία ίσως οδηγήσει σε περισσότερο ή λιγότερο απότομες μεταβολές. Σε αρκετές περιπτώσεις δρούμε και σχεδιάζουμε μέσα σε ορισμένα στεγανά, περιορίζοντας την εμβέλεια επίδρασης των Θέσεών μας, υποτιμώντας τη δυναμική που μπορεί να αποκτήσει η οργανωμένη παρέμβαση των κομμουνιστών στην επαφή της με νέες εργατικές - λαϊκές μάζες, που αναζητούν διέξοδο στα προβλήματά τους. Το ίδιο το σύστημα αφήνει σημαντικά περιθώρια να δημιουργηθούν ρωγμές στη λαϊκή συνείδηση. Αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο μέσα από την έκφρασή του με δύο τρόπους: 1. σε συνθήκες μιας κάποιας σχετικής τοπικής ανόδου της πάλης, των διαθέσεων να «υποαξιοποιούνται» δυνατότητες που προκύπτουν, να δρούμε από κοινού με περιορισμένο αριθμό ατόμων, 2. στις γενικές συνθήκες στασιμότητας και υποχώρησης που επικρατούν να εκφράζεται συμβιβασμός με τις συνθήκες, υποτίμηση δυνατοτήτων. Ισως επιδρούν ως ένα βαθμό και λανθασμένα υποκειμενικά συμπεράσματα που μπορεί να έχουν εδραιωθεί από την εμπειρία της προηγούμενης κρίσης, πηγαίνοντας κόντρα, χωρίς να το θέλουν, στα συλλογικά συμπεράσματα και αποφάσεις μας, οδηγώντας όμως στο συμβιβασμό και την υποχώρηση. Είναι ζητήματα τα οποία δεν είναι προς αντιμετώπιση στο μέλλον σε κρίσιμες καμπές, αλλά τώρα ώστε να είμαστε ικανοί να ηγηθούμε σε αυτές. Γιατί ρευστότητα στη συνείδηση σημαίνει να σκεφτόμαστε περισσότερο με βάση την αντικειμενική ταξική θέση μέσα στην κοινωνία, τις μεταβολές που έχουν δημιουργηθεί στη ζωή και όχι τις πολιτικές απόψεις που είχε ο καθένας μέχρι σήμερα, να σχεδιάζουμε την παρέμβασή μας με βάση αυτή τη δυνατότητα που αντικειμενικά δημιουργείται.

Ο αντίκτυπος της δράσης μας, το εύρος επίδρασης σε κόσμο που μας ενδιαφέρει, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που εμείς νομίζουμε πολλές φορές. Το έχουμε διαπιστώσει και πολύ πρόσφατα με βάση την πείρα των τελευταίων μηνών. Χωρίς την αντίληψη του παραπάνω, δύσκολα θα σχεδιάζουμε το επόμενο βήμα στην παρέμβασή μας, θα κατοχυρώνουμε ό,τι κάνουμε, θα χτίζουμε στο έδαφος μιας ορισμένης παρέμβασης την αντίστοιχη συνέχεια. Εύκολα θα μένουμε στην κατάληξη μιας προσπάθειας και λιγότερο στο πώς υπηρετήθηκε ολοκληρωμένα το περιεχόμενο που επιλέξαμε. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ορισμένες φορές οδηγούμαστε σε «ανυπομονησία», παραίτηση, μην κατανοώντας ότι η παρέμβασή μας δεν είναι «μια κι έξω». Στην πραγματικότητά η ανάπτυξη δράσης σε ένα χώρο είναι πιθανό να μην έχει γρήγορα αποτελέσματα, να προκαλέσει την αντίδραση του αντιπάλου, την άνοδο της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης, την ενεργοποίηση μηχανισμών και πιέσεων. Αρα είναι ανάγκη να σχεδιάζουμε πιο τολμηρά και μακρόπνοα με άξονα ότι τα λόγια και οι ιδέες έχουν δύναμη και οι δικές μας ιδέες έχουν τη δύναμη να ανοίξουν δρόμους μέσα σε μια κατάσταση που παρουσιάζεται παγιωμένη, να συμπαρασύρουν ευρύτερες μάζες ανθρώπων που μπορούν να βρουν την έκφραση των ταξικών τους συμφερόντων μέσα από αυτές. Από εκεί πρέπει να πηγάζει και η φιλοδοξία μας να έρθουμε σε επαφή και να εντάξουμε στην οργανωμένη ζωή και δράση τις πιο πρωτοπόρες συνειδήσεις αλλά και να δουλέψουμε με σταθερότητα με πιο ανώριμες που αναδεικνύονται μέσα από την οργανωμένη δράση. Τώρα μπορούμε να βελτιωθούμε κι άλλο στην εκλαΐκευση, εξειδίκευση του περιεχόμενου και των μορφών παρέμβασής μας, ώστε να ανέβει η δυνατότητά μας να ανοίγουμε και να σταθεροποιούμε δρόμους επικοινωνίας με ευρύτερες λαϊκές, νεανικές μάζες.

Ισχύει, δεν είναι εύκολο να δρα κανείς για πολύ καιρό μέσα σε μη επαναστατικές και αντεπαναστατικές συνθήκες, αν δεν πατά στέρεα τα πόδια του στο έδαφος, ώστε όχι μόνο να μην οπισθοχωρεί στον αντεπαναστατικό άνεμο, αλλά να προχωρά και μπροστά. Ειδικά στην ΚΝΕ, σε αυτό το έδαφος, μόνιμα απασχολούν τα ζητήματα της αφομοίωσης. Στην προσπάθεια βελτίωσης τέτοιων ζητημάτων, συχνά, εύκολα οδηγούμαστε σε απλουστεύσεις, απομονώνοντας πλευρές της εσωοργανωτικής λειτουργίας ή δράσης της οργάνωσης. Ετσι εκφράζεται το πρόβλημα πολλές φορές η εσωοργανωτική λειτουργία - η μαζική δράση - η παρέμβαση του κάθε κομμουνιστή στο χώρο του - η καθοδηγητική φροντίδα που χρειάζεται σε κάθε φάση, να μην αντιμετωπίζονται ως μια ενότητα, ως πλευρές που αλληλοσυνδέονται και αλληλοτροφοδοτούνται, αλλά ως ξεχωριστά ζητήματα στα οποία κάθε φορά πέφτει η προσοχή μας. Κατά τη γνώμη μου υπάρχει η δυνατότητα, η όποια βελτίωση του ιδεολογικοπολιτικού επιπέδου συζήτησης και εξέτασης στα Οργανα να αρχίσει να εκφράζεται στην καθοδήγηση και τη βελτίωση της ζωής των ΟΒ. Ταυτόχρονα, πρέπει να είναι στον δικό μας προσανατολισμό, τα βήματα που μετράμε κάθε φορά σε ένα Οργανο ή ΟΒ, να αποκρυσταλλώνονται σε αντίστοιχη ικανότητα δράσης και διαφώτισης των Οργανώσεων. Για παράδειγμα, το πλήθος μαθημάτων που γίνονται αυτή την περίοδο, να εκφραστεί στην οργάνωση της πλατιάς παρέμβασης με βάση το περιεχόμενό τους.

Μπορούμε να ξεπεράσουμε απολυτοποιήσεις, την αντικειμενικοποίηση δυσκολιών, ώστε να κατακτηθεί συλλογικά εκείνη η υποδομή και η μέθοδος δράσης, που θα μας δώσει τη δυνατότητα να ανταποκριθούμε από καλύτερες θέσεις στις σύγχρονες απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Σε αυτή την κατεύθυνση συμπεριλαμβάνονται ζητήματα όπως: Η αναλυτική εξέταση του χώρου στον οποίο παρεμβαίνουμε, η χαρτογράφησή του, της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης, των οργανωμένων δυνάμεων του αντιπάλου, της ταξικής διάρθρωσης, των τάσεων ή των προτεραιοτήτων του κεφαλαίου ή των κατευθύνσεων του π.χ. σε ένα χώρο εκπαίδευσης, η αναλυτική καταγραφή των δυνατοτήτων που έχουμε, η αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων δυνάμεων, η προσεκτική επεξεργασία δικού μας σχεδίου παρέμβασης, περιεχομένου τέτοιου που να απαντά στις ανάγκες του χώρου, να διαμορφώνει έδαφος για συγκεκριμένες διεκδικήσεις στο κίνημα, η εύστοχη επιλογή και διάταξη στελεχών, η σταθερή επανεξέταση τέτοιων ζητημάτων από τα καθοδηγητικά όργανα.


Θανάσης Σγούρος
Μέλος του Γραφείου του ΚΣ, Γραμματέας του ΣΠ Κεντρικής Μακεδονίας της ΚΝΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ