Σάββατο 6 Μάρτη 2021 - Κυριακή 7 Μάρτη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πρόσθετα εμπόδια στη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης

Συμφωνώ με το κείμενο. Διανύοντας, όπως επισημαίνεται, μια από τις δυσκολότερες περιόδους για το Κόμμα και μπαίνοντας σε μια νέα, ακόμα πιο δύσκολη και σύνθετη φάση, είναι πράγματι κρίσιμο και αναγκαίο να επικεντρώσουμε στον υποκειμενικό παράγοντα, και συγκεκριμένα στο πώς θα γίνεται ακόμα πιο διακριτός στις μάζες ο ρόλος του Κόμματος ως επαναστατικής πρωτοπορίας, άρα σε ζητήματα καθοδήγησης και ποιότητας δεσμών.

Η ανάληψη από την ΚΕ της ευθύνης που της αναλογεί έχει και διαπαιδαγωγητική σημασία για το πνεύμα της συζήτησης στα παρακάτω καθοδηγητικά Οργανα.

Οι κατευθύνσεις δίνονται συγκεκριμένα και πολύ αναλυτικά. Προφανώς, το κύριο και βασικό είναι, όπως μπαίνει, η αναβάθμιση του ιδεολογικού στοιχείου και η συλλογική συζήτηση της πείρας, ώστε η δουλειά να ξεκινάει πάντα από τη στρατηγική, ωστόσο να δοθεί προσοχή και στα πρακτικά μέτρα που προτείνονται (κατάλληλη επιλογή και διάταξη στελεχών, πολυμέρεια, συγκρότηση βοηθητικών ομάδων κ.λπ.).

Μια σοβαρή - κατά τη γνώμη μου - πλευρά στην οποία χρειάζεται να ρίξουμε βάρος προκειμένου να ξεπεραστούν φαινόμενα τυποποίησης και κόπωσης στην καθοδηγητική δουλειά, καθώς και για να γίνουμε πιο εύστοχοι και διεισδυτικοί, είναι αυτή των πρόσθετων εμποδίων που μπαίνουν σήμερα στη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης.

Οπως διαπιστώνεται στις Θέσεις, πολλές φορές δεν κατανοούμε το βάθος τους. Οτι δηλαδή ξεκινούν από τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής και τις σύγχρονες μορφές που παίρνει (νέες τεχνολογίες - τηλεργασία - ελαστικά ωράρια - απουσία κοινωνικών δομών κ.λπ.). Σε συνδυασμό και με την παρέμβαση του αστικού κράτους και των μηχανισμών του, επηρεάζουν τη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης και των κοινωνικών σχέσεων (ατομισμός σε όλες του τις εκφάνσεις, ανταγωνισμός, ανορθολογισμός, στρεβλά πρότυπα, πληροφόρηση αντί για μελέτη, απογοήτευση, μοιρολατρία κ.λπ.).

Θέλει βαθιά μελέτη, καλύτερη επεξεργασία και αξιοποίηση στην καθημερινή καθοδηγητική δουλειά. Είναι σαφώς σύνθετο ζήτημα, με πολλές πτυχές και αντιφάσεις. Να προβάλλουμε εύστοχα και συγκεκριμένα το πρότυπο του σημερινού «βουβού» ηρωισμού και αντοχής κόντρα στις σάπιες αξίες του συστήματος. Να ενσωματώσουμε πιο οργανικά, στους στόχους πάλης του κινήματος, πλευρές που αφορούν την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, τη συλλογική διεκδίκηση ζητημάτων σχετικά με τις νέες μητέρες, τον πολιτισμό κ.λπ., όπως πιο καλά κάναμε το προηγούμενο διάστημα για ζητήματα σχετικά με την υγεία, το περιβάλλον κ.λπ. Φυσικά, να επεξεργαστούμε και να αναδείξουμε ακόμα περισσότερο αυτές τις πλευρές από τη σκοπιά του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, αξιοποιώντας και πιο συστηματική αρθρογραφία σε «Ριζοσπάστη» και ΚΟΜΕΠ, αλλά και με εκδόσεις της «Σύγχρονης Εποχής» γύρω από αυτά τα ζητήματα. Να καθοδηγούμε τα στελέχη και τα μέλη έχοντας αφομοιώσει τα παραπάνω, χωρίς φυσικά να ρίχνουμε, αλλά αντίθετα ανεβάζοντας τον πήχη των απαιτήσεων. Γενικά, να δουλέψουμε και όσον αφορά αυτήν τη σοβαρή πλευρά με όρους ιδεολογικής υπεροχής και πρωτοβουλία κινήσεων παντού, να μην αφήνουμε κενό στον αντίπαλο.

Σχετικά με τα Οικονομικά του Κόμματος: Τα επόμενα χρόνια θα δίνουμε τη μάχη σε ακόμα πιο δύσκολες συνθήκες, επομένως δεν χωρά καμία επανάπαυση.

Σχετικά με τη στελέχωση των Τμημάτων: Ο συνδυασμός της μελετητικής ικανότητας με την οργανωτική πείρα και την πείρα από το κίνημα είναι γενικότερα κρίσιμος, και από τη σκοπιά της συνολικής και πολύπλευρης διαμόρφωσης του στελέχους.


Ελένη Μόκα
Επιτροπή Οικονομικών της ΚΕ του ΚΚΕΤομεακή Οργάνωση Δικαιοσύνης της ΚΟ Αττικής

Ολοκληρωμένη παρέμβαση απέναντι στην οπορτουνιστική πίεση

Καθώς αυξάνεται η αστική και οπορτουνιστική πίεση, δίνουμε σε δύσκολες συνθήκες μάχη για την ενίσχυση των επαναστατικών χαρακτηριστικών.

Παλιά ήταν η δήλωση, η παρανομία, η εξορία. Σήμερα είναι η πίεση κυρίως για τη λεγόμενη εθνική ενότητα, αλλά και τη νέα εκδοχή, του αντιδεξιού μετώπου, με την αντινεοφιλελεύθερη, αντιφασιστική, δημοκρατική μορφή.

Σ' αυτές τις συνθήκες, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία η ολόπλευρη ισχυροποίηση των επαναστατικών χαρακτηριστικών, της ιδεολογικοπολιτικής και οργανωτικής ισχυροποίησης του Κόμματος.

Οπως είναι φυσικό, υπάρχει διαφορετικός βαθμός κατανόησης σε σχέση με τον επείγοντα χαρακτήρα αντιμετώπισης.

Στον «καταμερισμό» του αντιπάλου, η πίεση για υποχώρηση των επαναστατικών χαρακτηριστικών του Κόμματος είναι «χρέωση» στον οπορτουνισμό, με όποια προβιά κι αν εμφανίζεται. Και πλέον έχουμε μεγάλη πείρα. Ο υπονομευτικός του ρόλος φαίνεται καθημερινά. Εφτασε μέχρι την ανατροπή του σοσιαλισμού. Σε κάθε «χαραμάδα» προσπαθεί να εισχωρήσει σαν την υγρασία και τη σκουριά. Οταν η αντιπαράθεση μαζί του είναι στρατηγικού χαρακτήρα, επιθετική, εξειδικευμένη, με επιχειρήματα από την ίδια τη ζωή για τη στάση και τις θέσεις του στο συγκεκριμένο χώρο, όταν αποκαλύπτουμε την επιδίωξη καλλιέργειας αυταπατών, ψευδαισθήσεων για έναν καπιταλισμό με «ανθρώπινο πρόσωπο», ο οποίος θα εξασφαλιστεί με έναν καλύτερο «χαλίφη στη θέση του χαλίφη», έχει αποτελέσματα ποιοτικά. Δεν έχει δυνατότητα ουσιαστικής αντιπαράθεσης όταν αποκαλύπτεται ο ρόλος του, το ποιος κερδίζει σε τελευταία ανάλυση από αυτήν την πολιτική, και γι' αυτό βγάζει από το «τσεπάκι» και σε «διατεταγμένη υπηρεσία» τον αντικομμουνισμό. Πέφτει σε άμυνα και ελιγμούς. Χάνει όμως τη μάχη και όχι τον πόλεμο.

Και όταν εκφράζονται διαφοροποιήσεις προς τις ταξικές δυνάμεις, αυτές είναι διαφορετικού περιεχομένου και προοπτικής αν έχουν γίνει με υποχώρηση δική μας και διαφορετικού αν είναι αποτέλεσμα αναγνώρισης της ταξικής ορθότητας της στρατηγικής μας.

Οι Θέσεις, τόσο ως προς τον απολογισμό και την επισήμανση αδυναμιών όσο και ως προς την ιεράρχηση και δρομολόγηση αντιμετώπισής τους, είναι σε σωστή κατεύθυνση.

Είναι βασική επίσης η εκτίμηση ότι η καθοδήγηση και η δράση ξεκινούν από τη στρατηγική και ότι χρειάζεται επεξεργασία με βάση τη στρατηγική, εξειδικεύοντάς την σε κάθε χώρο και τομέα, σε κάθε φάση στον καθημερινό αγώνα και τη συλλογική αφομοίωση της. Εξειδίκευση σημαίνει να εξηγείται πειστικά και συγκεκριμένα η στρατηγική του Κόμματος. Να χαράσσεται συγκεκριμένη δράση, συνεκτικό πλαίσιο και μορφές πάλης, ώστε να ανεβαίνει η μαχητικότητα της πρωτοπορίας, η μαζικοποίηση και πολιτικοποίηση του κινήματος, πέρα από την ανάγκη σημαντικής βελτίωσης συνολικά στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο.

Γιατί οι απαιτήσεις της πάλης σε συνθήκες αντεπανάστασης και οι αρνητικοί συσχετισμοί, όταν δεν φαίνεται πιθανή η ανατροπή της στρατηγικής του καπιταλισμού χωρίς τη δημιουργία επαναστατικής κατάστασης, μπορεί να οδηγούν σε υποχωρήσεις αλλά και σε συγχύσεις.

Η ανάγκη σύγχρονων επεξεργασιών και μελέτης, με βάση και την πείρα από το προηγούμενο διάστημα, αλλά και τις ανάγκες της ταξικής πάλης, αφορά ένα ευρύ πεδίο ζητημάτων, όπως για παράδειγμα σε επίπεδο Αττικής οι αλλαγές στη χρήση γης, η πολεοδομική εξέλιξη, τα δασικά οικοσυστήματα, τα δίκτυα, σε σχέση με τις κάθε φορά επενδυτικές επιλογές και προτεραιότητες της αστικής τάξης. Οι επιπτώσεις από την εμπορευματοποίηση, ποιος κερδίζει, πώς εκφράζεται η στρατηγική αντιπαράθεση κ.λπ. Επίσης, η σχέση της δόμησης με την έλλειψη υποδομών, αντισεισμικής - αντιπλημμυρικής προστασίας, επιχειρησιακής αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών κ.λπ., που αναδεικνύουν την ανάγκη άλλης οργάνωσης της κοινωνίας και οικονομίας, ενώ παράλληλα οι κομματικές δυνάμεις θα αποκτούν γνώση και πείρα. Ανάλογα ζητήματα υπάρχουν σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, που μπορούν και πρέπει να γίνουν υπόθεση των αντίστοιχων καθοδηγητικών Οργάνων.

Υπάρχει άμεση ανάγκη συνδυασμένης δουλειάς Τμημάτων, βοηθητικών ομάδων σε επίπεδο ΕΠ ή ΤΕ, Οργάνων. Οπως είναι σημαντικός ο ρόλος των Τμημάτων της ΚΕ (Θέση 24), με βάση τον σχεδιασμό της ΚΕ και την εξειδίκευσή του. Η συζήτηση μπορεί να αναδείξει την ανάγκη διεύρυνσης της στελέχωσης των υπαρχόντων Τμημάτων και δημιουργίας νέων, ανάλογα με τις κάθε φορά ανάγκες και δυνατότητες.

Σημαντική είναι η εκτίμηση (Θέση 13) ότι σε αυτές τις συνθήκες το καθοδηγητικό πνεύμα, ασυμβίβαστο με τις δυσκολίες, βασίζεται πρώτα απ' όλα στη μαχητικότητα των στελεχών που πηγάζει από τη γνώση της κομμουνιστικής θεωρίας, αλλά και από την ταξική - κοινωνική πείρα. Ιδιαίτερα των στελεχών που προέρχονται από την ΚΝΕ (εργασιακή πείρα - σύγκρουση, αντιπαράθεση στο μαζικό κίνημα). Πρέπει τα στελέχη να μπαίνουν μπροστά και στην υλοποίηση, όχι μόνο στο σχεδιασμό. Πρέπει να μετατρέψουμε κάθε κομματικό μέλος σε ολοκληρωμένο καθοδηγητή των μαζών, και σ' αυτόν το στόχο βοηθάει σημαντικά το προσωπικό παράδειγμα των στελεχών.

Με όποιο ζήτημα, θέμα, αντικείμενο, αίτημα κι αν ασχοληθούμε, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα της ιδεολογικοπολιτικής παρέμβασης για την οργάνωση και κινητοποίηση μαζών. Το ιδεολογικό στοιχείο στη λειτουργία όλων των καθοδηγητικών Οργάνων είναι επείγουσα ανάγκη και για το σήμερα αλλά και βασικό, μόνιμο, συστηματικό καθημερινό ζήτημα. Αυτό το εκτιμούν και οι Θέσεις (Θέση 17).

Πρέπει να μάθουμε:

- Να δουλεύουμε με τη θεωρία

- Να εφαρμόζουμε τη θεωρία

- Να αφομοιώνουμε τις σύγχρονες επεξεργασίες

- Να επεξεργαζόμαστε και να εμπλουτίζουμε τη θεωρία

- Να προβλέπουμε αξιοποιώντας τη θεωρία.

Να γίνει καθημερινός τρόπος δουλειάς, όπως και η συστηματική μεταφορά και γενίκευση της πείρας.

Η αφομοίωση της θεωρίας, η ιδεολογικοπολιτική θωράκιση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα αποτελεσματικής παρέμβασης και αντοχής στα δύσκολα, αλλά και κάτι ακόμα: Αποτελεί προϋπόθεση πιο ολοκληρωμένων εκτιμήσεων, πιο σφαιρικής, πιο έγκαιρης επισήμανσης, πρόβλεψης και αντιμετώπισης των εξελίξεων, των αδυναμιών και των δυνατοτήτων, στο πλαίσιο της στρατηγικής μας.

Για την ώθηση στη βελτίωση της καθοδηγητικής δράσης και λειτουργίας των ΕΠ και των ΤΕ (Θέση 20), επισημαίνω ότι φυσικά είναι απαραίτητος ο γενικότερος σχεδιασμός, αλλά πρέπει να διαμορφώνεται σε επίπεδο Οργάνου και Οργάνωσης και ένας πιο συγκεκριμένος σχεδιασμός, που θα αναδεικνύει τη στρατηγική αντιπαράθεση για βασικές πλευρές της οικονομικής βάσης αλλά και του εποικοδομήματος, όπως αυτή εκφράζεται στον χώρο ευθύνης της Οργάνωσης, αλλά και ως προς τη γενίκευσή της. Γι' αυτό χρειάζεται να μπουν σε κίνηση, με πρωτοβουλία του Κόμματος, το συνδικαλιστικό κίνημα, επιστημονικοί και μαζικοί φορείς, νεολαία. Να πάρουν θέση στη στρατηγική αντιπαράθεση. Ετσι θα δοθεί και η «ευκαιρία παρέμβασης σε μη κομματικές δυνάμεις, επεξεργασίας πλαισίου πάλης, ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης στο κίνημα και σε φορείς» (Θέση 21).


Αντώνης Ραλλάτος
Μέλος της Ομάδας Περιβάλλοντος του Τμήματος Οικονομίας και του Τμήματος Αγροτικής Πολιτικής της ΚΕ του ΚΚΕ

Αστικό πολιτικό σύστημα και κομμουνιστική στρατηγική

Στις Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος για το 21ο Συνέδριο (2ο κείμενο) διαβάζουμε αναφορικά με το αστικό πολιτικό σύστημα και τα κόμματα που εντάσσονται σε αυτό: «Ο ενιαίος στόχος της σταθεροποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος προωθείται μέσα από την ενσωμάτωση και την καταστολή. (...) Αυτές οι κοινές επιδιώξεις δεν αναιρούν υπαρκτές διαφορές ανάμεσα στα αστικά κόμματα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτές οι διαφορές απολυτοποιούνται και υπερπροβάλλονται για να στηριχτούν αποπροσανατολιστικές διαχωριστικές γραμμές αντιπαράθεσης, όπως "Δεξιά - δημοκρατικές δυνάμεις", "ελεύθερη αγορά - ενισχυμένη κρατική παρέμβαση", "νεοφιλελευθερισμός - σοσιαλδημοκρατία". (...) Οι διαφορές σχετίζονται κυρίως με τον τρόπο και το μείγμα της αστικής διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, τον βαθμό της κρατικής παρέμβασης κ.λπ., έτσι ώστε να επιτυγχάνονται (...) η καπιταλιστική αναπαραγωγή και η ενσωμάτωση εργατικών - λαϊκών δυνάμεων».

Η ανάλυση αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική για την κομμουνιστική στρατηγική. Αποτελεί οδηγό για να αποκρυπτογραφήσουμε τον τρόπο που λειτουργούν οι κυρίαρχες αστικές ιδεολογίες και οι μηχανισμοί πρόσδεσης στο αστικό πολιτικό σύστημα των τάξεων που υφίστανται την καπιταλιστική εξουσία και εκμετάλλευση. Συνεπώς αποτελεί οδηγό για να αγωνιστούμε ώστε να απεγκλωβιστούν η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η κοινωνική πλειοψηφία, από τις λογικές του συστήματος.

Ο ενιαίος στόχος των αστικών κομμάτων προκύπτει ακριβώς από το γεγονός ότι αυτά εντάσσονται ως δομικά στοιχεία στο αστικό (καπιταλιστικό) κράτος και τη στρατηγική του. Και γνωρίζουμε ότι το αστικό κράτος αποτελεί τον κατεξοχήν πολιτικό εκπρόσωπο της αστικής τάξης, τον «ιδανικό συνολικό καπιταλιστή» (Ενγκελς), που εγγυάται τις εξουσιαστικές ιεραρχίες, τις παραγωγικές δομές και τη «νομιμότητα» του καπιταλισμού.

Τα αστικά κόμματα, ή καλύτερα το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα, αποτελεί ένα τμήμα αυτού του κράτους, επιτελεί μια επιμέρους λειτουργία στο πλαίσιό του: Την οργάνωση της λαϊκής «αντιπροσώπευσης» στο κράτος, την αναπαραγωγή της συναίνεσης στην αστική πολιτική (και κοινωνική) κυριαρχία, μέσα από την κοινοβουλευτικοποίηση των διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών και αιτημάτων και την ενσωμάτωσή τους στο πλαίσιο της αστικής - κρατικής στρατηγικής. Το κοινοβουλευτικό φιλτράρισμα των διαφορετικών ταξικών πρακτικών (δηλαδή των πρακτικών όχι μόνο της αστικής τάξης και των συμμάχων της, αλλά και της εργατικής τάξης και των συμμάχων της) κάνει έτσι δυνατή την «αντιπροσώπευσή» τους μέσα στο κράτος, επιτρέπει δηλαδή τελικά την υποταγή τους στο γενικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον, που παρίσταται με τη μορφή του «εθνικού» και του «γενικού συμφέροντος»: «Ανάπτυξη», «πρόοδος της χώρας», «κοινωνική ευημερία», «ίσες ευκαιρίες», «πολιτισμός», κ.λπ.

Ζητούμενο για την κομμουνιστική στρατηγική είναι, αντίθετα, να δημιουργήσει όρους για την «καταστροφή του κράτους» (Λένιν): Να το καταστήσει διαπερατό στα λαϊκά συμφέροντα, απονεκρώνοντας τις λειτουργίες του, που συγκροτούν δομές άσκησης της καπιταλιστικής εξουσίας, υπάγοντάς τες σε ευρύτερες δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων από την κοινωνία, σε αντιστοιχία με τις προτεραιότητες μιας οργανωμένης σε διαφορετικές βάσεις, κοινωνικοποιημένης, παραγωγής.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν μπορεί επομένως να αποτελεί οργανικό συστατικό μέρος της «λογικής» αυτού του κοινοβουλευτικού συστήματος αντιπροσώπευσης, αλλά πρέπει να δρα εντός αυτού ως η στρατηγική αναίρεσής του (στην κατεύθυνση της άμεσης δημοκρατίας και της «καταστροφής του κράτους» από την παρέμβαση των δυνάμεων της εργασίας - της εργατικής τάξης και των συμμάχων της). Να δρα επομένως το Κόμμα ως το «αντίπαλο δέος» του αστικού πολιτικού συστήματος, δηλαδή σε αντιπαλότητα με τους μηχανισμούς, τις πολιτικές και τις ιδεολογίες που «αντιπροσωπεύοντας» τις λαϊκές τάξεις τις υποτάσσουν συναινετικά στο μακροπρόθεσμο κεφαλαιοκρατικό συμφέρον.

Για να καταστεί όμως κάτι τέτοιο εφικτό, απαιτείται να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι υπαρκτές διαφορές ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις, να αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας της διαφοράς τους. Διότι εκείνο που στην πραγματικότητα διαφοροποιεί αυτές τις δυνάμεις μεταξύ τους είναι ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίον επιχειρούν να υπαγάγουν τις λαϊκές τάξεις στο αστικό κράτος και τα μακροπρόθεσμα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα. Εκμεταλλεύονται τις υπαρκτές αντιθέσεις ανάμεσα στις μη καπιταλιστικές τάξεις και στρώματα της κοινωνίας, τις «αναπαριστούν» με στρεβλό τρόπο, ακριβώς για να συσκοτίσουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση και εξουσία, πολώνουν πολιτικά το κλίμα, ώστε η «εναλλακτική» να φαίνεται ότι είναι ανάμεσα στη μια ή την άλλη εκδοχή της κοινής στις βασικές της γραμμές αστικής στρατηγικής. Δεν είναι τυχαίο, για να αναφέρω το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ότι σοσιαλδημοκρατικά ιδεολογικά σχήματα, όπως «δημοκρατικές δυνάμεις», «ενισχυμένη κρατική παρέμβαση», κ.λπ. απευθύνονται κυρίως στην εργατική τάξη (και σήμερα εγκλωβίζουν μεγάλες μερίδες της), ενώ τα «αντίπαλα» φιλελεύθερα σχήματα, «ελεύθερη αγορά», «ατομική πρωτοβουλία», «ιδιωτικός τομέας» κ.λπ. έχουν ως προνομιακό ακροατήριο τον κόσμο της μικρής επιχειρηματικότητας και της μεσαίας και ανώτερης κοινωνικής ιεραρχίας. Διαμορφώνονται έτσι η «προοδευτική» και η «συντηρητική» παράταξη αντίστοιχα, από τις οποίες καθορίζεται εν πολλοίς η όλη λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος.

Οι ιστορικά παγιωμένες αυτές αστικές πολιτικές παρατάξεις (η «συντηρητική» και η «προοδευτική») υφίστανται λοιπόν κυρίως σε συνάρτηση με τις κυριαρχούμενες τάξεις, ως τρόπος εμπέδωσης και αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας μέσα στην πάλη των τάξεων. Ετσι άλλωστε μπορούν να οριστούν και τα συμφέροντα των επιμέρους κεφαλαιοκρατικών μερίδων: Ως σχετικά διαφοροποιημένες εκδοχές οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας πάνω στις κυριαρχούμενες τάξεις. Η κύρια πλευρά των πραγμάτων είναι η (κοινοβουλευτική) οργάνωση της λαϊκής συναίνεσης και «αντιπροσώπευσης» ως διαδικασία της πάλης των τάξεων.

Ενα αστικό κόμμα που δεν εξασφαλίζει την υποστήριξη των κοινωνικών μερίδων τις οποίες προηγουμένως «αντιπροσώπευε» οδηγείται στην εξαφάνιση ή έστω στη συρρίκνωση, όπως συνέβη στην ελληνική ιστορία μετά τη Μεταπολίτευση με την Ενωση Κέντρου (μετά το 1977) και εν μέρει με το ΠΑΣΟΚ (μετά το 2012). Οσο όμως η κρίση αντιπροσώπευσης δεν γενικεύεται, η «παράταξη» απλώς αναδιαρθρώνεται με την ανάδυση ενός νέου πρωταγωνιστικού κόμματος στο εσωτερικό της (του ΠΑΣΟΚ το 1977 και του ΣΥΡΙΖΑ το 2012).

Αντίθετα, ο απεγκλωβισμός της εργατικής και των άλλων λαϊκών τάξεων από την κυρίαρχη ιδεολογία και την αστική ηγεμονία αναγκαστικά θα σημαίνει κρίση και ριζικό μετασχηματισμό ολόκληρης της πολιτικής σκηνής. Διότι όταν η αστική στρατηγική δεν εξασφαλίζει τη συναίνεση και υποστήριξη, ή έστω την ανοχή των κυριαρχούμενων τάξεων οδηγείται στην ανοιχτή πολιτική κρίση, που υπό όρους μπορεί να μετασχηματιστεί σε επαναστατική κρίση.

Η ιστορική πείρα έχει δείξει ότι οι κοινωνικές δυνάμεις που μπορούν να γίνουν έμπρακτα φορείς αμφισβήτησης του καπιταλισμού, και επομένως φορείς κοινωνικού μετασχηματισμού, δηλαδή οι δυνάμεις της εργασίας - αλλά και όσοι αμφισβητούν την καπιταλιστική μορφή οργάνωσης της εργασίας - χρειάζεται να υπερβούν την «προσήλωση στον κοινοβουλευτικό δρόμο» για να αλλάξουν τον κόσμο.


Γιάννης Μηλιός

Μέτωπο με τον οπορτουνισμό και τη διαστρέβλωση των θέσεων του Κόμματος

Το δεύτερο κείμενο των Θέσεων, που αφορά τις εξελίξεις, δεν πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως ένα συμπληρωματικό κείμενο που απλά περιγράφει το φόντο στο οποίο θα δράσουμε. Είναι ένα εργαλείο το οποίο, στον βαθμό που κατανοείται σε βάθος, μπορεί να συμβάλει στο να γίνουμε πιο αποδεικτικοί, πιο πειστικοί για τα όρια του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος, για την προβολή της πρότασης διεξόδου του Κόμματος.

Βασικό κριτήριο της αποτελεσματικότητάς μας σε αυτήν την προσπάθεια είναι η διαπάλη με τον οπορτουνισμό, ο οποίος θα συνεχίσει να κάνει προσπάθεια διαστρέβλωσης των θέσεων του Κόμματος για να δημιουργεί σύγχυση σε έναν ευρύτερο κόσμο που παρακολουθεί και προσεγγίζει το Κόμμα μας.

Η δυσκολία των αστικών τάξεων να βρουν νέα πεδία κερδοφορίας ώστε να ρίξουν κεφάλαια που σήμερα λιμνάζουν, να κερδίσουν έδαφος σε βάρος των άλλων ανταγωνιστικών χωρών και συμμαχιών, οδηγεί αναπόφευκτα σε όξυνση των πολεμικών συγκρούσεων και στη δημιουργία προϋποθέσεων για ακόμα πιο γενικευμένες και φονικές πολεμικές συγκρούσεις στο μέλλον.

Στη βάση αυτή, σωστά και έγκαιρα ως Κόμμα έχουμε προειδοποιήσει αλλά κυρίως έχουμε ανοίξει τη συζήτηση για τον χαρακτήρα των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων, την αιτία τους, για τους όρους και τις προϋποθέσεις οι λαοί της περιοχής να ζούνε ειρηνικά. Τα ζητήματα αυτά είναι δεμένα διαλεκτικά. Αν δεν είχαμε αυτές τις ολοκληρωμένες σε μεγάλο βαθμό επεξεργασίες δεν θα μπορούσαμε με επάρκεια να αντιμετωπίσουμε τις πιέσεις στο γιατί για παράδειγμα το Κόμμα μας δεν στηρίζει τους πολεμικούς εξοπλισμούς, ή στο γιατί δεν προβάλλουμε ως κύριο αίτημα την αποτροπή του πολέμου. Παρ' όλα αυτά, δεν χωρά καμία επανάπαυση. Οι θέσεις του Κόμματος για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, οι τοποθετήσεις μας για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια, ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τις διεθνείς συμβάσεις, η στάση μας στο ζήτημα των πολεμικών εξοπλισμών, είναι ζητήματα που πρέπει να δουλέψουμε πιο πλατιά και πιο μεθοδικά με τον κόσμο. Δεν είναι γνωστά ή δεν είναι ξεκαθαρισμένα ακόμα και σε ένα τμήμα του περίγυρου του Κόμματος.

Παράλληλα χρειάζεται σταθερό μέτωπο στις απόψεις (κυρίως από ΝΑΡ - ΑΝΤΑΡΣΥΑ - «Σπάρτακο» και διάφορους άλλους) που παρουσιάζουν το Κόμμα μας ως συμβιβασμένο και ουρά στις επιδιώξεις της αστικής τάξης, για να κρύψουν το δικό τους ιδεολογικό και πολιτικό ξεβράκωμα μπροστά στην αστική τάξη και τις ιμπεριαλιστικές της συμμαχίες.

Στο κείμενο υπογραφών που διακινούσαν και υπέγραφαν τον Σεπτέμβρη του 2020 δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τίτλο «Η ειρήνη είναι η πιο όμορφη λέξη κάθε γλώσσας», μάθαμε ότι ...«το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, της ΑΟΖ και των φυσικών κοιτασμάτων της Μεσογείου μπορούν να λυθούν με ειρηνικό τρόπο. Καλούμε τις κυβερνήσεις των δύο χωρών να συμφωνήσουν σε μια ειρηνική λύση. Γιατί η Μεσόγειος δεν ανήκει στα μονοπώλια, ανήκει στους λαούς και σε όλα τα έμβια όντα που ζουν στα νερά της».

Είναι δηλαδή οι ίδιες δυνάμεις που θέτουν ως κύριο αίτημα να υπάρξει συμβιβασμός των αστικών τάξεων της περιοχής ώστε να αποτραπεί μια πολεμική κλιμάκωση. Αποσυνδέουν δηλαδή την οικονομία από την πολιτική, σβήνουν τον ρόλο και τον χαρακτήρα του ΝΑΤΟ και των άλλων ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, σπέρνουν ελπίδες ότι ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει ειρηνικός και ανθρώπινος - απόψεις που αφοπλίζουν δηλαδή το κίνημα. Και το ίδιο το ΝΑΤΟ άλλωστε καλεί συνεχώς στο να υπάρξει συμβιβασμός στην περιοχή, σε αυτά τα πλαίσια προωθούνται και τα σχέδια συνεκμετάλλευσης, όχι όμως των λαών αλλά των αστικών τάξεων. Σχέδια που όχι μόνο δεν θα φέρουν πιο κοντά την ειρήνη στην περιοχή, αλλά θα ανοίξουν την όρεξη για μεγαλύτερες διεκδικήσεις και συγκρούσεις στο μέλλον.

Θέτουν ως όραμα την «ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών, γιατί τέτοια είναι η ιμπεριαλιστική ειρήνη, η οποία μπορεί να προκύψει από τους προσωρινούς και εύθραυστους συμβιβασμούς των αστικών τάξεων.

Η θέση «δεν πολεμάμε για τις ΑΟΖ» ή η θέση ότι «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», που προβάλλουν αυτές οι δυνάμεις, σε αντιπαράθεση με τη θέση του Κόμματος για υπεράσπιση των συνόρων από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των συμφερόντων της, θέλουν τσάκισμα.

Γιατί το ΚΚΕ σε ενδεχόμενο πολεμικής αναμέτρησης θα πρωτοστατήσει στην πάλη της υπεράσπισης καταρχήν της ζωής της εργατικής τάξης, του τόπου όπου μένουμε, ζούμε και θέλουμε να οικοδομήσουμε τη νέα κοινωνία, και όχι για την υπεράσπιση των συμφερόντων της μίας ή της άλλης αστικής τάξης. Γιατί στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο ως γνωστόν δεν κάνουν κουμάντο τα δελφίνια, αλλά οι μονοπωλιακοί όμιλοι, που αποκομίζουν τεράστια κέρδη. Γι' αυτό η μόνη ελπίδα για να ζήσουν οι λαοί της περιοχής ειρηνικά είναι να βγουν από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο νικητές με την εξουσία στα χέρια τους. Γι' αυτό και το Κόμμα μας διαμορφώνει θέσεις που ταυτίζονται με το ΚΚ Τουρκίας και όχι με την αντιπολίτευση του Ερντογάν, όπως κάνουν δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Σε άρθρο του «Πριν» με αφορμή το δεύτερο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ για το 21ο Συνέδριο (16/2/2021) μαθαίνουμε ότι ...«το ΚΚΕ υιοθετεί το σύνολο των Θέσεων που προβάλλει το ελληνικό κράτος για τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ, και με τη στρατιωτική του ισχύ και στο διπλωματικό επίπεδο».

ΑΛΗΘΕΙΑ;

Τότε γιατί το ΚΚΕ δεν ψήφισε στη Βουλή την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο στα 12 ναυτικά μίλια; Βέβαια σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο αποτελεί δικαίωμα κάθε κράτους, παρ' όλα αυτά εκτιμάμε ότι η εξέλιξη αυτή είναι μπλεγμένη στο κουβάρι των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών των αστικών τάξεων, κρατών και κυβερνήσεων, και μπορεί να αποτελέσει λόγο όξυνσης των ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή.

Το ΚΚΕ έχει κάνει ξεκάθαρο με όλους τους τρόπους ότι η επίλυση των προβλημάτων που αφορούν την αιγιαλίτιδα ζώνη, την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ υπέρ του λαού μας, συνδέεται με την οικοδόμηση σχέσεων αμοιβαίου οφέλους μεταξύ των γειτονικών κρατών και λαών, την εκμετάλλευση του θαλάσσιου πλούτου με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες, την αποδέσμευση της χώρας από τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, και αυτά μπορεί να τα εγγυηθεί η εργατική εξουσία.

Αυτές είναι άραγε οι θέσεις της αστικής τάξης της Ελλάδας;

Επίσης, γιατί το ΚΚΕ δεν ψήφισε στη Βουλή τους πρόσφατους πολεμικούς εξοπλισμούς, οι οποίοι συνδέονται άμεσα με τη στήριξη των σχεδίων του ΝΑΤΟ στην περιοχή;

Γιατί το ΚΚΕ είναι το μόνο Κόμμα που αναδεικνύει και αντιπαλεύει τον ρόλο του ΝΑΤΟ και των άλλων ιμπεριαλιστικών συμμαχιών;

Ρητορικά τα ερωτήματα προφανώς...


Πέτρος Μαρκομιχάλης
Μέλος του Γραφείου της Επιτροπής Περιοχής της ΚΟ Αττικής και της Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ για τις Ενοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας

Ενα σύνθετο πρόβλημα

Κύριο ζήτημα που πραγματεύεται το πρώτο κείμενο των Θέσεων της ΚΕ είναι η βελτίωση του ιδεολογικού επιπέδου πρώτα από όλα των στελεχών, που θα ανεβάσει τη δυνατότητα της πρωτοπορίας να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της στην εποχή νίκης της αντεπανάστασης.

Γενικά δεν νομίζω να υπάρχει κομμουνιστής που να μην τον βρίσκουν σύμφωνο οι γενικές διαπιστώσεις των Θέσεων της ΚΕ. Αλλά από εκεί μέχρι την ένταξή τους στη ζωή νομίζω ότι υπάρχει μια απόσταση.

Στην πραγματικότητα το ζήτημα είναι πολυπαραγοντικό και δεν λύνεται καθόλου εύκολα. Νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με τους παρακάτω παράγοντες που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση:

- Υποχώρηση των ιδεών του μαρξισμού διεθνώς. Δεν είναι εύκολη έστω μια γενική γνώση θεωρητικών επεξεργασιών. Δεν υπάρχει αντιπαράθεση γύρω από τέτοια ζητήματα πλατιά, ώστε να είναι συχνή και η σχετική ενασχόληση.

- Ισως το κυριότερο πρόβλημα είναι η γενικότερη τάση υποκατάστασης της πραγματικής γνώσης και της μελέτης από την πληροφορία, η οποία ενισχύεται από τη γρήγορη πρόσβαση και διάδοση της πληροφορίας μέσω του ίντερνετ και των social media. Οι κομμουνιστές, παρότι αντιστέκονται στην κυριαρχία της γρήγορης και εύπεπτης ενημέρωσης και καλλιεργούν διαφορετική στάση, δεν ζουν σε διαφορετικό κόσμο, άρα η σχετική επίδραση είναι έντονη. Επίδραση η οποία θα βαρύνει ακόμα περισσότερο στο μέλλον. Η στάση απέναντι σε αυτά τα ζητήματα έχει να κάνει και με την επικράτηση του αντιδραστικού δίδυμου θετικιστικής καταγωγής αντιλήψεων και «φιλοσοφίας της ζωής» στην αστική επιστήμη, που καθορίζει το περιεχόμενο της Εκπαίδευσης, τη στάση ζωής απέναντι στη γνώση. Είναι οι απαιτήσεις του κεφαλαίου, που απαιτούν από τους περισσότερους επιφανειακή - εργαλειακή γνώση. Τέτοιες αντιλήψεις για τη γνώση μπορούν να βρουν έκφραση και εντός των γραμμών του Κόμματος όσον αφορά την επαναστατική θεωρία, δηλαδή ότι υπάρχει κάποιου είδους «άχρηστη» γνώση η οποία δεν βοηθά σε κάτι συγκεκριμένο στα πρακτικά καθημερινά καθήκοντα.

- Η διαφορά στους όρους ζωής σε σχέση με το παρελθόν, ειδικά στη νεότερη γενιά κομμουνιστών, που μειώνει σημαντικά τον διαθέσιμο χρόνο για ουσιαστική μελέτη. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί ότι δεν μπορεί ο κομμουνιστής να ασχολείται μόνο με το επαγγελματικό του αντικείμενο και μετά απλά να μελετά. Δεν είμαστε ως γνωστόν λέσχη μελέτης. Χρειάζεται, πέραν της πολιτικής δράσης, και δημιουργία προσωπικών - κοινωνικών δεσμών με ευρύτερο κόσμο, σε συνθήκες μάλιστα που δεν υπάρχει μαζική ενασχόληση με την πολιτική και το κίνημα, όπου θα μπορούσαν κατά κάποιον τρόπο αυτά τα πράγματα να συνδυαστούν. Αλλωστε, εκτιμάμε ως σημαντική την αδυναμία ορισμένων Κομματικών Οργανώσεων να μην έχουν εμβαθύνει την επαφή με κόσμο που βρίσκεται στον περίγυρο του Κόμματος και να μην έχουν διευρύνει αποφασιστικά τους πολιτικούς τους δεσμούς με περισσότερο κόσμο.

- Η κατανόηση του μαρξισμού δεν μπορεί να γίνει απλά με διάβασμα μιας συγκεκριμένης βιβλιογραφίας, ούτε μόνο με μαθήματα και σεμινάρια. Ολα αυτά βοηθούν, διαμορφώνουν μια βάση, αλλά η διαδικασία αφομοίωσης και η καλλιέργεια ικανότητας δημιουργικής αξιοποίησης είναι μια πιο σύνθετη και απαιτητική διαδικασία. Η μελέτη του μαρξισμού απαιτεί πολλές ώρες ενασχόλησης με τα έργα των κλασικών, ανάπτυξη εγκυκλοπαιδικού πνεύματος προς τις επιστήμες και κυρίως τις κοινωνικές, και ειδικά με αυτές που αποτελούν βάσεις τις μαρξιστικής θεώρησης. Σε αυτό το πλαίσιο, χρειάζεται η γενικότερη κατανόηση πλατύτερου θεωρητικού υλικού (δεν μπορείς να καταλάβεις βαθιά π.χ. ζητήματα πολιτικής οικονομίας χωρίς κατανόηση της μεθόδου του Μαρξ στο «Κεφάλαιο», κατανόηση των βημάτων που είχαν γίνει από την αστική κλασική πολιτική οικονομία και της σχετικής αντιπαράθεσης κ.λπ.), κατανόηση του ότι η επαναστατική θεωρία αναπτύσσεται και πώς συνεχώς χρειάζεται αναστοχασμούς, παρακολούθηση των εξελίξεων στις επιστήμες κ.λπ. Οπως έλεγε ο Ενγκελς: Από τη στιγμή που ο σοσιαλισμός έγινε επιστήμη, πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε ως τέτοια. Τελικά είναι δύσκολο να γίνει διαχωρισμός μεταξύ ενός βασικού επιπέδου γνώσης της θεωρίας και του εμπειρισμού που μπορεί να συνοδεύεται από μια επιφανειακή γνώση. Οπως γνωρίζουμε, η ημιμάθεια και η αίσθηση κατοχής ενός αντικειμένου με απολυτοποιήσεις, προσωπικές ερμηνείες κ.λπ., δεν βοηθούν.

- Η κατάσταση λειτουργίας κάποιων ΚΟ δυσκολεύει τη βελτίωση του ιδεολογικού επιπέδου. Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως τα στελέχη καλούνται να βρουν λύσεις σε σχετικά πιο απλά πρακτικά προβλήματα τα οποία θα μπορούσαν να υλοποιούνται και από άλλους συντρόφους, στο πλαίσιο της συλλογικής λειτουργίας της ΚΟΒ και του καταμερισμού καθηκόντων. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετές φορές τα μέλη της ΤΕ απασχολούνται με τέτοια ζητήματα και όχι ουσιαστικής εξειδίκευσης της δουλειάς μας στην περιοχή δράσης μας. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί ότι σε κάποιες ΚΟΒ η ηλικιακή επιβάρυνση αλλά και ένα είδος κούρασης - ρουτίνας που παρουσιάζουν ορισμένοι, μπροστά και στις δυσκολίες της ζωής, δεν βοηθούν. Σε ένα βαθμό μοιάζει και με φαύλο κύκλο. Μια άνοδος του θεωρητικού επιπέδου των μελών - προφανώς με τη συμβολή της καθοδήγησης - θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της διάθεσης προσφοράς.

Δεδομένων των παραπάνω και επικροτώντας τις διαπιστώσεις των Θέσεων, νομίζω ότι παρά τις δυσκολίες στο ξεπέρασμα των αδυναμιών μας, τουλάχιστον σε σύντομο χρονικό διάστημα, πιο μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να υπάρχει αλλαγή. Πιστεύω ότι βασικές πλευρές βελτίωσης του ζητήματος είναι οι παρακάτω:

Πρώτα από όλα, κατανόηση από το στελεχικό δυναμικό των νέων απαιτήσεων της ταξικής πάλης. Με κομμουνιστική μαχητική στάση να προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε όσο μπορούμε τη δουλειά μας στην κατεύθυνση που βάζουν οι Θέσεις στο ζήτημα της ιδεολογικής ισχυροποίησης. Με το προσωπικό μας παράδειγμα να επιδράσουμε και στο υπόλοιπο κομματικό δυναμικό.

Αύξηση των ρυθμών στρατολογίας εκεί που ρίχνουμε ήδη βάρος. Επιμονή σε βαθύτερη ιδεολογική και πολιτική δουλειά με αυτούς τους ανθρώπους που προετοιμάζουμε ώστε να κάνουν το βήμα ένταξης στο Κόμμα. Να μάθουμε σε αυτόν τον κόσμο πώς πρέπει να δουλεύει και να σκέφτεται στον πρώτο καιρό ένταξής του στο Κόμμα, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την αρχική περίοδο δοκιμής του.

Περισσότερη προσπάθεια και βοήθεια στην ΚΝΕ, ώστε η νέα γενιά κομμουνιστών να ξεκινάει από καλύτερη αφετηρία όσον αφορά το ιδεολογικό υπόβαθρο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τους κομματικούς υπευθύνους στο τι διαβάζουν οι σύντροφοι. Μόνιμο πρόγραμμα αυτομόρφωσης σε συνεργασία συντρόφων, καθοδηγητών τους στην ΚΝΕ και συντρόφου από το Κόμμα που έχει την ευθύνη. Ιδιαίτερα σε πανεπιστημιακές σχολές, σειρά διαλέξεων με ευθύνη του Κόμματος σε ζητήματα που αφορούν το επιστημονικό αντικείμενο και τον μαρξισμό. Ανάπτυξη έτσι ικανότητας διεξαγωγής ιδεολογικής αντιπαράθεσης στα μαθήματα, αλλά και όσο το δυνατόν πιο μαζικής, δημιουργικής εφαρμογής του μαρξισμού απέναντι σε σύγχρονα ζητήματα που βάζει η εξελισσόμενη επιστημονική γνώση.


Γιώργος Παπαχρίστος
Μέλος του Γραφείου της Τομεακής Επιτροπής Δήμου Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ

Για την προβολή της διεξόδου στην καθημερινή μας δράση

Στο 2ο κείμενο των Θέσεων κατανοείται καλύτερα το κεντρικό ζήτημα που μπαίνει στο 1ο κείμενο των θέσεων, ότι μπαίνουμε σε νέες συνθήκες, που περικλείουν νέες δυνατότητες και νέες δυσκολίες. Αποτυπώνεται η ανάγκη και η απαίτηση να αντιστοιχήσουμε γρήγορα τη δουλειά μας, για ολόπλευρη προετοιμασία των δυνάμεών μας, σε μια περίοδο που θα αυξάνεται η ιδεολογική πίεση του αντιπάλου.

Εχοντας εντοπίσει ως ΚΟ ότι μια βασική δυσκολία που έχουμε είναι το πώς ενώ βελτιώνεται η ικανότητά μας να επεξεργαζόμαστε ζητήματα, να γνωρίζουμε καλύτερα το σχέδιο της αστικής τάξης, με δυσκολία προσδιορίζουμε τελικά τι καθήκοντα απορρέουν από αυτήν τη γνώση, ποιο πρέπει να είναι το δικό μας σχέδιο αντεπίθεσης. Από αυτήν τη σκοπιά, έχουμε ενισχύσει το οπλοστάσιό μας, τόσο με τις κεντρικές επεξεργασίες, όπως και τις προσπάθειες που έγιναν σε επίπεδο ΚΟ, παράδειγμα με την έκδοση «Οι 2 δρόμοι ανάπτυξης για τη Δυτική Μακεδονία». Με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία αξιοποιείται στην καθοδηγητική μας δουλειά, στο να προβάλλουμε την πρότασή μας όχι απλά σε μια εκδήλωση, αλλά ως καθημερινό οδηγό για την καθοδήγηση π.χ. ενός αγώνα. Χρειάζεται να ανέβει η ικανότητά μας, σήμερα, στο να αποδομείται το «δεν αλλάζει τίποτα», να σπάει το «δεν υπάρχει εναλλακτική», ώστε να ανεβαίνει η απαίτηση, η διεκδίκηση του εργατικού - λαϊκού κινήματος, να ανεβαίνουν τα «αντισώματα» απέναντι στη μοιρολατρία, να κερδίζει έδαφος η πρότασή μας.

Η προσπάθεια που κάνουμε για να γίνουμε πιο αποκαλυπτικοί για το χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, τα αίτιά της, είναι βασικός όρος για να κερδίζει έδαφος η γραμμή μας, να μην εγκλωβίζεται το κίνημα πίσω από τη μια ή την άλλη επιδίωξη της αστικής τάξης.

Χρειάζεται προσοχή, ιδιαίτερα τώρα που εκδηλώνεται η νέα καπιταλιστική οικονομική κρίση, να δίνουμε τη διέξοδο, φωτίζοντάς τη από τη σκοπιά των δυνατοτήτων τού σήμερα. Εχουμε γίνει πιο ικανοί στο να αποδομούμε το χαρακτήρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, να προβάλλουμε πιο εύστοχα το «ανάπτυξη για ποιον», όμως δεν φτάνει μέχρι εκεί. Χρειάζεται να δεθεί και με το προς όφελος ποιας τάξης θα είναι η διέξοδος, με μεγαλύτερη αποδεικτικότητα να δίνουμε το «πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι», και ότι αυτό αποτελεί πολιτική πρόταση πάλης για το κίνημα σήμερα, για να μην καταλήγει τελικά η πρότασή μας, άθελά μας, να φαίνεται «για κάποια άλλη στιγμή». Είναι χαρακτηριστικό αυτής της αδυναμίας και το πόσο καιρό πήρε να συνειδητοποιηθεί και να διατυπώνεται στο καθημερινό άνοιγμα το «βρισκόμαστε σε περίοδο καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης», επειδή δεν υπήρχε εμφανής αλλαγή στο εργατικό - λαϊκό εισόδημα, ενώ διανύαμε περίοδο καπιταλιστικής οικονομικής ανάκαμψης, σα να είναι δηλαδή η ανάπτυξη ουδέτερη και «για όλους».

Ειδικά στην περίοδο που εισερχόμαστε, που το αστικό κράτος για να διασφαλίσει την κερδοφορία του κεφαλαίου, να αμβλύνει την εκδήλωση της κρίσης, προχωράει σε κρατικές παρεμβάσεις, σε πολιτικές δημοσιονομικής χαλάρωσης, θα προχωρήσει ενδεχομένως σε κρατικές επενδύσεις, χρειάζεται να δίνουμε καλύτερα το κριτήριο αυτής της πολιτικής. Εκφράζεται έντονα, για παράδειγμα, το δίλημμα «κρατικό ή ιδιωτικό», με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της ΔΕΗ, αλλά όχι μόνο εκεί. Για μια σειρά ζητήματα που προκύπτουν, π.χ. για τη διαχείριση των αποβλήτων - απορριμμάτων, που θα είναι πεδίο ανακούφισης για υπερσυσσωρρευμένα κεφάλαια, για να είναι πιο αποτελεσματική η παρέμβασή μας, πρέπει να στοχεύουμε στην ουσία κάθε εξέλιξης, αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος είτε να κυνηγάμε την ουρά μας πίσω από τέτοιες εξελίξεις, που θα πολλαπλασιαστούν, είτε να οδηγούμε σε αδιέξοδα στη σκέψη και να διαμορφώνεται από τη δική μας παρέμβαση το «δεν υπάρχει εναλλακτική», όταν απαντάμε μονοκόμματα στο δίλημμα «ναι ή όχι στην επένδυση».

Θέλουμε από την παρέμβασή μας να αναδεικνύεται εύστοχα ότι ο καπιταλισμός είναι ιστορικά ξεπερασμένος, ότι σε αυτά τα πλαίσια όχι φιλολαϊκή ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρχει, αλλά θα φέρνει συνεχώς αδιέξοδα, προβλήματα. Πώς γινόμαστε πιο ικανοί, σε τελική ανάλυση, στο να δίνουμε ότι στο έδαφος του καπιταλισμού, ακόμα και η κρατική επένδυση δεν έχει ως κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες, αλλά τη στήριξη της αστικής τάξης, ότι είναι αναγκαίο μείγμα πολιτικής που τα αστικά κράτη επιλέγουν για να εξυπηρετήσουν το κεφάλαιο, ανάλογα με τον κύκλο της καπιταλιστικής οικονομίας. Γι' αυτό και το δίλημμα «ποιος θα κάνει την επένδυση» μπορεί εύκολα να εγκλωβίσει το κίνημα. Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα της ιδιοκτησίας δεν το βάζουμε από τη σκοπιά «ιδιώτης ή κράτος» αλλά από τη σκοπιά των σχέσεων παραγωγής, ότι όλα σήμερα, Υγεία, απορρίμματα, Ενέργεια είναι εμπορεύματα. Και μια τέτοια δουλειά θα είναι ιδεολογική «επένδυση» ώστε ακόμα και με την εξέλιξη αυτών των σχεδιασμών, σε περίπτωση ξεπεράσματος της οικονομικής κρίσης ή ακόμα και στην περίπτωση της πανδημίας, στο βαθμό που θα προχωρήσουν οι εμβολιασμοί και μπορεί να κινηθεί κάπως η οικονομία, να μη βγαίνει τελικά «λάδι» ο καπιταλισμός.

Γι' αυτό και η απάντηση με ό,τι καταπιανόμαστε πρέπει να ξεκινάει από το πώς θα μπορούσε να είναι, στο έδαφος των σύγχρονων δυνατοτήτων. Οτι για να μπορεί να υπάρχει φιλολαϊκή διαχείριση του όποιου σημερινού προβλήματος, να μπορεί να αξιοποιηθεί όλη η διαθέσιμη γνώση, οι δυνατότητες που προσφέρει σήμερα η πρόοδος της επιστήμης, απαιτείται σύγκρουση. Μόνο σε μια κοινωνία που η εργατική δύναμη, η Υγεία, το περιβάλλον, δεν θα είναι πλέον εμπορεύματα, μπορεί η προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος να είναι αναπόσπαστο στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας, για το τι θα παραχθεί, πόσο, πώς και πού, με γνώμονα την κοινωνική ευημερία.

Οι διεθνείς ανταγωνισμοί καταφέραμε με μεγαλύτερη ικανότητα να δένονται στο καθημερινό πολιτικό άνοιγμα, να είναι ψηλά στην ημερήσια διάταξη. Χρειάζεται πιο εύστοχα να δένουμε αυτές τις εξελίξεις με τη διέξοδο, να φωτίζουμε τον πραγματικό αντίπαλο ώστε να αποδυναμώνονται όσο γίνεται τα διλήμματα «πολεμάμε ή συζητάμε».

Πιο συχνά συναντάμε πλέον στο άνοιγμά μας την παραδοχή ότι «ο πόλεμος γίνεται για τα συμφέροντα» ή «για τα πετρέλαια». Πολλές φορές η δική μας παρέμβαση μπορεί να σταματάει εκεί, πιστεύοντας ότι έτσι έχει φωτιστεί ο αντίπαλος, ότι φτάνει να δώσουμε μια πλευρά της αιτίας των ανταγωνισμών. Λείπει δηλαδή από την παρέμβασή μας κυρίως το σε ποιο έδαφος εκφράζονται αυτοί οι ανταγωνισμοί, ότι η κινητήρια δύναμη των ανταγωνισμών αυτών δεν είναι απλά τα «συμφέροντα», γιατί με τη λέξη συμφέροντα ο καθένας καταλαβαίνει διαφορετικό πράγμα, αλλά να δίνουμε σε ποιες σχέσεις παραγωγής και κυρίως φωτίζοντας το ποιανού ιδιοκτησία είναι τα μέσα παραγωγής, τα πετρέλαια, το σύνολο των πλουτοπαραγωγικών πηγών, για να μπορεί τελικά η εργατική τάξη της χώρας, όλων των χωρών, να ζήσει με ευημερία.


Τίνα Κουζιάκη
Μέλος του Γραφείου της ΕΠ Δυτικής Μακεδονίας του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ