Σάββατο 12 Μάρτη 2022 - Κυριακή 13 Μάρτη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ο Λένιν του 1916 ... απαντά το 2022

Ορισμένες μεθοδολογικές - θεωρητικές επισημάνσεις βασισμένες στο έργο του Λένιν για ζητήματα διαπάλης γύρω από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία

1. Γιατί χαρακτηρίζουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία ιμπεριαλιστικό πόλεμο;

Στρατιώτες στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
Στρατιώτες στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
Εύκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι χαρακτηρίζεται έτσι γιατί είναι ένας πόλεμος που έγινε εξαιτίας μιας επιθετικής ενέργειας, μιας εισβολής μιας μεγάλης δύναμης, της Ρωσίας στην προκειμένη περίπτωση, σε ένα μικρότερο ανεξάρτητο κράτος, την Ουκρανία, επιβουλευόμενη την ανεξαρτησία και την κυριαρχία του. Νάτος λοιπόν ο ιμπεριαλισμός ο ρωσικός!

Ομως δεν είναι αυτό το νόημα του χαρακτηρισμού του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού. Εγραφε ο Λένιν στις αρχές του 20ού αιώνα στις συνθήκες του Α' Παγκόσμιου Πολέμου:

«Ο σημερινός πόλεμος έχει χαρακτήρα ιμπεριαλιστικό. Ο πόλεμος αυτός δημιουργήθηκε από τις συνθήκες μιας εποχής όπου ο καπιταλισμός έφτασε στο ανώτατο στάδιο ανάπτυξής του, όπου την πιο ουσιαστική σημασία δεν την έχει πια μόνο η εξαγωγή εμπορευμάτων, αλλά και η εξαγωγή κεφαλαίων, όπου η καρτελοποίηση της παραγωγής και η διεθνοποίηση της οικονομικής ζωής έχουν πάρει σημαντικές διαστάσεις, όπου η αποικιακή πολιτική έχει οδηγήσει στο μοίρασμα σχεδόν όλης της υδρογείου σφαίρας, όπου οι παραγωγικές δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλισμού έχουν ξεπεράσει τα περιορισμένα πλαίσια της διαίρεσης σε εθνικά κράτη, όπου έχουν ωριμάσει πέρα για πέρα οι αντικειμενικοί όροι για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού».

Πρόκειται λοιπόν για τον πόλεμο που αντιστοιχεί στο ανώτατο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού. Για πόλεμο στον οποίο συμμετέχουν και διευθύνουν οι αστικές τάξεις καπιταλιστικών κρατών που βρίσκονται ενταγμένα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, σε συνθήκες που ο καπιταλισμός έχει παραωριμάσει, έχει χάσει κάθε προοδευτικό ρόλο στην ιστορική κοινωνική εξέλιξη. Το βασικό περιεχόμενο αυτού του πολέμου είναι πόλεμος ανάμεσα σε μεγάλους συνασπισμούς - συμμαχίες ιμπεριαλιστικών κρατών που οδηγούνται στην πολεμική αναμέτρηση επειδή πια δεν μπορούν να συμφωνήσουν «ειρηνικά» στο μοίρασμα των αγορών, των εδαφών, στον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών για λογαριασμό των μονοπωλιακών ομίλων, των αστικών τάξεων του κάθε καπιταλιστικού κράτους. Οταν έρθει η ώρα και οι παλιές συμφωνίες σπάζουν, και σπάζουν γιατί αλλάζει ο συσχετισμός ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη, άλλοι ενισχύονται οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, και έτσι ζητάνε μεγαλύτερα μερίδια από αυτά που παλιότερα αντιστοιχούσαν στην προηγούμενή τους θέση και κάποιοι άλλοι θέλουν να διατηρήσουν αυτά που έχουν, οι διαφορές λύνονται με δύναμη, με την πυγμή, με τον πόλεμο.


Ελεγε χαρακτηριστικά ο Λένιν περιγράφοντας γλαφυρά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο:

«Η πάλη για αγορές και η καταλήστευση ξένων χωρών, η τάση να καταπνίξουν το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου και της δημοκρατίας στο εσωτερικό των χωρών, η τάση να αποβλακώσουν, να διασπάσουν και να εξοντώσουν τους προλετάριους όλων των χωρών σπρώχνοντας τους μισθωτούς σκλάβους ενός έθνους ενάντια στους μισθωτούς σκλάβους ενός άλλου έθνους προς όφελος της αστικής τάξης, αυτό είναι το πραγματικό περιεχόμενο, το μοναδικό πραγματικό νόημα του πολέμου».

Ετσι λοιπόν και ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι απλώς ένας πόλεμος ανάμεσα σε δύο κράτη. Πίσω από την ουκρανική κυβέρνηση στέκεται ένας ολόκληρος ιμπεριαλιστικός συνασπισμός, οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, η ΕΕ. Είναι βίαιη εκδήλωση των σχέσεων αντιπαράθεσης και συμβιβασμού αυτών των δυνάμεων με τη Ρωσία και τους συμμάχους της όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η ουκρανική αστική τάξη διχασμένη εδώ και πάνω από 20 χρόνια σε δύο στρατόπεδα, το ένα προσανατολισμένο προς τη λεγόμενη «Δύση» και το άλλο προς τη Ρωσία, δυο στρατόπεδα που η πάλη τους έχει οδηγήσει σε συγκρούσεις, πραξικοπήματα, «πορτοκαλί επαναστάσεις», σε χιλιάδες νεκρούς. Η παρέμβαση των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ στον πόλεμο στην Ουκρανία και ο κίνδυνος αυτός ο πόλεμος να πάρει πιο γενικευμένο χαρακτήρα δεν γίνεται «για τα μάτια της Ουκρανίας», δεν γίνεται από την ευαισθησία στην ανεξαρτησία και κυριαρχία της, αλλά γιατί ουσιαστικά η ουκρανική κυβέρνηση, η ουκρανική αστική τάξη βρίσκεται στην προμετωπίδα αυτής της αντιπαράθεσης των δύο αντιμαχόμενων ιμπεριαλιστικών κέντρων.


Μιλώντας πιο ειδικά ακόμα, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε το ειδικό ενδιαφέρον και των δυο συνασπισμών ειδικά για την Ουκρανία. Μια χώρα μεγάλη, διασυνδεδεμένη με τεράστια δίκτυα αγωγών φυσικού αερίου, μεγάλο πλούτο στο υπέδαφος, υποδομές πυρηνικής ενέργειας, γεωστρατηγική θέση, είναι εξ αντικειμένου και μήλον της έριδος. Και βέβαια μεγάλο θύμα αυτής της αντιπαράθεσης είναι ο ίδιος ο λαός της Ουκρανίας, που βρίσκεται ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά, γίνεται «σάκος του μποξ» ανάμεσα στις αντιπαραθέσεις των καπιταλιστών του και ανάμεσα σε δύο μεγάλους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς.

2. Λέμε ότι δεν ξεκίνησαν όλα στις 24 του Φλεβάρη, όταν άρχισε η ρωσική εισβολή. Τι εννοούμε;

Εγραφε ο Λένιν το 1917: «Είναι γνωστό το απόφθεγμα ενός από τους πιο διάσημους συγγραφείς της φιλοσοφίας των πολέμων και της ιστορίας των πολέμων, του Κλαούζεβιτς, που λέει: "Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα". Το απόφθεγμα αυτό ανήκει σε συγγραφέα που ερευνούσε την ιστορία των πολέμων και έβγαζε ιστορικά διδάγματα από την ιστορία αυτή - λίγο μετά από την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων. Ο συγγραφέας αυτός, που βασικές του σκέψεις έγιναν σήμερα αναμφισβήτητα κτήμα κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, αγωνιζόταν εδώ και 80 περίπου χρόνια ενάντια στη μικροαστική και ανόητη πρόληψη ότι είναι τάχα δυνατό να ξεχωρίσουμε τον πόλεμο από την πολιτική των αντίστοιχων κυβερνήσεων, των αντίστοιχων τάξεων, ότι τάχα είναι ποτέ δυνατό να βλέπουμε τον πόλεμο ως απλή επίθεση που παραβιάζει την ειρήνη και ως αποκατάσταση, ύστερα, αυτής της παραβιασμένης ειρήνης. Τσακώθηκαν και συμφιλιώθηκαν! Αυτή είναι μια πρωτόγονη και απλοϊκή αντίληψη, που διαψεύστηκε εδώ και δεκάδες χρόνια και διαψεύδεται από κάθε, κάπως προσεκτική, ανάλυση οποιασδήποτε εποχής της ιστορίας των πολέμων».

ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Για να κατανοηθεί λοιπόν το τι συμβαίνει στην Ουκρανία σήμερα, πρέπει να δούμε τι έχει προηγηθεί. Δηλαδή να δούμε συνέχεια ποιας πολιτικής είναι αυτός ο σημερινός πόλεμος. Και βέβαια, για να δούμε ολοκληρωμένα δεν πρέπει απλώς να δούμε την αλληλουχία των γεγονότων μόνο στην ίδια την Ουκρανία, αλλά πώς αυτά εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο όξυνσης της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, ΕΕ από τη μια και Ρωσία από την άλλη.

Η Ουκρανία, ως καπιταλιστικό κράτος μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη διάλυση της ΕΣΣΔ, είχε εξαρχής διαμορφωμένες στενές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις με την καπιταλιστική Ρωσία. Ταυτόχρονα όμως δυνάμωσε και η διείσδυση των ευρωπαϊκών κρατών και των ΗΠΑ στη χώρα. Στο πλαίσιο της ουκρανικής αστικής τάξης διαμορφώθηκαν και ενισχύθηκαν δύο τάσεις, που με ορισμένες προϋποθέσεις συνυπήρχαν και συμβιβάζονταν, διαπλέκονταν και με ιστορικά διαμορφωμένους όρους συγκρότησης της Ουκρανίας (πολιτιστικές, ιστορικές, εθνολογικές, γλωσσικές διαφορές στη σύνθεση του λαού της χώρας κ.ά.). Οι τάσεις αυτές άρχισαν ανοιχτά να συγκρούονται εδώ και περίπου είκοσι χρόνια, με ορόσημα αυτής της σύγκρουσης τη λεγόμενη «πορτοκαλί επανάσταση» το 2004 και το Ευρω-μεϊντάν, που οδήγησε στην πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης το 2014, στον πόλεμο στην Ανατολική Ουκρανία στην περιοχή του Ντονμπάς, την ανεξαρτητοποίηση της Κριμαίας και την ενσωμάτωση στη Ρωσία κ.λπ.


Οι εξελίξεις αυτές δεν μπορούν να ειδωθούν ξεκομμένα από την πορεία των σχέσεων της Ρωσίας με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ όλη αυτή την 20ετία. Ουσιαστικά έχουμε μια πορεία κλιμάκωσης του ανταγωνισμού που εκφράζεται με πολλά επεισόδια, στα οποία περιλαμβάνονται η επέκταση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην Ανατολική Ευρώπη και σε κράτη της πρώην ΕΣΣΔ. Οι στενές σχέσεις συνεργασίας και ανταγωνισμού που διαμόρφωσε η Ρωσία με ισχυρά κράτη της ΕΕ ειδικά στα ενεργειακά (Γερμανία, Ιταλία κ.ά.), η οικονομική και πολιτική άνοδος της Κίνας, η διείσδυσή της στην Ευρώπη και στη Λ. Αμερική και οι σχέσεις συμμαχίας με τη Ρωσία, η προσπάθεια της Ρωσίας να συγκροτήσει τις δικές της συμμαχίες και ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς, η διαμόρφωση της συνεργασίας της ομάδας κρατών των BRICS κ.ά. πολλές μεταβολές που συντελέστηκαν συνολικά στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Η Ρωσία θέτει άλλωστε ανοιχτά το ζήτημα ότι η αιτία της εισβολής της στην Ουκρανία είναι η άρνησή της να δεχθεί την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, ότι απαιτεί μια ουδέτερη Ουκρανία, φιλική προς τη Ρωσία, όπως αυτό ήταν κατοχυρωμένο σε παλιότερα Συντάγματα της χώρας.

Αν λοιπόν δεν δεις τον «κόμπο» των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών που διαμορφώθηκαν σε βάθος χρόνου μέσα στις συνθήκες της «ειρήνης», αν δεν δεις τον λυσσασμένο ανταγωνισμό που διεξάγεται και στην περιοχή και σε διεθνές επίπεδο, αν δεν δεις τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, τότε απλώς βλέπεις την εικόνα μιας αδικαιολόγητης στρατιωτικής εισβολής ένα ξημέρωμα στις 24 Φλεβάρη του 2022...

3. Ακούμε και από τις δύο πλευρές διάφορα επιχειρήματα. Από την πλευρά των κρατών του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ ακούμε την υπεράσπιση της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, από την πλευρά της Ρωσίας την υπεράσπιση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των εθνών και την αντιμετώπιση της γενοκτονίας και της ασφάλειάς της.


Οι καταγγελίες για επεκτατισμούς, αναθεωρητισμούς, για καταπάτηση διεθνούς δικαίου και συνθηκών, οι διακηρύξεις για το νόμιμο δικαίωμα στην άμυνα και την ασφάλεια, δίνουν και παίρνουν αυτές τις μέρες απ' όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές. Τίποτα καινούργιο θα πει κανείς. Σε όλη την ιστορία των γενικευμένων ή λιγότερο γενικευμένων ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων πάντα υπήρχε μια επιχειρηματολογία που διαμόρφωνε αληθοφανή και λογικοφανή σχήματα, μέσα στα οποία προσπαθούν να εγκλωβίσουν εργατικές συνειδήσεις έτσι ώστε να στηρίξουν την επιλογή των αστικών τάξεων για τη συμμετοχή στον πόλεμο. Ποιος έχει δίκιο; Ποιος αμύνεται, ποιος επιτίθεται; Ποιος παραβίασε τις συνθήκες; Ποιος ξεκίνησε πρώτος και άλλα πολλά μπαίνουν στη συζήτηση, με σκοπό έναν βασικό, να συσκοτίσουν τον χαρακτήρα του πολέμου.

Ας δούμε τη διαχρονική αξία που έχουν ορισμένες σημαντικές επισημάνσεις του Λένιν από το μακρινό 1915 σε σχέση με τα «πολεμικά προσχήματα» εκείνης της εποχής.

«Η πραγματική ουσία του σημερινού πολέμου βρίσκεται στην πάλη ανάμεσα στην Αγγλία, στη Γαλλία και τη Γερμανία για το μοίρασμα των αποικιών και την καταλήστευση των ανταγωνιζόμενων χωρών και στην επιδίωξη του τσαρισμού και των ηγετικών τάξεων της Ρωσίας να κατακτήσουν την Περσία, τη Μογγολία, την Ασιατική Τουρκία, την Κωνσταντινούπολη, τη Γαλικία κ.τ.λ. Το εθνικό στοιχείο στον αυστροσερβικό πόλεμο έχει εντελώς δευτερεύουσα σημασία και δεν αλλάζει τον γενικό ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου».

Και πιάνοντας το νήμα από τον Κλαούζεβιτς, επιμένοντας στην ανάγκη να ιδωθεί η μεγάλη εικόνα, να κατανοηθεί σε βάθος πώς έφτασε τότε ο κόσμος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, σημειώνει:

«Ολη η οικονομική και διπλωματική ιστορία των τελευταίων δεκαετιών δείχνει πως και οι δύο ομάδες των εμπόλεμων εθνών προετοίμαζαν συστηματικά ακριβώς έναν τέτοιο πόλεμο. Το ζήτημα ποια ομάδα άρχισε πρώτη τις πολεμικές επιχειρήσεις ή κήρυξε πρώτη τον πόλεμο δεν έχει καμιά σημασία για τον καθορισμό της τακτικής των σοσιαλιστών. Οι φράσεις για υπεράσπιση της πατρίδας, για απόκρουση της εχθρικής εισβολής, για αμυντικό πόλεμο κ.τ.λ. αποτελούν και από τη μια και από την άλλη πλευρά καθαρή εξαπάτηση του λαού».

ΟΥΚΡΑΝΙΑ
ΟΥΚΡΑΝΙΑ
Για να γίνει πιο αποδεικτικός, φέρνει μάλιστα το παράδειγμα του Βελγίου, την «ουδετερότητα» του οποίου όχι μόνο δεν σεβάστηκε η Γερμανία, αλλά εισέβαλε με στρατό και το κατέλαβε. Το γεγονός αυτό έγινε σημαία από τις δυνάμεις της Αντάντ - και μάλιστα υιοθετούνταν και από τους σοσιαλδημοκράτες αυτών των χωρών που στήριξαν την αστική τάξη τους στον πόλεμο - για να αποδείξουν ότι ο πόλεμος που διεξάγουν είναι πόλεμος ενάντια στον γερμανικό επεκτατισμό!

Εγραφε ο Λένιν:

«Οι σοσιαλσωβινιστές της τριπλής (σήμερα της τετραπλής) συνεννόησης (στη Ρωσία ο Πλεχάνοφ και Σία) πιο πολύ τους αρέσει να αναφέρονται στο παράδειγμα του Βελγίου. Το παράδειγμα όμως αυτό μιλάει εναντίον τους. Οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές παραβίασαν αναίσχυντα την ουδετερότητα του Βελγίου, όπως έκαναν παντού και πάντα τα εμπόλεμα κράτη, καταπατώντας όταν τους ήταν απαραίτητο όλες τις συνθήκες και τις υποχρεώσεις. Ας υποθέσουμε ότι όλα τα κράτη που ενδιαφέρονται για την τήρηση των διεθνών συνθηκών, κήρυσσαν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας με την απαίτηση να απελευθερώσει και αποζημιώσει το Βέλγιο. Στην περίπτωση αυτή η συμπάθεια των σοσιαλιστών θα ήταν, φυσικά, με το μέρος των εχθρών της Γερμανίας. Ωστόσο γεγονός είναι ακριβώς ότι ο πόλεμος διεξάγεται από την "τριπλή (και τετραπλή) συνεννόηση", όχι για το Βέλγιο: Αυτό είναι πάρα πολύ γνωστό και μόνο υποκριτές το κρύβουν. Η Αγγλία ληστεύει τις αποικίες της Γερμανίας και της Τουρκίας, η Ρωσία τη Γαλικία και την Τουρκία, η Γαλλία θέλει την Αλσατία - Λωρραίνη, καθώς και την αριστερή όχθη του Ρήνου, με την Ιταλία έχει κλειστεί συμφωνία για το μοίρασμα της λείας (της Αλβανίας και της Μικράς Ασίας), με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία γίνονται διαπραγματεύσεις επίσης για το μοίρασμα της λείας. Με βάση τον σημερινό πόλεμο, που διεξάγεται ανάμεσα στις σημερινές κυβερνήσεις, δεν μπορείς να βοηθήσεις διαφορετικά το Βέλγιο, παρά μόνο βοηθώντας να στραγγαλιστεί η Αυστρία ή η Τουρκία κ.τ.λ.! Τι έχει λοιπόν να κάνει μ' αυτά εδώ η "υπεράσπιση της πατρίδας"; Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ιδιομορφία του ιμπεριαλιστικού πολέμου, πολέμου ανάμεσα σε αντιδραστικές - αστικές, ιστορικά ξεπερασμένες κυβερνήσεις».


Και συμπληρώνει με πολύ γλαφυρό τρόπο επικεντρώνοντας στο ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι στην πραγματικότητα μια αναμέτρηση ανάμεσα σε στρατόπεδα ληστών, παρά την προσπάθεια να κρυφτεί αυτό με διάφορα συνθήματα, για να φανεί ότι κάποιο από τα στρατόπεδα αυτά είναι με το δίκαιο και κάποιος με το άδικο:

«Φανταστείτε όμως ότι ένας δουλοκτήτης που έχει 100 δούλους, πολεμάει μ' έναν δουλοκτήτη που έχει 200 δούλους, για ένα πιο "δίκαιο" ξαναμοίρασμα των δούλων. Είναι φανερό ότι η χρησιμοποίηση σε μια τέτοια περίπτωση της έννοιας "αμυντικός" πόλεμος ή "υπεράσπιση της πατρίδας" θα ήταν πλαστογραφία της ιστορίας και στην πράξη θα σήμαινε καθαρή εξαπάτηση του απλού λαού, του μικροαστού, του αμόρφωτου ανθρώπου από τους επιτήδειους δουλοκτήτες. Ετσι ακριβώς εξαπατά τους λαούς η σημερινή, η ιμπεριαλιστική αστική τάξη με την "εθνική" ιδεολογία και με την έννοια της υπεράσπισης της πατρίδας στον σημερινό πόλεμο, που γίνεται ανάμεσα σε δουλοκτήτες για την εδραίωση και το δυνάμωμα της δουλείας».

Αν λοιπόν επιμείνουμε στον χαρακτήρα αυτού του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού, ως πολέμου ανάμεσα σε δυο ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς για το μοίρασμα αγορών, εδαφών, σφαιρών επιρροής, ως ενός πολέμου που τις αιτίες του πρέπει να τις βρούμε σε όλη την οικονομική, διπλωματική ιστορία, σε όλο το εύρος των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων των προηγούμενων χρόνων, τότε μπορούμε να αποκαλύψουμε τα διάφορα «προσχήματα» είτε της επέμβασης της Ρωσίας είτε της δικαιολόγησης της κλιμακούμενης αντίδρασης από την πλευρά του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ, της ΕΕ, της πολεμικής προετοιμασίας, της στροφής σε μέτρα στρατιωτικοποίησης της οικονομίας. Οτι τα περί υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας, του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, της άμυνας ενός Δαυίδ απέναντι σε έναν Γολιάθ... δεν είναι μόνο υποκριτικά, αφού οι σημερινοί καταγγέλλοντες για παράδειγμα τη ρωσική εισβολή, μόνο τα τελευταία 30 χρόνια έχουν κάνει τα ίδια και χειρότερα σε Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Συρία, Αφγανιστάν, Λιβύη, Σαχέλ και σε διάφορες άλλες γωνιές του πλανήτη, αλλά επικίνδυνα απατηλά για την εργατική τάξη και τον λαό, γιατί σκοπεύουν να τον στρατεύσουν κάτω από ξένες σημαίες, από τις σημαίες της αστικής τάξης, από τις σημαίες των ληστών για τη λεία της ληστείας, μιας ληστείας που πρώτα απ' όλα πηγάζει από την ένταση της δικιάς του εκμετάλλευσης στο εσωτερικό της χώρας και σε συνθήκες ειρήνης και σε συνθήκες πολέμου.

4. Ακούμε από διάφορες πλευρές ότι ο πόλεμος δεν είναι λύση, ότι πρέπει να βρεθεί ένα ειρηνικό σύστημα επίλυσης διαφορών, ότι το δίλημμα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν είμαστε με τον πόλεμο ή με την ειρήνη.

Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Βεβαίως, όπως και σε κάθε πόλεμο, έτσι και σήμερα οι εικόνες των βομβαρδισμών, των κατεστραμμένων πόλεων, των άμαχων θυμάτων σφίγγουν το στομάχι, καλλιεργούν αγανάκτηση. Πολύ περισσότερο η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης, το σχοινί που τραβιέται συνειδητά και από την πλευρά των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, η ευκαιρία να λυθούν διαφορές, η συζήτηση για πυρηνικά όπλα, ακόμα και αν ορισμένα αποτελούν μια κατευθυνόμενα προπαγανδιστική κινδυνολογία και καταστροφολογία (π.χ. ειδήσεις για μαζική αγορά χαπιών ιωδίου από φόβο πυρηνικού χτυπήματος) που μπορεί να λειτουργεί παραλυτικά, όλα αυτά διαμορφώνουν κλίμα αβεβαιότητας και ανησυχίας. Σε αυτό το κλίμα ακούγονται πολύ λογικές οι αιτιάσεις για ειρήνη και αυτοσυγκράτηση. Ελεγε τις προάλλες δημοσιογράφος σε τηλεοπτικό ΜΜΕ με αφορμή τη συνάντηση της Αττάλειας, ας μπουν σε μια αίθουσα και να αρχίσουν τις συζητήσεις, όσο πιο πολύ χρόνο αφιερώσουν τόσο το καλύτερο, δεν μπορεί κάποια λύση θα βρεθεί. Εν ολίγοις, για να συζητάμε για την ειρήνη πρέπει να επανερχόμαστε στο ζήτημα των αιτιών του πολέμου. Πώς στέκονται όλες οι φιλειρηνικές διακηρύξεις απέναντι στις αιτίες που έχουν οδηγήσει στον πόλεμο; Οπως και ο πόλεμος, έτσι και το ζήτημα της ειρήνης δεν είναι κάτι που μπορεί να προσεγγίζεται αταξικά, έξω δηλαδή από τις σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις στην καπιταλιστική κοινωνία και βεβαίως τις διαμορφωμένες σχέσεις συνεργασίας και ανταγωνισμού ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη. Οπως επισημάνθηκε και παραπάνω, δεν είναι τσακώθηκαν - συμφιλιώθηκαν.

ΣΥΡΙΑ
ΣΥΡΙΑ
Εγραφε ο Λένιν θέλοντας να αναδείξει τις διαφορετικές προσεγγίσεις στο ζήτημα της ειρήνης από την πλευρά των τάξεων στις συνθήκες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου:

«Στην πραγματική πολιτική των καπιταλιστικών χωρών διακρίνουμε τριών ειδών εκδηλώσεις συμπάθειας προς την ειρήνη:

1) Οι συνειδητοί εκατομμυριούχοι θέλουν να επιταχύνουν την ειρήνη, επειδή φοβούνται τις επαναστάσεις. Δηλώνουν νηφάλια και ειλικρινά ότι στις συνθήκες του καπιταλισμού μια "δημοκρατική" ειρήνη (χωρίς προσαρτήσεις, με περιορισμό των εξοπλισμών κ.τ.λ.) είναι ουτοπία. Τη μικροαστική αυτή ουτοπία την προπαγανδίζουν οι οπορτουνιστές, οι οπαδοί του Κάουτσκι κ.τ.λ.

2) Οι μη συνειδητοποιημένες λαϊκές μάζες (μικροαστοί, μικροπρολετάριοι, ένα μέρος των εργατών κ.τ.λ.) με τον πόθο τους για ειρήνη εκφράζουν, στην πιο ακαθόριστη μορφή, μια αυξανόμενη διαμαρτυρία ενάντια στον πόλεμο, μια αναπτυσσόμενη μπερδεμένη επαναστατική διάθεση.

3) Οι συνειδητοί πρωτοπόροι του προλεταριάτου, οι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, παρακολουθούν προσεκτικά τις διαθέσεις των μαζών, επωφελούνται από τον αυξανόμενο πόθο τους για ειρήνη όχι για να υποστηρίζουν τις φτηνές ουτοπίες "δημοκρατικής" ειρήνης μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού, όχι για να ενθαρρύνουν τις ελπίδες που στηρίζονται στους φιλάνθρωπους, στις αρχές, στην αστική τάξη, αλλά για να κάνουν τις επαναστατικές διαθέσεις από μπερδεμένες ξεκάθαρες, για να μπορέσουν, στηριγμένοι συστηματικά, επίμονα και σταθερά στην πείρα των μαζών και στις διαθέσεις τους, διαφωτίζοντάς τες με χιλιάδες γεγονότα της προπολεμικής πολιτικής, ν' αποδείξουν την ανάγκη μιας μαζικής επαναστατικής δράσης ενάντια στην αστική τάξη και τις κυβερνήσεις των χωρών τους σαν το μοναδικό δρόμο προς τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό».


Το ενδεχόμενο ενός συμβιβασμού στον πόλεμο στην Ουκρανία, μιας άμεσης ειρηνικής επίλυσης παρ' όλες τις δυσκολίες, είναι υπαρκτό. Δεν είναι σίγουρο παρ' όλη την όξυνση και την κλιμάκωση, παρά τη γενική τάση κλιμάκωσης και γενίκευσης της αντιπαράθεσης, ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάποιου είδους συμβιβασμός. Τι μπορεί να περιλαμβάνει όμως αυτός ο συμβιβασμός; Στην πραγματικότητα μεταθέτει χρονικά την αποφασιστική επίλυση των διαφορών. Δεν θα πάψει για παράδειγμα η Ουκρανία να αποτελεί μήλον της Εριδος ανάμεσα σε Ρωσία και ΝΑΤΟ - ΗΠΑ - ΕΕ. Δεν θα πάψουν να υπάρχουν, ίσως μάλιστα και πιο έντονες από πριν ανοιχτές πληγές στην Ουκρανία π.χ. μια νέα εδαφική απόσπαση του Ντονμπάς που θα ικανοποιεί τη Ρωσία. Δεν θα παραιτηθούν ΝΑΤΟ και ΕΕ, αλλά και ένα μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης της Ουκρανίας, από το να ενσωματωθούν στις «δυτικές» ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Και πάνω απ' όλα, δεν θα πάψουν, αντίθετα θα ενισχυθούν οι τάσεις όξυνσης των ανταγωνισμών ΗΠΑ - ΝΑΤΟ και Ρωσίας. Δηλαδή όλοι οι όροι που οδήγησαν στον πόλεμο θα είναι εδώ, προσωρινά κουκουλωμένοι αλλά με μεγαλύτερο βάθος. Για αυτό και ο όποιος συμβιβασμός, η όποια προσωρινή ειρήνη απλώς θα προετοιμάσει τη νέα αναμέτρηση, θα είναι εφήμερη και εύθραυστη. Πάνω απ' όλα θα είναι μια ειρήνη με το πιστόλι στον κρόταφο του λαού της Ουκρανίας, ένα πιστόλι με δυο λαβές, που τη μια θα κρατάει η Ρωσία και την άλλη οι ΗΠΑ - ΝΑΤΟ, αφού ο συμβιβασμός αυτός θα βγάλει τον λαό της Ουκρανίας πιο πολύ διχασμένο, πιο πολύ υποταγμένο στα σχέδια των ιμπεριαλιστών «συμμάχων» και «εχθρών» του.

Από την άλλη, είναι όντως ουτοπική λογοκοπία πως μπορεί να υπάρξει μια δίκαιη ειρήνη, μια ειρήνη άλλου τύπου που να ικανοποιεί όλους: Ρωσία, ΗΠΑ - ΝΑΤΟ, ΕΕ, την αστική τάξη και τον λαό της Ουκρανίας. Είναι πονηρούτσικα αταξική. Οι θεωρίες για ένα νέο σύστημα ασφαλείας που να ικανοποιεί τα σχέδια ΝΑΤΟ και ΕΕ και ταυτόχρονα της Ρωσίας στην Ευρασία είναι μια μεγάλη απάτη. Ακριβώς γιατί αγνοούν ότι οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και ενώσεις δεν συγκροτούνται στον αέρα, αλλά σε σχέση με τα κοινά συμφέροντα - όσα ενώνουν, γιατί πάντα διατρέχονται και από αυτά που τους χωρίζουν, δες κλονισμός συνοχής ΕΕ και ΝΑΤΟ σε κρίσιμα ζητήματα - και σε σχέση με την αντιμετώπιση των ανταγωνιστών τους. Δεν υπάρχουν στον ιμπεριαλισμό διεθνείς συνέταιροι, υπάρχουν ανταγωνιστές. Το κύριο στοιχείο είναι ο ανταγωνισμός. Η συνεργασία, ο συμβιβασμός, η συμμαχία είναι το προσωρινό, το εφήμερο που μεταβάλλεται με βάση τις συνθήκες.

Από αυτήν τη σκοπιά έχει σημασία πώς θα πρέπει σε τέτοιες συνθήκες να αξιοποιηθούν και να κατευθυνθούν τα γνήσια, απλοϊκά αισθήματα λαϊκών μαζών, ενάντια στον πόλεμο και υπέρ της ειρήνης, ώστε να μην εγκλωβιστούν ούτε στη λογική της ιμπεριαλιστικής ειρήνης ούτε στην αυταπάτη περί δίκαιης ειρήνης. Σημείωνε ο Λένιν:

«Οι διαθέσεις των μαζών υπέρ της ειρήνης εκφράζουν συχνά την απαρχή της διαμαρτυρίας, της αγανάκτησης και της επίγνωσης της αντιδραστικότητας του πολέμου. Είναι χρέος όλων των σοσιαλδημοκρατών να επωφεληθούν απ' αυτές τις διαθέσεις. Οι σοσιαλδημοκράτες θα πάρουν με τη μεγαλύτερη θέρμη μέρος σε κάθε κίνημα και σε κάθε εκδήλωση που θα γίνει πάνω σ' αυτή τη βάση, δεν θα εξαπατήσουν όμως τον λαό με την παραδοχή της ιδέας ότι, όταν λείπει ένα επαναστατικό κίνημα, μπορεί να γίνει ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις, χωρίς καταπίεση των εθνών, χωρίς ληστεία, ειρήνη που να μην περιέχει το σπέρμα νέων πολέμων ανάμεσα στις σημερινές κυβερνήσεις και ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις. Μια τέτοια εξαπάτηση του λαού θ' αποτελούσε απλώς παιχνίδι στα χέρια της μυστικής διπλωματίας των εμπόλεμων κυβερνήσεων και των αντεπαναστατικών τους σχεδίων. Οποιος θέλει σταθερή και δημοκρατική ειρήνη, έχει υποχρέωση να είναι υπέρ του εμφυλίου πολέμου ενάντια στις κυβερνήσεις και την αστική τάξη».

Θέτοντας το ερώτημα αν οι κομμουνιστές (σοσιαλδημοκράτες την εποχή εκείνη) πρέπει να είναι αδιάφοροι για τα φιλειρηνικά αισθήματα τμημάτων του λαού σημείωνε:

«Καθόλου. Αλλο πράγμα είναι τα συνθήματα της συνειδητής πρωτοπορίας των εργατών και άλλο τα αυθόρμητα αιτήματα των μαζών. Ο πόθος για ειρήνη είναι ένα από τα σπουδαιότερα συμπτώματα της απογοήτευσης που αρχίζει για την αστική ψευτιά σχετικά με τους "απελευθερωτικούς" σκοπούς του πολέμου, σχετικά με την "υπεράσπιση της πατρίδας" και τις άλλες απάτες της αστικής τάξης σε βάρος του λαού. Οι σοσιαλιστές πρέπει να φερθούν με την πιο μεγάλη προσοχή απέναντι σ' αυτό το σύμπτωμα. Ολες οι δυνάμεις πρέπει να κατευθυνθούν στο να χρησιμοποιηθεί η διάθεση των μαζών προς όφελος της ειρήνης. Πώς όμως να χρησιμοποιηθεί; Η αναγνώριση του συνθήματος της ειρήνης και η επανάληψή του θα ήταν ενθάρρυνση της "σπουδαιοφάνειας των ανίσχυρων (και πιο συχνά ακόμη χειρότερα: των υποκριτών) λογοκόπων". Αυτό θα αποτελούσε παραπλάνηση του λαού με την αυταπάτη ότι οι σημερινές κυβερνήσεις, οι σημερινές άρχουσες τάξεις είναι ικανές, χωρίς "να διδαχτούν" (ή σωστότερα χωρίς να παραμεριστούν) από μια σειρά επαναστάσεις, να συνάψουν ειρήνη που να ικανοποιεί κάπως τη δημοκρατία και την εργατική τάξη. Δεν υπάρχει τίποτα το πιο επιζήμιο από μια τέτοια απάτη. Δεν υπάρχει τίποτε που να ρίχνει πιο πολύ στάχτη στα μάτια των εργατών, που να τους υποβάλλει την απατηλή σκέψη ότι η αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού δεν είναι βαθιά, δεν υπάρχει τίποτε που να εξωραΐζει περισσότερο την καπιταλιστική σκλαβιά. Οχι, εμείς πρέπει να επωφεληθούμε από τη διάθεση αυτή προς όφελος της ειρήνης, για να εξηγήσουμε στις μάζες ότι τα αγαθά που περιμένουν από την ειρήνη δεν είναι δυνατό να αποκτηθούν χωρίς μια σειρά επαναστάσεις.

Το ιδανικό μας είναι ακριβώς ο τερματισμός των πολέμων, η ειρήνη ανάμεσα στους λαούς, το σταμάτημα της καταλήστευσης και της βίας, ωστόσο μόνο αστοί σοφιστές μπορούν να παραπλανούν τις μάζες μ' αυτό το ιδανικό, αποσπώντας το από το ανυπέρθετο, το άμεσο κήρυγμα μιας επαναστατικής δράσης. Υπάρχει έδαφος για ένα τέτοιο κήρυγμα, για να κάνουμε αυτό το κήρυγμα, δεν χρειάζεται παρά να ξεκόψουμε από τους συμμάχους της αστικής τάξης, από τους οπορτουνιστές, που και άμεσα (φτάνοντας ως τις καταδόσεις) και έμμεσα εμποδίζουν την επαναστατική δουλειά».

Το κρίσιμο ζήτημα για τους κομμουνιστές είναι πώς θα συνδέσουν τα αντιπολεμικά αισθήματα, την καταδίκη του πολέμου, το αίτημα για το σταμάτημά του με την πάλη για την ανατροπή των αιτιών που γεννάνε τον πόλεμο, με την ανατροπή του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος, του καπιταλισμού, που έχει μέσα στον ίδιο τον γενετικό του κώδικα τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους αλλά και την ιμπεριαλιστική ειρήνη που τους προετοιμάζει. Είναι ζήτημα πλατιάς ιδεολογικοπολιτικής και θεωρητικής ζύμωσης, είναι ταυτόχρονα και ζήτημα δράσης, οργάνωσης της κατεύθυνσης, του προσανατολισμού που πρέπει να πάρει η εργατική - λαϊκή πάλη σε συνθήκες πολέμου για τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στη ζωή του λαού από αυτόν. Την ανάγκη να στοχεύσει τον βασικό αντίπαλο, την αστική τάξη της χώρας της, τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες στις οποίες παίρνει μέρος, την ίδια την εξουσία της. Για να μπορέσει η αυτοτελής εργατική - λαϊκή πάλη να δώσει τη διέξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα, που όσο κυριαρχεί φέρνει τον πόλεμο και την «ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο.

Ιμπεριαλιστικός πόλεμος και προλεταριακός διεθνισμός

Σήμερα, παρά το γεγονός ότι έχουν συμβεί σημαντικές αλλαγές στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, παρά την εμφάνιση παλαιών φαινομένων με νέες μορφές ή και φαινομένων που μοιάζουν πρωτόγνωρα, ιδιαίτερα μετά τη νίκη της αντεπανάστασης (που γέννησε στην πορεία και νέα ιμπεριαλιστικά κέντρα), ο προλεταριακός διεθνισμός, η διεθνιστική πάλη των λαών, είναι η αναγκαία απάντηση διακριτής εναντίωσης κατά όλων των αστικών τάξεων και των ανταγωνιζόμενων κρατικών ηγεσιών και συνασπισμών, των εμπόλεμων πλευρών, ανεξάρτητα ποιος πρώτος ξεκίνησε την επίθεση.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία για μια ακόμη φορά βάζει στην πρώτη γραμμή το καίριο ζήτημα της στάσης των λαών απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, είτε αυτοί ζουν στο καπιταλιστικό κράτος που κάνει εισβολή είτε σ' αυτό που δέχεται ξένα στρατεύματα.

Το ΚΚΕ στο Πρόγραμμά του1 τοποθετείται συγκεκριμένα στο γενικό αυτό ζήτημα ή και με τη μορφή ερωτήματος που συχνά τίθεται, για το τι πρέπει να κάνουμε στην περίπτωση ιμπεριαλιστικής εμπλοκής της Ελλάδας σε αμυντικό ή επιθετικό πόλεμο: «...Το Κόμμα πρέπει να ηγηθεί της αυτοτελούς οργάνωσης της εργατικής - λαϊκής πάλης με όλες τις μορφές (δική μας υπογράμμιση), ώστε να οδηγήσει σε ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης ως εισβολέα, έμπρακτα να συνδεθεί με την κατάκτηση της εξουσίας. Με την πρωτοβουλία και καθοδήγηση του Κόμματος να συγκροτηθεί εργατικό - λαϊκό μέτωπο με όλες τις μορφές δράσης, με σύνθημα: Ο λαός θα δώσει την ελευθερία και τη διέξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα που, όσο κυριαρχεί, φέρνει τον πόλεμο και την "ειρήνη" με το πιστόλι στον κρόταφο».

Επομένως, αξίζει να σκεφτούμε πώς θα ήταν σήμερα τα πράγματα ανάμεσα στους δύο λαούς, τον ρωσικό και τον λαό της Ουκρανίας, εννοείται στις συγκεκριμένες συνθήκες, αν εκδηλωνόταν στον έναν ή στον άλλον βαθμό η αυτοτελής λαϊκή παρέμβαση και από τις δύο πλευρές. Αν, λόγου χάρη, ο ρωσικός λαός, τα στρατευμένα παιδιά του αρνιούνταν να σηκώσουν τα όπλα κατά του αδελφού λαού. Αν ο λαός της Ουκρανίας υπερασπιζόταν τα σύνορα της χώρας του κατά της ρωσικής εισβολής και σε αντίθεση με το συμφέρον της αστικής τάξης να μετατρέψει την πατρίδα του σε ΝΑΤΟικό έδαφος, κατά του αδελφού ρωσικού λαού.

Αν συνειδητοποιούσαν και οι δύο λαοί, που τους μετέτρεψαν σε εμπόλεμους, ότι η πολεμική αναμέτρηση «ποιος - ποιον» έχει στόχο την αναβάθμιση του ενός κράτους σε βάρος του άλλου στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Ο ουκρανικός λαός δεν έχει να κερδίσει τίποτε με την ένταξη στον έναν ιμπεριαλιστικό συνασπισμό εναντίον του ρωσικού.

Πρώτο και κρίσιμο ζήτημα είναι να κατανοείται ο χαρακτήρας του πολέμου την εποχή που ο καπιταλισμός έχει περάσει προ πολλού στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, δηλαδή στο μονοπωλιακό. Να κατανοείται από όσο γίνεται μεγαλύτερο τμήμα των δύο λαών, που σπρώχνονται να αιματοκυλίσει ο ένας τον άλλον, η συνένοχη ευθύνη και της μιας και της άλλης αστικής τάξης. Αυτές οι ιδέες, αυτές οι πεποιθήσεις μπορεί να κερδίζουν έδαφος, έστω αργά και βασανιστικά, και με τη βοήθεια της ιστορικής πείρας των ιμπεριαλιστικών πολέμων του 20ού και των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα.

Κοίτη αυτών των ιδεών και θέσεων αποτελεί πρώτα απ' όλα η παρουσία και δράση των ΚΚ στον βαθμό που έχουν βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από την Ιστορία, έχουν αποκαταστήσει τον επαναστατικό τους χαρακτήρα, ή έστω διατρέχουν στον έναν ή τον άλλον βαθμό μια τέτοια πορεία. Κοίτη και πρωτοπορία αποτελούν τα ΚΚ που γνωρίζουν μέσα από τη δημιουργική αφομοίωση της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού - κομμουνισμού, σε συνδυασμό με την πείρα της πρωτοπόρας συμμετοχής στην ταξική πάλη, ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος κάνει ακόμα πιο επιτακτικό τον αγώνα για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και το πέρασμα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, με διαρκή προσπάθεια να αναπτύσσεται η διεθνιστική δράση και αλληλεγγύη της παγκόσμιας εργατικής τάξης, των λαών.

Εχει απόλυτη ισχύ και επικαιρότητα η μαρξιστική - λενινιστική θέση για τους δίκαιους και άδικους πολέμους στην εποχή των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων και στη συνέχεια στην εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, δηλαδή στην εποχή των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, που είναι η σύγχρονη εποχή, ανεξάρτητα από την ιστορικά προσωρινή τραγωδία της ανακοπής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Οι Μαρξ και Ενγκελς αναγνώριζαν ότι δίκαιοι πόλεμοι ήταν οι πόλεμοι των δούλων κατά των δουλοκτητών, οι πόλεμοι των δουλοπάροικων κατά των φεουδαρχών γαιοκτημόνων, ενώ οι δίκαιοι πόλεμοι που διεξάγονταν την περίοδο των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων έπαψαν να είναι δίκαιοι στον βαθμό που υιοθέτησαν στην πορεία τον επεκτατισμό.

Ο Λένιν εξηγούσε ότι «τότε, το 1859, το αντικειμενικό περιεχόμενο του ιστορικού προτσές στην ηπειρωτική Ευρώπη δεν ήταν ο ιμπεριαλισμός, αλλά τα αστικοεθνικά απελευθερωτικά κινήματα». Επαναλάμβανε σταθερά και με σαφήνεια ότι η αστική τάξη, από τη στιγμή που πήρε όλη την εξουσία στα χέρια της, από προοδευτική πέρασε στον κατήφορο2.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι κατά τη διάρκεια των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και των πολέμων που τους συνοδεύουν εκλείπει ο δίκαιος πόλεμος. Δίκαιος είναι ο αγώνας, με όλες τις μορφές, της εργατικής τάξης κατά της αστικής, κατά της ξενικής κατοχής, της αλλαγής συνόρων, κατά της συμμετοχής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ο αγώνας για την ανατροπή του αστικού κράτους, για το πέρασμα, την υπεράσπιση και εδραίωση της νέας κοινωνίας, της σοσιαλιστικής.

Η πείρα του 20ού και των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα επιβεβαίωσε πανηγυρικά ότι ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου δεν αφορά μόνο το καπιταλιστικό κράτος που επιτίθεται πρώτο. Ιδιος είναι ο χαρακτήρας του πολέμου από την πλευρά του κράτους που υποχρεώνεται να διεξαγάγει αρχικά αμυντικό πόλεμο, που και αυτός θα γίνει επιθετικός στον βαθμό που καταφέρνει να υπερισχύσει του κράτους που εξαπέλυσε πρώτο τη στρατιωτική ιμπεριαλιστική επέμβαση.

Πολύ εύστοχα ο ΓΓ της ΚΕ σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, για το ποιο κράτος, η Ρωσία ή η Ουκρανία, έχει την πρώτη ευθύνη, χρησιμοποίησε το γνωστό ερώτημα για το αν προηγείται η κότα του αυγού, ή αντίστροφα.

Τον Φλεβάρη του 1915 και ενώ είχε ξεσπάσει ο Α' Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος ο Λένιν υπογράμμιζε3: «...εμείς ξέρουμε ότι επί δεκαετίες οι τρεις ληστές (η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις της Αγγλίας, της Ρωσίας, της Γαλλίας) εξοπλίζονταν για να ληστέψουν τη Γερμανία. Είναι μήπως εκπληκτικό ότι οι δύο ληστές (σ.σ. εννοούσε τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία) επιτέθηκαν πριν οι τρεις προλάβουν τα καινούργια μαχαίρια που παράγγειλαν; Και δεν αποτελεί μήπως σόφισμα, όταν με φράσεις για τους "πρωταίτιους" συγκαλύπτεται η ίση "ενοχή" της αστικής τάξης όλων των χωρών;».

Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή καταδίκασε τη ρωσική εισβολή, δηλαδή την ενέργεια του πρώτου επιτιθέμενου, χωρίς όμως εδώ να βάζει ούτε άνω τελεία ούτε τελεία, όπως έκαναν η κυβέρνηση και όλα τα άλλα κόμματα. Ανέδειξε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του ανταγωνισμού ανάμεσα στα δύο κράτη, και της Ρωσίας και της Ουκρανίας, θυμίζοντας τι προηγήθηκε με αφετηρία τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τις διαφορές που ανέκυψαν ανάμεσα στα αναδυόμενα νέα κράτη.

Η Ρωσία ήταν στην πρώτη γραμμή στην κούρσα να κατακτήσει ηγετική θέση ανάμεσα στις πρώην Ενωσιακές Δημοκρατίες, με την ένταξη όσο γινόταν περισσότερων στη διαδικασία που ο Πούτιν ονόμασε «αποκομμουνιστικοποίηση», με σκοπό την ανάδειξη της Ρωσίας σε ηγετικό περιφερειακό και στη συνέχεια παγκόσμιας εμβέλειας ιμπεριαλιστικό πόλο. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, βασικό κρίκο κλιμάκωσης προς τον σημερινό πόλεμο αποτέλεσε το 2014, με το γνωστό ΝΑΤΟικής στήριξης εσωτερικό πραξικόπημα που απέβλεπε στην ικανοποίηση των συμφερόντων της ουκρανικής αστικής τάξης να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, προσφέροντας τη χρησιμοποίηση του ουκρανικού εδάφους στην περικύκλωση της Ρωσίας.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ορισμένοι στρατιωτικοί αναλυτές αλλά και πολιτικοί επιστήμονες, στις συζητήσεις που γίνονται στα ΜΜΕ, ασκούν κριτική και στις ΗΠΑ, και στο ΝΑΤΟ ότι πυροδότησαν τον σημερινό πόλεμο με την επέκταση του ΝΑΤΟ, ώστε να φθάσει στα σύνορα της Ρωσίας, προσθέτοντας μάλιστα ότι δεν άσκησαν πίεση ώστε η Ουκρανία να εφαρμόσει τις συμφωνίες του Μινσκ. Ακόμα, τοποθετήθηκαν κατά της ανοιχτής στρατιωτικής ΝΑΤΟικής επέμβασης που ζητά η ουκρανική ηγεσία, γνωρίζοντας ότι ένας περιφερειακός πόλεμος μπορεί να αποτελέσει πρόδρομο μιας πιο γενικευμένης ιμπεριαλιστικής αναμέτρησης στην περιοχή, άρα και παγκόσμια.

Από την πλευρά τους, η λύση είναι μια νέα έστω και προσωρινή συμφωνία ιμπεριαλιστικής «ειρήνης». Σ' αυτήν τη γραμμή βεβαίως κινούνται όλα τα κόμματα στην Ελλάδα, πράγμα που δείχνει πόσο επιφανειακές και δευτερεύουσες ήταν οι αντιρρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜέΡΑ25 για την αποστολή στρατιωτικού υλικού που αποφάσισε η ΝΔ, ενώ πριν από λίγες μέρες συμπληρώθηκε με τη χρησιμοποίηση των στρατιωτικών βάσεων για αποστολή αεροπλάνων, πολεμικών αμερικανικών πλοίων.

Υπέρ της ιμπεριαλιστικής «ειρήνης» και της μη στρατιωτικής συμμετοχής φωνάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας να ξεχάσει ή να συγχωρήσει ο χώρος επιρροής του ότι αυτός υλοποίησε την εγκατάσταση νέων αμερικανοΝΑΤΟικών βάσεων στην Ελλάδα με αποκλειστικό τους ρόλο τη διέλευση στρατιωτικών, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων με τα πιο σύγχρονα δολοφονικά όπλα, μαζί με κατασκοπευτικά παρατηρητήρια για την περικύκλωση της Ρωσίας.

Η ως τώρα πείρα των τελευταίων 30 χρόνων αποδείχνει ότι οι ΗΠΑ ή το ΝΑΤΟ δεν ζητάνε ένα ελληνικό μαζικό στρατιωτικό σώμα, όπως έγινε στον πόλεμο της Κορέας, αφού όλες οι κυβερνήσεις (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ) προσφέρθηκαν να μετατρέψουν ολόκληρο το έδαφος της Ελλάδας σε σύγχρονο, επιθετικό και επικίνδυνο για τους λαούς, προγεφύρωμα.

Η πολιτική των παραπάνω κομμάτων καλύπτεται με το υποκριτικό σύνθημα για τον ρόλο της διπλωματίας και του διαλόγου, με το ακόμα πιο πλάνο σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ περί της «διπλωματίας» των λαών. Αυτό το σύνθημα δεν έχει καμία σχέση με τον ρόλο που μπορεί να ασκήσει - είναι και το ζητούμενο σήμερα - η διακριτή ισχυροποίηση και αντεπίθεση του λαϊκού αντικαπιταλιστικού - αντιιμπεριαλιστικού - αντιπολεμικού κινήματος σε κάθε χώρα, σε όλες, όσο γίνεται περισσότερες χώρες, ώστε να αποκτά αυτό και διεθνή χαρακτήρα συντονισμού, κοινής δράσης, όσο γίνεται ενιαίας κατεύθυνσης.

Το κίνημα αυτό σε κάθε χώρα πρέπει να κατακτά και να διαφυλάσσει την αυτοτέλειά του από την επιθετική και τη δήθεν αμυντική και «φιλειρηνική» ή «πολυπολική» πολιτική της αστικής τάξης, των καπιταλιστικών διεθνών και περιφερειακών διακρατικών ενώσεων, εννοείται αυτοτέλεια από τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, όπως χαρακτηριστικά εκφράζουν τα συνθήματα που διαπνέονται από την ιδέα «δεν διαλέγουμε ληστές, είμαστε στην πλευρά των λαών».

Η προετοιμασία και η διεξαγωγή του ιμπεριαλιστικού πολέμου, και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, δεν αποβλέπει μόνο στην κατάκτηση σφαιρών επιρροής, σε αλλαγή συνόρων με διασπάσεις κρατών, έως και προσαρτήσεις. Εμπεριέχει αναπόσπαστα, υποχρεωτικά, διαχρονικά την επιχείρηση αποπροσανατολισμού, χειραγώγησης των λαών, εκφοβισμού και μέτρων έγκαιρης πρόληψης με κάθε μέσο καταστολής, ώστε ο κάθε λαός να συνταχθεί με τα συμφέροντα της δικής του αστικής τάξης.

Στα αστικά Συντάγματα όπως και στην Ελλάδα προβλέπεται η απαγόρευση δράσης των πολιτικών κομμάτων και μαζικών οργανώσεων στο όνομα της «εθνικής ομοψυχίας», με το ξέσπασμα πολέμου. Το ίδιο προβλέπεται σε περιόδους που μπαίνει σε κίνδυνο η λεγόμενη «εθνική» οικονομία.

Ο Πούτιν έδρασε και δρα ακριβώς με βάση αυτό το «δίκαιο». Οι «πεφτοσυννεφάκηδες» προπαγανδιστές που παρελαύνουν κατά πλειοψηφία στα τηλεοπτικά πάνελ, εντυπωσιάστηκαν και αγανάκτησαν γιατί ο Πούτιν και η κυβέρνηση της Ρωσίας εξήγγειλαν ποινές φυλάκισης έως και 15 χρόνων, συνέλαβαν και σίγουρα θα κακοποίησαν διαδηλωτές και διαδηλώτριες που συγκεντρώθηκαν καταγγέλλοντας την εισβολή.

Θυμήθηκαν την Οσετία και την Αμπχαζία, αλλά δεν είδαν τη συγκέντρωση στρατευμάτων που οργάνωσε η Ρωσία με επικεφαλής τον Πούτιν για την καταστολή και το τσάκισμα των εργατικών απεργιών και εργοστασιακών καταλήψεων στο Καζακστάν.

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν περιορίζεται στην πάλη για τις αγορές, στην κατάκτηση ή μέσω συνεργασίας συνεκμετάλλευση πρώτων υλών κ.λπ. Εμπεριέχει και την πρόληψη της ανόδου της ταξικής πάλης, ώστε να μη διακινδυνεύσει σε καμιά χώρα η αστική τάξη στον βαθμό που αντιμετωπίζει αποσταθεροποίηση, ως και βαθύ κλονισμό της εξουσίας της, άρα να μην μπορεί πια να κυβερνά όπως πριν και ενώ ο λαός είναι αποφασισμένος να ζήσει αλλιώς, επιλέγοντας να ανατρέψει την αστική εξουσία που τον φόρτωσε και τον φορτώνει όλα τα βάρη της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και της καπιταλιστικής ανάκαμψης, με αποκορύφωμα τις θυσίες και τα απερίγραπτα βάσανα που επιβάλλει ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος.

Η ταξική πάλη δεν σταματά στις συνθήκες του πολέμου, στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο χάνουν και θα χάσουν στην πορεία και οι λαοί των νικητών και των νικημένων. Ο αντιπολεμικός - αντιιμπεριαλιστικός αγώνας από τη φύση και τον χαρακτήρα του εντάσσεται αναπόσπαστα στην πάλη για την εργατική εξουσία, τον σοσιαλισμό.

Παραπομπές

1. Εκδοση της ΚΕ, Απρίλης 2013, σελ. 103

2. Απαντα Λένιν, τόμος 26, σελίδα 140

3. Απαντα Λένιν, τόμος 26, σελίδα 120


Της
Αλέκας ΠΑΠΑΡΗΓΑ*
* Η Αλέκα Παπαρήγα είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ

Η διάλυση της ΕΣΣΔ και η «εποχή των τεράτων»

Ο διεξαγόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, ένας ακόμη στη μακριά σειρά των πολέμων στον μετασοβιετικό χώρο, που ακολούθησαν την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη διάλυση της ΕΣΣΔ και, πιθανότατα ο πιο σημαντικός και επίφοβος εξ αυτών έως τώρα για την ανθρωπότητα, αποτελεί τη συνέχεια της κλιμάκωσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανακατατάξεων και ανταγωνισμών των τελευταίων δεκαετιών και την, μέχρι στιγμής, κορύφωσή τους.

Ο αντικομμουνισμός και αντισοβιετισμός, στις πιο χυδαίες του μορφές, έχει την τιμητική του αυτές τις μέρες, τόσο από την πλευρά της επιτιθέμενης καπιταλιστικής Ρωσίας, όσο και από την πλευρά της αμυνόμενης καπιταλιστικής Ουκρανίας, καθώς και των ΗΠΑ, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ - πατρόνων της τελευταίας. Ενα απ' τα μεγάλα θύματα της αντικομμουνιστικής εκστρατείας παραπληροφόρησης είναι και η αντικειμενική αλήθεια για την ιστορία και τη σημασία της διευθέτησης και λύσης του εθνικού ζητήματος στην ΕΣΣΔ κατά την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Το ερώτημα, ωστόσο, είναι αμείλικτο: Γιατί, επί εβδομήντα χρόνια, ένα τεράστιο πλήθος εθνών, λαοτήτων, εθνοτικών ομάδων, μειονοτήτων συμβίωνε ειρηνικά στο έδαφος της ΕΣΣΔ; Και γιατί, αμέσως μετά τη διάλυσή της και την ανατροπή του σοσιαλιστικού οικονομικού, πολιτικού, νομικού και πνευματικού υποβάθρου της, ξεκίνησαν οι εκτεταμένες εθνοκαθάρσεις, συγκρούσεις και αλληλοσφαγές των λαών της;

Μικρασιατική Καταστροφή - Ανταλλαγές πληθυσμών
Μικρασιατική Καταστροφή - Ανταλλαγές πληθυσμών
Ας τα πούμε όσο γίνεται πιο συνοπτικά και σύντομα (άρα και ελλειπτικά), λόγω του περιορισμένου χώρου.

Η διάλυση των πολυεθνικών κρατών - αυτοκρατοριών στις αρχές του 20ού αιώνα

Στις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρχαν τρεις μεγάλες αυτοκρατορίες, τρία μεγάλα πολυεθνικά κράτη στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή: Η Αυστροουγγρική, η Ρωσική και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο πλαίσιο των οποίων συνυπήρχαν και συμβίωναν πλήθος έθνη και εθνοτικές ομάδες, αναμεμειγμένες μεταξύ τους και, συχνά, δίχως έναν αμιγή, ξεχωριστό για την καθεμιά αποκλειστικό χώρο και έδαφος όπως και, συχνά επίσης, δίχως και μια πλήρως διαμορφωμένη σε όλη την έκταση της κάθε κοινότητας ολοκληρωμένη εθνική συνείδηση. Οι Ρώσοι (και άλλοι) ζούσαν παντού στη ρωσική αυτοκρατορία, οι Γερμανόφωνοι (και άλλοι) στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία των Αψβούργων, Τούρκοι, Ελληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και άλλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, της διεθνούς αγοράς και των εσωτερικών αγορών, καθώς και η αντίστοιχη αστική συνείδηση εκδηλώθηκε στην εμφάνιση και ανάπτυξη της μορφής κοινωνικής συμβίωσης που ονομάζεται σύγχρονο αστικό έθνος, μέσα σε όλους τους λαούς - επιμέρους κοινωνίες που συμβίωναν ταυτόχρονα και παράλληλα, στη βάση ορισμένων χαρακτηριστικών (έδαφος, φιλολογική γλώσσα, οικονομικές σχέσεις και δεσμοί, κοινωνικοψυχική ενότητα εκφρασμένη σε ήθη, έθιμα, παραδόσεις, πολιτισμό). Ξεκίνησε η διαδικασία αποσύνθεσης αυτών των, προκαπιταλιστικής προέλευσης, μεγάλων υπερεθνικών - «οικουμενικών» κρατικών και πολιτικών μορφών που δεν μπορούσαν να χωρέσουν στις νέες σχέσεις παραγωγής και κοινωνικής ζωής γενικά. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα κράτη, και όχι μόνο η Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνιστούσαν τους «μεγάλους ασθενείς» της Ευρώπης. Και οι «ασθενείς», μετά από μακρόχρονο ψυχορράγημα, απεβίωσαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Και εδώ αρχίζουν οι διαφορές: Η Αυστροουγγαρία αποσυντέθηκε κατά κανόνα σε μια σειρά εθνικά αστικά κράτη (ή και ενώσεις - ομοσπονδίες εθνικών κρατών: κράτος των Τσέχων και των Σλοβάκων, κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, η κατοπινή Γιουγκοσλαβία) που, παρότι δεν προέβησαν σε εκτεταμένες εθνοκαθάρσεις, γενοκτονίες και ανταλλαγές πληθυσμών, αποτέλεσαν το υπόβαθρο για συγκρούσεις κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, λόγω της βαθύτερης καθυστέρησης της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων σε μεγάλα τμήματά της, υπήρξε αναμφίβολα το θέατρο της πιο ακραίας, βίαιης και βάρβαρης επίλυσης του εθνικού ζητήματος: Τουλάχιστον δύο προσπάθειες γενοκτονίας εθνικών πληθυσμών, εθνική καταπίεση και βίαιη αφομοίωση, εκτεταμένες εκδιώξεις και προσφυγικές κρίσεις και, το πιο τρομερό από μια άποψη, επίσημες, μέσα από διακρατικές συμφωνίες, «ανταλλαγές πληθυσμών» - με πιο σημαντική αυτή μεταξύ του ελληνικού και του νέου τουρκικού εθνικού κράτους το 1923.

Ηταν η πρώτη φορά που έγινε τέτοια τερατώδης συμφωνία στην Ιστορία και, όσον αφορά την Ελλάδα, κατά κάποιον τρόπο, τη «γιορτάζουμε» επίσημα και φέτος, με την εκατοστή επέτειο του τέλους της μικρασιατικής εκστρατείας του ελληνικού κράτους. Τουλάχιστον 1.200.000 άνθρωποι ξεριζώθηκαν από τα μετα-οθωμανικά τουρκικά εδάφη (ελληνόφωνοι χριστιανοί κυρίως, αλλά και Αρμένιοι, όπως και τουρκόφωνοι χριστιανοί Καπαδόκες και καραμανλήδες, που μάλιστα δεν είχαν μετάσχει καν στον μικρασιατικό πόλεμο και τις εθνικές συγκρούσεις) και «ανταλλάχθηκαν» με τουλάχιστον 400.000 μουσουλμάνους (που μπορεί να είχαν ή και να μην είχαν διαμορφωμένη τουρκική εθνική συνείδηση) που ζούσαν στα πρόσφατα προσαρτημένα ελληνικά εδάφη της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Κρήτης και νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και μιλάμε μόνο για τα χρόνια 1921-1928 - πρωτύτερα υπήρξαν και άλλοι ξεριζωμοί. Με ανάλογο τρόπο, κάποιες φορές, «λύθηκαν» αντίστοιχα θέματα σε Βουλγαρία, Ρουμανία και αλλού.

Ουκρανοί εργάτες σε εργοστάσιο στην Οδησσό το 1920
Ουκρανοί εργάτες σε εργοστάσιο στην Οδησσό το 1920
Ετσι διασφαλίστηκε η «εθνική ομοιογένεια» των νέων αστικών κοινωνιών και κρατών, με διαφορετικό βαθμό «επιτυχίας» σε καθεμιά από τις νέες χώρες των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής και με τη συνεχή παρέμβαση και τρίτων μεγάλων δυνάμεων. Πολλά νέα κράτη γέμισαν «ομοεθνείς» πρόσφυγες και η κοινωνική ζωή άλλαξε ριζικά. Ας κρίνει και ας συγκρίνει ο καθένας το επίτευγμα της εθνικής ομογενοποίησης των κοινωνιών με το τίμημα της δυστυχίας που χρειάστηκε να πληρωθεί. Αλλά έτσι είναι οι ταξικές κοινωνίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο καπιταλισμός. Το κάθε βήμα προς τα μπρος (και η καπιταλιστική κοινωνία ήταν βήμα προς τα μπρος, σε οικονομία, πολιτική, πνευματική ζωή, εκπαίδευση, πολιτισμό) είναι ταυτόχρονα, από μια άποψη, και βήμα προς τα πίσω, συνεπάγεται βία, σύγκρουση, φτώχεια, μεγαλείο και αθλιότητα συγχρόνως.

Στις παραπάνω δύο περιπτώσεις διάλυσης πολυεθνικών κρατών - αυτοκρατοριών, η διάδοχη κατάσταση ήταν ο σύγχρονος καπιταλισμός που η φυσική του βάση είναι η, κατά το δυνατόν, ενιαία εθνική κοινωνία, το εθνικό κράτος, ο εθνικός πολιτισμός και εκπαίδευση, η εθνική ιδεολογία και εθνικισμός. Τι να κάνουμε, θα πει κάποιος, η πρόοδος απαιτεί θυσίες. Οντως αυτές τις θυσίες απαίτησε η ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού στην Ευρώπη και στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.

Η περίπτωση της Οκτωβριανής Επανάστασης και της ΕΣΣΔ

«Ο ύπνος της Λογικής γεννάει τέρατα», Γκόγια
«Ο ύπνος της Λογικής γεννάει τέρατα», Γκόγια
Υπήρξε, ωστόσο, κάπου αλλού, και μια διαφορετική εξέλιξη των γεγονότων και της Ιστορίας. Η Ρωσική Αυτοκρατορία επίσης «απεβίωσε» - ανατράπηκε, αλλά η αστική (αστικοδημοκρατική) επανάσταση που την ανέτρεψε (Φλεβάρης του 1917) ακολουθήθηκε - ανατράπηκε με τη σειρά της από μια σοσιαλιστική επανάσταση, τον Οκτώβρη του 1917. Η ανατροπή του καπιταλισμού και η σοσιαλιστική οικοδόμηση σηματοδότησαν μια περαιτέρω οικονομική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη που δεν είχε ως προϋπόθεσή της την εθνική και διεθνική σύγκρουση, τον εθνικισμό, τις εθνικές εκκαθαρίσεις και γενοκτονίες, τις «ανταλλαγές» εθνικών πληθυσμών και τους μαζικούς ξεριζωμούς «για λόγους αρχής και εθνικής ομοιογένειας». Ετσι, ενώ υπήρξε μεγάλη πολιτιστική ανάπτυξη σε εθνική βάση (η Ουκρανία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: η πλατιά ανάδειξη της φιλολογικής της γλώσσας και όλων των πολιτιστικών επιτευγμάτων της, της ίδιας της εθνικής της αυτοσυνείδησης, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, ως ιδρυτικού κράτους και συστατικού τμήματος της ΕΣΣΔ - γι' αυτό κατηγορεί σήμερα ο Πούτιν τον Λένιν...), τα λεγόμενα «σοσιαλιστικά έθνη» συνυπήρχαν ισότιμα σε μια Ομοσπονδία, συμβιώνοντας ειρηνικά και σε συνεργασία μεταξύ τους.

Το θεμέλιο της συνύπαρξης και συνεργασίας τους ήταν το σοσιαλιστικό υπόβαθρο της κοινωνικής ζωής, οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, στο πλαίσιο των οποίων διαμορφωνόταν βαθμιαία, στην βάση της ανάπτυξης και ολοκλήρωσης του εθνικού σταδίου κάθε λαού, και μια ανώτερη μορφή κοινωνικής συμβίωσης: η κατηγορία «σοβιετικός λαός» - ένα συγκεκριμένο ιστορικό προείκασμα μιας νέας μορφής κοινωνικής ύπαρξης, κοινωνικής συμβίωσης, κοινωνίας γενικώς, που, αντικειμενικά, προοριζόταν να αποτελέσει μια «ταυτότητα» για το σύνολο της ανθρωπότητας. Αυτό το σοσιαλιστικό θεμέλιο, με όλες τις συγκεκριμένες ιστορικές αδυναμίες, αντιφάσεις, προβλήματα και επιτεύγματά του, ήταν και η βάση για τη συνύπαρξη των ξεχωριστών εθνικών κοινωνιών, μειονοτήτων, πλειονοτήτων, επιμέρους εθνοτικών ταυτοτήτων σε όλο το έδαφος της ΕΣΣΔ. Το θεμέλιο αυτό έκανε περιττές τις μετακινήσεις πληθυσμών για τη διαμόρφωση εθνικής καθαρότητας και ομοιογένειας. Εθνη ή μειονότητες άλλων εθνικών - εθνοτικών πληθυσμών στο πλαίσιο των σοβιετικών δημοκρατιών μπορούσαν να έχουν αυτοδιοίκηση, να αναπτύσσουν τις ιδιαίτερες πλευρές του πολιτισμού τους, να αναπτύσσουν ακόμη και τη φιλολογική εθνική τους γλώσσα που, σε κάποιες περιπτώσεις (βλ. λ.χ. Κιργιζία) απέκτησαν τη σύγχρονη γραφή, ακόμα και μια παγκόσμιας φήμης λογοτεχνία τους μέσα στην ΕΣΣΔ (λ.χ. Τζιγκίζ Αϊτμάτοφ), συμμετέχοντας πλήρως και με όλα τα δικαιώματά τους στη ζωή της Σοβιετικής Ενωσης και αντιπροσωπευόμενες ισότιμα (δηλαδή, ανεξάρτητα από το μερίδιό τους στον συνολικό πληθυσμό του κράτους) στο Ανώτατο Σοβιέτ (Συμβούλιο) των Εθνοτήτων της ΕΣΣΔ, ένα από τα δύο ανώτατα όργανα εξουσίας της πολυεθνικής χώρας.

Σε μια τέτοια κοινωνία, στο πλαίσιο της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και της ατομικής/ ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ικανοποιούνται με απόλυτα φυσικό τρόπο και οι δύο αρχές επίλυσης του εθνικού ζητήματος, όπως τέθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα: Η εδαφική ακεραιότητα του (εθνικού) κράτους και η αυτοδιάθεση του έθνους ως μορφής κοινωνικής συμβίωσης. Η πείρα της ΕΣΣΔ έδειξε, δηλαδή, ότι οι δύο αυτές αρχές επίλυσης του εθνικού ζητήματος έχουν τελείως διαφορετική εφαρμογή στις συνθήκες των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και της εργατικής εξουσίας, σε σχέση με εκείνες των καπιταλιστικών σχέσεων και της εξουσίας του κεφαλαίου.

Το σύνθημα «κάθε έθνος να έχει το δικό του κράτος» και να εξασφαλίζεται η αυτοτελής του ύπαρξη και ανεξαρτησία, μπόρεσε να υλοποιηθεί διά της αρχής της σοβιετικής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας και εθελοντικής συνένωσης των ξεχωριστών εθνών. Ετσι, για παράδειγμα, αν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, που βρίσκεται περίκλειστο μέσα στο Αζερμπαϊτζάν, ζούσαν αποκλειστικά ή κατά πλειονότητα Αρμένιοι, αυτό δεν συνιστούσε άλυτο πρόβλημα στη σοσιαλιστική κοινωνία, ούτε απαιτούσε αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών ή εδαφικές προσαρμογές των κρατών. Διαμορφωνόταν μια αυτοδιοίκηση στην εν λόγω περιοχή (με τη θεσμικά - συνταγματικά προβλεπόμενη μορφή της Αυτόνομης Δημοκρατίας ή της Αυτόνομης Περιοχής), στην οποία οι Αρμένιοι αυτοί ασκούσαν τα εθνικά τους δικαιώματα (όπως αντίστοιχα γινόταν και στο αζερικό Ναχιτσεβάν, που υπήρχε στην Αρμενία). Δεν υπήρχε κάποιος αντικειμενικός λόγος να στερηθούν την εθνική τους υπόσταση, ιδιαιτερότητα και αυτοδιοίκηση, με όλα τα δικαιώματα που απέρρεαν απ' αυτό. Παρόμοια επίσης, αν στη Δημοκρατία της Ουκρανίας υπήρχαν περιοχές που ζούσαν άλλης εθνικής αναφοράς πληθυσμοί, δεν ήταν αναγκαίο να αναγκαστούν να μαθαίνουν, να μιλούν και να εκπαιδεύονται αποκλειστικά στην ουκρανική γλώσσα ή να αρνηθούν τη δική τους ιδιαίτερη εθνική/εθνοτική ταυτότητα και ζωή (Κριμαία, Οδησσός, Ανατολική Ουκρανία κ.ο.κ.). Και εδαφική ακεραιότητα λοιπόν και εθνική ζωή, αυτοκαθορισμός και αυτοδιάθεση σε κάθε ξεχωριστή εθνική ιδιαιτερότητα ή ομάδα, όσο μικρή κι αν ήταν αυτή (από αυτήν την άποψη, οι Ελληνες της ΕΣΣΔ αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα). Το κλειδί ήταν ότι στην κάθε, μα κάθε ξεχωριστή εθνική ή εθνοτική κοινωνία, πλειονότητα, μειονότητα, προωθούνταν η κατάργηση της ταξικής κοινωνίας και ταξικής διαίρεσης και δεν υπήρχε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Σε αυτό το τελευταίο οφείλεται η τεράστια υπεροχή του σοσιαλισμού στη λύση του εθνικού ζητήματος. Η ΕΣΣΔ δεν είχε (γιατί δεν χρειαζόταν να έχει) ούτε καν επίσημη κρατική γλώσσα - η ρωσική ήταν απλά μια lingua franca, μια διεθνής γλώσσα συνεννόησης που, λόγω της διάδοσής της μέσω των από πριν διεσπαρμένων ρωσόφωνων πληθυσμών σε όλη την έκταση της Ενωσης, λειτουργούσε ως διεθνές όργανο επικοινωνίας και συνεννόησης, δίχως να εξαλείφει ή να παρεμποδίζει την ανάπτυξη των άλλων εθνικών γλωσσών.

Το εθνικό ζήτημα μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ

Στον καπιταλισμό όμως, αυτές οι δύο αρχές (εδαφική ακεραιότητα του κράτους και εθνική αυτοδιάθεση) αναγκαία λειτουργούν ανταγωνιστικά, και προκαλούν αναπόφευκτα την εθνική και δι-εθνική σύγκρουση. Στις δύο αυτές αρχές μαζί υποτίθεται ότι βασίζεται ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, αλλά, στην πράξη, δεν είναι τίποτε άλλο από Οργανισμός Ηνωμένων Κρατών (και όχι Εθνών). Οταν στο εσωτερικό της κοινωνίας υπάρχει εκμετάλλευση και ταξικός διαχωρισμός εκμεταλλευτών - εκμεταλλευομένων (βασικά, καπιταλιστών - εργατικής τάξης) τότε, η σύγκρουση και μεταξύ των ξεχωριστών εθνικών κοινωνιών (καθώς και μεταξύ πλειονοτήτων και μειονοτήτων σε κάθε εθνικό κράτος) είναι πάντοτε πιθανή.

Η ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και η διάλυση του ενωσιακού κράτους ήταν αδύνατο να μη δυναμιτίσει και τις εθνικές σχέσεις σε όλη την έκταση της μεγάλης και πρώην ενιαίας χώρας. Ετσι, λ.χ. η νεοκαπιταλιστική Αρμενία, για να ενωθεί με τους Αρμένιους του Ναγκόρνο Καραμπάχ, με τους οποίους διατηρούσε οικονομικές, πολιτιστικές και άλλες σχέσεις, κατέλαβε τις ενδιάμεσες περιοχές του νεοκαπιταλιστικού Αζερμπαϊτζάν που το περιέκλειαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες Αζέρους πρόσφυγες τότε, ξεκινώντας μια εθνική σύγκρουση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με νέες συγκρούσεις, όταν η πρόσφατη επίθεση του Αζερμπαϊτζάν στοχεύει στην «αποκατάσταση της εθνικοκρατικής εδαφικής ακεραιότητας» και στην κατάληψη και του χώρου στον οποίο ζουν οι Αρμένιοι στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ομόλογες καταστάσεις ισχύουν για πολλές περιοχές και μέρη της πρώην ΕΣΣΔ, μεταξύ των οποίων και στην Ουκρανία.

Το συμπέρασμα είναι απλό, τραγικά απλό: Στις συνθήκες του σοσιαλισμού τα έθνη, οι λαότητες, οι μειονότητες μπορούν να συμβιώσουν στα «ιστορικά» τους εδάφη, με πλήρη δικαιώματα, δίχως να απειλούν ή να απειλούνται απ' τους εθνικούς τους γείτονες, μπορούν να έχουν φιλικές - αδελφικές σχέσεις μαζί τους και να συνεργάζονται σταθερά για την κοινή ευημερία όλων - αυτό ήταν η τυπική σοβιετική πραγματικότητα. Αντίθετα, στις συνθήκες του καπιταλισμού, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν. Οι όποιες εθνικές ή εθνοτικές διαφορές αποτελούν πηγή αντιπαράθεσης, επιβολής, υποτέλειας, σύγκρουσης, μίσους, βαρβαρότητας. Οταν μάλιστα, οι καπιταλιστικές σχέσεις επανεμφανίζονται μετά από μια ιστορική διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι εθνικές συγκρούσεις αποτελούν μια τρομερή οπισθοδρόμηση, κάτι εφιαλτικό και βάρβαρο που οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει για χρόνια σ' αυτά τα μέρη.

Το «μυστικό», το «κλειδί» της εξήγησης της όλης κατάστασης βρίσκεται στις σχέσεις παραγωγής της κοινωνίας και στην ταξική δομή και διαίρεση του κάθε ξεχωριστού έθνους, εθνότητας, μειονότητας. Σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ηγετική δύναμη του κάθε έθνους ή εθνότητας είναι η εργατική τάξη, η «τάξη - μη τάξη» που εκφράζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας, την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, την επιδίωξη για υπέρβαση της ταξικής διαίρεσης, τη συνειδητή οικοδόμηση μιας κοινωνίας αυτοσυνεταιρισμένων παραγωγών που σχεδιάζουν από κοινού την ανάπτυξη του κόσμου τους - προοπτικά, όλης της ανθρωπότητας. Σε συνθήκες καπιταλισμού, το έθνος παραμένει πάντα μια ταξική κοινωνία εμπορευματοπαραγωγών, έτσι όπως άλλωστε ξεκίνησε ως μορφή κοινωνικής συμβίωσης στη νεότερη ιστορία. Ηγετική τάξη του είναι η κεφαλαιοκρατία και επιδίωξη της τελευταίας είναι η διεύρυνση και η κατάκτηση αγορών, η εξαγωγή κεφαλαίων - και αυτή συνιστά τη θεμελιακή αρχή ύπαρξης και κινητοποίησης όλης της εθνικής κοινωνίας. Και η κινητοποίηση αυτή στρέφεται αναγκαστικά ενάντια σε άλλες αστικές τάξεις και σε άλλες εθνικές κοινωνίες, με τις οποίες υπάρχουν σχέσεις μόνιμου ανταγωνισμού που, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να φτάσει και έως τον πόλεμο.

Τα εθνικά θέματα είναι πάντοτε πολύπλοκα, αλλά οι βασικές αρχές επίλυσής τους σήμερα, με βάση την πολύτιμη ιστορική εμπειρία και την ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης, είναι, λοιπόν, μάλλον απλές: Ο σοσιαλισμός ευνοεί, ακόμη περισσότερο, προϋποθέτει την ειρηνική και φιλική συνύπαρξη των εθνών. Ο καπιταλισμός, αντίθετα, όχι απλά αποτρέπει τις φιλικές εθνικές σχέσεις, αλλά, ακόμη περισσότερο, προκαλεί και προϋποθέτει τον μόνιμο ανταγωνισμό και σύγκρουση μεταξύ των εθνών και εθνικών κοινοτήτων, ανταγωνισμό και σύγκρουση οικονομική, ιδεολογική, πολιτική, δυνητικά και πολεμική. Ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων» ως αρχή, διέπει, εκτός από την οικονομία, και την ίδια την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Η σοσιαλιστική επανάσταση σήμερα είναι η μόνη απάντηση στη βαρβαρότητα, την εξαθλίωση και τον πόλεμο

Με βάση τα προηγούμενα, μπορεί να δοθεί και η απάντηση στο ερώτημα για το «ποιες αμαρτίες πληρώνουν» σήμερα οι λαοί της Ουκρανίας, της Ρωσίας, του Ντονμπάς, της Κριμαίας και τόσων άλλων περιοχών της πρώην ΕΣΣΔ, κι όχι μόνο. Πληρώνουν τις επιπτώσεις της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, πληρώνουν την ιστορική οπισθοδρόμηση, που γέννησε μια εποχή εφιαλτών και τεράτων, πληρώνουν, και με το αίμα τους πλέον, την ίδια την ύπαρξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του κράτους του, του πνευματικού εποικοδομήματος και πολιτισμού του.

Η υπεροχή του σοσιαλισμού και στο εθνικό ζήτημα είναι αδιαμφισβήτητη. Ζούμε στην ιστορική εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού - ιμπεριαλισμού και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων που, αναπόφευκτα, συνοδεύονται και από τη δυνατότητα και πραγματικότητα αντεπαναστάσεων - τις συνέπειες των οποίων ακριβώς βιώνουμε στην τρέχουσα συγκυρία. Η σοσιαλιστική επανάσταση σήμερα είναι η μόνη απάντηση στη βαρβαρότητα, στην εξαθλίωση και τον πόλεμο, είναι η ανθρωπιά ενάντια στην απανθρωπιά, η - πραγματική - ευαισθησία ενάντια στην - πραγματική - αναισθησία, είναι ο Λόγος ενάντια στα τέρατα και τους εφιάλτες τής από καιρό παρωχημένης, αλλά ακόμα υπαρκτής, καπιταλιστικής κοινωνικής πράξης και συνείδησης. Η ευθύνη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος ως φορέα - εκφραστή της λογικής της προόδου της ανθρωπότητας, του Λόγου στη σύγχρονη κοινωνία, είναι τεράστια. Και, όπως παριστάνεται και στο γνωστό έργο του Γκόγια, ο ύπνος της Λογικής γεννάει τέρατα.


Του
Αποστόλη ΧΑΡΙΣΗ*
*Ο Απ. Χαρίσης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ