Παρασκευή 18 Απρίλη 2025 - Κυριακή 20 Απρίλη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΑΧΤΥΛΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ - ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Εξήντα πέντε χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου «Επιτάφιος» που έμελλε ν' αλλάξει την έως τότε γνωστή ελληνική μουσική

Ο θρήνος της κάθε Ελληνίδας μάνας του λαού πάνω από το νεκρό σώμα του γιου - αγωνιστή της ταξικής πάλης

Ολη η οικογένεια Τούση: Ο Τάσος, πάνω αριστερά, με την εργατική τραγιάσκα
Ολη η οικογένεια Τούση: Ο Τάσος, πάνω αριστερά, με την εργατική τραγιάσκα
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ενα τριαντάχρονο παλικάρι, ο απεργός αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης, το οποίο κοιτάει τη ζωή κατάματα, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τον επερχόμενο θάνατο. Πέφτει νεκρός στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, από τα δολοφονικά βόλια των χωροφυλάκων, των μίσθαρνων οργάνων καταστολής της αστικής τάξης. Οι σύντροφοί του εναποθέτουν το σεπτό σώμα του νεκρού πάνω σε μία πόρτα, που την έχουν ξηλώσει από ένα υπό κατασκευή ξενοδοχείο.

Μια γυναίκα με ανήσυχα μάτια, η Κατίνα από το Ασβεστοχώρι, αναζητά στους αιματοκυλισμένους δρόμους τα παιδιά της. Τις δύο κόρες της ψάχνει, με τέτοια αγωνία που έχει ξεραθεί το σάλιο στο στόμα της.

Αυτές εργάζονται σε μία βιομηχανία ζαχαρωδών προϊόντων, στον Βαρδάρη, υπό την απειλή της απόλυσης, σε περίπτωση που κατέβουν στην απεργία. Τ' αγόρι της, για να μην στεναχωρήσει την μάνα του, της έχει πει ψέματα, ότι θα βρίσκεται στο προάστιο της Εξοχής, όχι πολύ μακριά από το κέντρο και την αγορά.

Η μαρτυρία του Γιώργου Σολωμού, συναγωνιστή του Τάσου

Τελικά, μαθαίνει τα κακά μαντάτα από τον συναγωνιστή και συντοπίτη του γιου της Γιώργο ή Τζώρτζη Σολωμό. Το σπλάχνο των σπλάχνων της, ο Τασούλης της κείτεται κατάχαμα, ξέπνοος, χωρίς ζωή. Η μαρτυρία του, σε ακατέργαστο προφορικό επαναλαμβανόμενο λόγο, όπως καταγράφεται στο μισής ώρας ντοκιμαντέρ «Τάσος Τούσης. Ο άγνωστος ήρωας από τον "Επιτάφιο" του Γιάννη Ρίτσου», σε σενάριο - σκηνοθεσία Βαγγέλη Δημητρίου (παραγωγή υπουργείου Πολιτισμού 1984-'85):

Σε ηλικία 17 ετών, το 1923
Σε ηλικία 17 ετών, το 1923
«Οταν έπεσε ο Τάσος νεκρός, που είναι αλήθεια ότι δεν το περίμενα, έπεσα κι εγώ επάνω του για να τον ρωτήσω κάτι ή για να προφυλαχθώ. Ομως, όταν είδα τα αίματα, τότε διαπίστωσα ότι ήταν νεκρός πλέον. Από κει πέρα ήρθαν οι απεργοί με μία ξηλωμένη πόρτα από ένα ξενοδοχείο που χτιζόταν, στη συμβολή Εγνατίας και Συγγρού.

Οι απεργοί τον είχαν βάλει πάνω σε μία ξηλωμένη πόρτα

Τον βάζουμε επάνω και τον σηκώνουν οι καπνεργάτες για να τον πάνε στο σωματείο τους. Ομως, επειδή ήταν νεκρός, υποχρεώθηκαν να τον πάνε στην Κλινική Θεόδωρου Ανδρεάδη, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Παίρναμε τον νεκρό δυο μπροστά και δυο πίσω και πηγαίναμε στην Γενική Διοίκηση, στην οδό Βενιζέλου.

Σταθήκαμε στην πύλη μπροστά, όπου συγκεντρώθηκαν όλοι οι απεργοί για να διαμαρτυρηθούν. Κάποια στιγμή είδα την μάνα τού Τάσου στην άλλη πύλη. "Τρόμαξα για τα κορίτσια και βγήκα να πάνω να τα πάρω", μου είπε. "Αυτόν που είναι πάνω στην πόρτα δεν τον βλέπεις ποιος είναι;", της αντιλέγω. "Ποιος είναι;", ρώτησε. "Είναι ο Τάσος!", της απαντώ».

Το Σάββατο της 9ης Μάη 1936 δεν ήταν μία καθημερινή μέρα των εργατών, ήταν ημέρα παλλαϊκής απεργίας, που είχαν κηρύξει τα σωματεία όλων των επαγγελματικών κλάδων της Θεσσαλονίκης. Υπολογίζεται ότι ο όγκος των απεργών έφτασε τις 25.000, ποτάμι ήταν που έβραζε και ξεχείλιζε από την οργή.

Εννέα νεκροί και εκατόν είκοσι τραυματίες απεργοί

Επαγγελματίας πια αυτοκινητιστής
Επαγγελματίας πια αυτοκινητιστής
Ολες οι λεωφόροι και οι δρόμοι, όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου είχαν πέσει πάνω στην πόλη - λιμάνι είχαν το χρώμα το κόκκινο της ροδαυγής. Κι αυτό το απαλό ρόδινο με τα ανάλαφρα ανοιξιάτικα σύννεφα να περνούν σαν χαιρετισμοί στο μέλλον, δεν θ' αργούσε ν' αποκτήσει τα επίγεια χρώματά του από το αίμα των εννέα δολοφονημένων απεργών και άλλων εκατόν είκοσι τραυματισμένων. Κανένα μαγαζί δεν είχε ανοίξει κι η πόλη φάνταζε σαν να είχε χάσει τη ρουτίνα της, είχε όμως επαληθεύσει τη συλλογικότητα ως ενιαίο παλλαϊκό μέτωπο.

Οι διεκδικήσεις είχαν αρχίσει, στις 29 Απρίλη, με την απεργία των δώδεκα χιλιάδων καπνεργατών της Θεσσαλονίκης, και είχε αποκτήσει δυναμισμό σε πανελλήνιο επίπεδο ενάντια στο επίμονο κρατικό αιματοκύλισμα.

Τα αιτήματα δεν ήταν αποκλειστικά εργατικά και οικονομικά, αλλά είχαν και πολιτικό περιεχόμενο, καθώς ακούστηκαν συνθήματα, όπως «Κάτω ο Μεταξάς!» ή «Κάτω ο φασισμός!». Ακόμη ο Ιθακήσιος στρατιωτικός δεν έχει αναγορευτεί σε δικτάτορα και προσχηματικά κρατάει τον πρωθυπουργικό θώκο. Απ' αυτήν τη θέση δίνει το ελεύθερο για επέμβαση των σωμάτων ασφαλείας.

Ενα κουρασμένο, ταλαιπωρημένο και καταπιεσμένο παιδί

«Ηταν ένα κουρασμένο, ταλαιπωρημένο και καταπιεσμένο παιδί, γι' αυτό έλαβε μέρος στην απεργία μ' όλη την ψυχή του κι έδωσε τη ζωή του για αυτήν», περιγράφει, τις τελευταίες στιγμές του, η τυφλή αδελφή του Μαρίκα Μπόχαλη-Τούση στο ίδιο κινηματογραφικό ντοκουμέντο, η οποία υπογράφει και το βιβλίο - μαρτυρία «Τάσος Τούσης. Ο θάνατος ενός ήρωα για τα δικαιώματα των εργαζομένων» (αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη, 1983).

Τη στιγμή που ο ηρωικός απεργός κείτεται νεκρός επί του οδοστρώματος. Η έκπληξη των συντρόφων του στα πρόσωπά τους είναι έκδηλη
Τη στιγμή που ο ηρωικός απεργός κείτεται νεκρός επί του οδοστρώματος. Η έκπληξη των συντρόφων του στα πρόσωπά τους είναι έκδηλη
Ετσι, λοιπόν, ο γεννημένος την 1η Γενάρη 1906, στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης, εκείνο το μαύρο μαγιάτικο πρωινό δεν πάει στη δουλειά του. Κατεβαίνει στις λεωφόρους και στους κεντρικούς δρόμους της νεκρωμένης πολιτείας, καθώς η πλειονότητα των πρωτογενών δημιουργών έχουν αφήσει τις δουλειές τους, γιατί η απεργία επείγει.

Εκείνο το πρωινό που έμελλε να πέσει νεκρός από άνανδρα πυρά, βεβαίως και δεν πήγε για αναψυχή με τους φίλους τους, όπως ψευδώς είχε καθησυχάσει την μητέρα του. Είχε περάσει από το συνεργείο, όπου επισκεύαζε ένα αυτοκίνητο - κάτι σαν ταξί εκείνης της εποχής - το οποίο το είχε κάνει δικό του με δόσεις. Από κει, πήγε στην οδό Συγγρού, όπου ήταν το πρακτορείο των δημόσιων οχημάτων, με προορισμό το Ασβεστοχώρι.

Από μικρός στα βάσανα για να στηρίξει την μάνα και τις τέσσερις αδερφάδες του, καθώς ο πατέρας του τους είχε εγκαταλείψει, μετά τον θάνατο του κτηματία παππού του. Είχε προηγηθεί της γέννησής του μία αδελφή, η Τασούλα και ακολούθησαν άλλες τρεις, η Υπαπαντή, η Μαρίκα και η Ζωίτσα.

Η επιβίωση σφίγγει τη λαϊκή οικογένεια και ο δεκάχρονος μοναδικός άντρας ανάμεσα σε πέντε γυναίκες εγκαταλείπει το σχολείο, στην Τρίτη Δημοτικού, αν και αριστεύει. Αρχικά εργάζεται ως βοηθός μάγειρα σ' έναν καταυλισμό Αγγλων, οι οποίοι στρατοπέδευαν στην περιοχή και είχαν συντελέσει στην ανέγερση του γειτονικού σανατόριου. Ομως, με το πέρας του Α' Παγκόσμιου Πολέμου αποσύρονται και ο ανήλικος Τάσος θα μείνει χωρίς δουλειά.

(Συνεχίζεται)


Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ