Σάββατο 25 Γενάρη 2014 - 1η έκδοση
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Μετά την κωλοτούμπα Σταθάκη, τα ταχυδακτυλουργικά του Στάθη

Ο,τι και να γράψει ο Στάθης δεν ξαφνιάζει. Με το χτεσινό του πόνημα στο enikos.gr επιχείρησε να μετατρέψει τη νέα κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ σε επιχείρημα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και εναντίον του ΚΚΕ!

Αναφερόμαστε, φυσικά, στις δηλώσεις Σταθάκη περί χρέους και 5% επάχθειας.

Με αφορμή, λοιπόν, τον Σταθάκη γράφει ο Στάθης: «Ομως, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ο σ. Σταθάκης ... ενίσχυσε και το 5% του ποσοστού του ΚΚΕ. Δεν θα έλεγα ότι έδωσε το φιλί της ζωής στα επιχειρήματα Κουτσούμπα εναντίον της αξιοπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όσο να 'ναι ενίσχυσε τις αμφιβολίες για αυτήν την αξιοπιστία κάποιων εξ εκείνων των αριστερών που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ ... Ακόμα κι αν τοποθετήσεις όπως αυτή του σ. Σταθάκη ενισχύουν το ΚΚΕ, μια τέτοια πίεση απ' τα αριστερά του ο ΣΥΡΙΖΑ τη χρειάζεται. Μάλιστα, αν αυτή η πίεση ήταν σε συμπαράταξη των δύο δυνάμεων καθώς και άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, θα ήταν ευχής έργο για τον λαό και συμφορά για τους διαπλεκομενοδιεφθαρμένους Δυνατούς. Πού όμως τέτοια τύχη; Αλλά ακόμα κι έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται αυτήν την πίεση απ' τ' αριστερά του, έστω την όχι κατά συμπαράταξιν, αλλά την κατ' αντίθεσιν. Αρκεί αυτή η αντίθεση να μη συμπίπτει με τη δεξιά, ούτε να "βγαίνει απ' τα δεξιά", όπως όταν ισχυρίζεται ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σκορπά αυταπάτες ... Διότι έτσι ο λαός απογοητεύεται ...

Παραλογισμοί που οδηγούν στα έσχατα, όπως όταν ορισμένοι κατηγορούν τον λαό γιατί εγκαταλείπει ποταμηδόν τον δικομματικό μονοκομματισμό κι έρχεται στην Αριστερά, χωρίς να πηγαίνει αριστερότερα. Συμπαθάτε με, σύντροφοι, αλλά τίποτα δεξιότερο απ' αυτήν την κριτική. Εν πρώτοις τίποτα δεν εμποδίζει τον λαό να πάει αύριο αριστερότερα ... και δεύτερον: γιατί αύριο κι όχι σήμερα; Αύριο θα είναι αργά για όσα πρέπει να σωθούν τώρα. Και, τέλος, η διαδικασία για να αναταχθεί το παρόν, μάλιστα απ' τον ίδιο τον λαό, είναι ακριβώς εκείνη που θα τον μάθει να έχει το αύριο στα χέρια του...».

Ο Στάθης περιέγραψε πολύ καλά - ξέρει αυτός - πώς θα ήθελε η αστική τάξη να είναι το ΚΚΕ:

Να μπορεί να ασκεί κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ μόνο ως αριστερή συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, όχι απαραίτητα εντός αλλά ακόμα και εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήταν λέει ευχής έργο το ΚΚΕ να αναμηρυκάζει τη «ΣΥΡΙΖΑίικη διαχείριση» με «ΚΚΕδικη προφορά» έτσι βλέπετε θα χειραγωγείται καλύτερα ο λαός. Να συμπληρώνει «αριστερότερα» του Λαφαζάνη τις απόχες ώστε να μη δραπετεύει στο ριζοσπαστισμό ούτε μία συνείδηση εργάτη, αγρότη, νέου...

Μάλιστα, ο Στάθης κουνάει το δάχτυλο στο ΚΚΕ, «να προσέχει» την κριτική που ασκεί στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί κριτική του ασκεί και η δεξιά, άρα το «ΚΚΕ ταυτίζεται με τη δεξιά» - ράβδος εν γωνία άρα βρέχει ή πας μη ΣΥΡΙΖΑ βάρβαρος - και ο λαός απογοητεύεται. Γνωστά άλλωστε αυτά από το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980...

Ενα ΚΚΕ σκιά του εαυτού του. Ευτυχώς δεν είναι όμως έτσι...

Το ΚΚΕ έχει υποχρέωση να ασκεί όχι κριτική αλλά να πολεμάει κάθε δύναμη αστικής διαχείρισης όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ περισσότερο όταν αυτή η δύναμη προέρχεται από αποστάτες του κομμουνιστικού κινήματος και πλασάρει τη γραμμή διαχείρισης του καπιταλισμού ως φιλολαϊκή. Οταν, δηλαδή, πρόκειται για δυνάμεις που υπόσχονται στο σύστημα: «Εμπιστευτείτε μας, εμείς θα διαχειριστούμε καλύτερα την κρίση, θα στηρίξουμε την καπιταλιστική ανάκαμψη αλλά θα μπορέσουμε καλύτερα από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να χειραγωγήσουμε να στρατεύσουμε τους εργαζόμενους στην πολιτική του κεφαλαίου».

Η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ δεν είναι μια «στάση» πιο πέρα «αριστερότερα» στον ίδιο δρόμο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δε βρίσκεται στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αλλά είναι αφετηρία για τον αντίθετο ακριβώς δρόμο, της ανάπτυξης υπέρ του λαού, που προϋποθέτει την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, τη διαγραφή όλου του χρέους, την αποδέσμευση από την ΕΕ με το λαό στην εξουσία.

Να μη δεχτούν οι χαλυβουργοί να σηκώσουν ξένες σημαίες

Eurokinissi

Σε απεργιακή κινητοποίηση καλεί η ΠΟΕΜ τους εργαζόμενους στις χαλυβουργικές βιομηχανίες στις 28 Γενάρη και, με ανακοίνωσή της, καταγράφει τα προβλήματα του κλάδου, που, όπως σημειώνει, «απειλείται με κατάρρευση». Με ποια αιτήματα, όμως, η πλειοψηφία της ΠΟΕΜ καλεί τους εργάτες να απεργήσουν; Ποιες είναι οι διεκδικήσεις της απέναντι στην εργοδοσία και την κυβέρνηση; Το βασικό και μοναδικό (!) αίτημα που διατυπώνει είναι η παροχή φτηνού ηλεκτρικού ρεύματος προς τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.

Να πώς αναπτύσσει η πλειοψηφία της ΠΟΕΜ τα επιχειρήματά της: «Είναι κοινή διαπίστωση των συνδικάτων μας ότι βασικός μοχλός στήριξης, ύπαρξης και ανάπτυξης του κλάδου, είναι το ανταγωνιστικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και όχι οι μειώσεις μισθών και ημερομισθίων. Σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν λάβει μέτρα στήριξης των χαλυβουργικών επιχειρήσεων (...) Το κόστος φυσικού αερίου στην Ελλάδα είναι υψηλότερο κατά 40% από αυτό των ευρωπαϊκών χωρών (...) Ο πρόσφατος νόμος 4231/1.11.13 που προέβλεπε στήριξη του κόστους Ενέργειας (ό,τι ισχύει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες) ακυρώθηκε από την τρόικα, λόγω κακών κυβερνητικών χειρισμών. Την ίδια ώρα, επιδοτούν πέντε παραγωγούς ΑΠΕ με 500 εκ. ευρώ».

Παραθέτουμε εκτενώς αυτό το απόσπασμα, γιατί πρόκειται για «μνημείο» ταύτισης ενός συνδικάτου με τις αξιώσεις των καπιταλιστών. Η διαπάλη και ο ανταγωνισμός μεταξύ των ενεργοβόρων -και όχι μόνο- βιομηχανιών και της ΔΕΗ βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, ακόμα και με την υποβολή εξώδικων εκ μέρους βιομηχανιών. Σε αυτήν την οικονομική και επιχειρηματική διαπάλη, το συνδικάτο, αντί να σηκώσει ανάστημα και να υπερασπιστεί τα εργατικά συμφέροντα, παίρνει θέση στο πλευρό των βιομηχάνων του κλάδου και καλεί τους εργαζόμενους να σηκώσουν ξένες γι' αυτούς σημαίες.

Τσιμουδιά για τη σαρωτική επίθεση


Παρουσιάζει, μάλιστα, αυτή του τη στάση σαν «φιλεργατική», καθώς υποστηρίζει ότι η μείωση της τιμής του ρεύματος, που καταναλώνουν οι επιχειρήσεις του κλάδου, είναι το «ισοδύναμο» για να μη μειωθούν κι άλλο οι μισθοί και να μη γίνουν απολύσεις. Ετσι, όχι μόνο βάζει τους εργαζόμενους να παλεύουν για λογαριασμό της εργοδοσίας και για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, αλλά καλλιεργεί και τη δηλητηριώδη αυταπάτη ότι με αυτόν τον τρόπο θα γλιτώσουν από την επίθεση σε μισθούς και δικαιώματα, από την οποία κανένας, ούτε στον κλάδο του Μετάλλου δεν έχει εξαιρεθεί.

Αλλωστε, για όσες περικοπές, απολύσεις και ανατροπές έχουν γίνει έως τώρα στα εργοστάσια του κλάδου, η πλειοψηφία της Ομοσπονδίας δεν έχει πει κουβέντα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τη στάση της απέναντι στους απεργούς χαλυβουργούς στον Ασπρόπυργο; Την επί της ουσίας συμφωνία με τη στάση που κράτησε το σωματείο της «Χαλυβουργίας» στο Βόλο, αποδεχόμενο τις μειώσεις μισθών και την εκ περιτροπής εργασία, προκειμένου, τάχα, να μη γίνουν απολύσεις; 'Η το γεγονός ότι για τη δίωξη των 28 συνολικά χαλυβουργών από τον Ασπρόπυργο, τους οποίους ο Μάνεσης σέρνει στα δικαστήρια για να τους τιμωρήσει για τον ηρωικό αγώνα τους, η Ομοσπονδία δεν έχει βγάλει ούτε μια ανακοίνωση;

Στον αντίποδα, η πλειοψηφία αναφωνεί: «Οχι στην κατάρρευση του κλάδου»! Μόνο που η κατάρρευση ή μη του κλάδου, όπως βέβαια και η ανάπτυξή του όλη την προηγούμενη περίοδο, καθόλου δεν εξαρτάται από τους εργάτες και το κατά πόσον θα δεχτούν εθελοντικά να γίνουν πρόβατα επί σφαγή από την εργοδοσία. Οσο τα εργοστάσια είναι στα χέρια των βιομηχάνων, ο κλάδος εξαρτάται από το κυνήγι του καπιταλιστικού κέρδους που βρίσκεται στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού, στις επιδιώξεις των εργοδοτών για το μέγιστο δυνατό κέρδος, που πάντα ήταν και είναι σε βάρος των εργατών.

Η αναρχία στην καπιταλιστική παραγωγή, ο ανταγωνισμός με τα μονοπώλια άλλων χωρών, η κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας είναι αυτά που ορίζουν το πότε και αν ένας κλάδος καταρρέει ή αναπτύσσεται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, όταν βρίσκεται σε κρίση, «καταρρέουν» μαζί και οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες των εργοστασίων.

Η πραγματική εικόνα του κλάδου

Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το παραπάνω, αξίζει να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία. Το περιεχόμενο της παραγωγής της ελληνικής χαλυβουργίας είναι κυρίως χάλυβας για οπλισμό κατασκευών. Είναι, δηλαδή, μικρής προστιθέμενης αξίας εμπόρευμα, χαμηλής τεχνολογίας. Η κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου εκδηλώθηκε σε ολόκληρη την οικονομία και έπληξε ιδιαίτερα τόσο τον κλάδο των κατασκευών, όσο και τον κλάδο της χαλυβουργίας, που τροφοδοτεί τον προηγούμενο.

Την προηγούμενη περίοδο, η μεγάλη κατασκευαστική δραστηριότητα (μεγάλα έργα, Ολυμπιακοί Αγώνες, κατασκευή σπιτιών) οδήγησε σε μεγάλη παραγωγή στον κλάδο. Ωστόσο, στις νέες συνθήκες του καπιταλισμού, δε θα συνεχίσουν να υπάρχουν όλες οι μονάδες χαλυβουργίας. Η παραγωγή είναι πολύ μεγάλη για την εγχώρια ζήτηση, οι πιθανές εξαγωγές δεν μπορούν να απορροφήσουν όλη αυτήν την παραγωγή, ενώ θα αυξηθεί η παραγωγή και στις άλλες χώρες που έχουν κατασκευαστικό «μπουμ», αφού είναι φθηνότερο να κάνεις την παραγωγή απευθείας στην Αίγυπτο ή στη Λιβύη, παρά να μεταφέρεις εκεί έτοιμα σίδερα από την Ελλάδα.

Κατά συνέπεια, θα προχωρήσουν εξαγορές, συγχωνεύσεις και μεταφορά παραγωγής στο εξωτερικό, τις συνέπειες των οποίων θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι. Πρέπει, ακόμα, να επισημάνουμε ότι οι χαλυβουργίες στην Ελλάδα δεν ανταγωνίζονται για εξαγωγές, όπως αφήνεται να εννοηθεί, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Ανταγωνίζονται, κυρίως, την Τουρκία και την Ισπανία.

Η Τουρκία, όμως, διαθέτει επιπλέον ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, καθώς συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα διαλυτήρια πλοίων της Ευρώπης, και άρα το scrap είναι φθηνότερο (και έχει και μικρότερο μεταφορικό κόστος), ενώ είναι φτηνότερη και η εργατική δύναμη.

Ποιος πληρώνει τα σπασμένα;

Αντί η ΠΟΕΜ να ανησυχεί για την κατάσταση που έριξε και τους εργαζόμενους του κλάδου της, όπως και ολόκληρη την εργατική τάξη, η επίθεση των βιομηχάνων και της κυβέρνησης, κόπτεται για τους ντόπιους δικούς της βιομηχάνους και ισχυρίζεται ότι οι «ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν λάβει μέτρα στήριξης των χαλυβουργικών επιχειρήσεων».

Αλήθεια, αυτά τα μέτρα που πήραν στην ΕΕ ήταν υπέρ των εργαζομένων στις χώρες τους; Μήπως εκεί οι χαλυβουργοί εργάτες δε βιώνουν την ίδια εκμετάλλευση, δε μένουν άνεργοι, δεν κλείνουν επιχειρήσεις για να μεταφερθούν σε άλλους καπιταλιστικούς «παραδείσους»; Μήπως οι κρατικές επιχορηγήσεις, οι φοροαπαλλαγές, τα δάνεια που δόθηκαν, και συνεχίζονται να δίνονται και εκεί και στη χώρα μας, δεν προέρχονται από τη φορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων; Από το λαϊκό κόπο και ιδρώτα;

Επιπλέον, η ΠΟΕΜ κάνει νύξη στην ανακοίνωση και για την επιδότηση των παραγωγών ΑΠΕ, βάζοντας τους εργαζόμενους να τσακωθούν μεταξύ τους για το ποιος κλάδος θα πάρει τα περισσότερα προνόμια και τις επιδοτήσεις. Δεν λέει, όμως, ότι το βάρος και αυτής της επιδότησης, που μετριέται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, το πληρώνουν τα λαϊκά νοικοκυριά, με το τέλος για τις ΑΠΕ, που έχει μπει στα τιμολόγια της ΔΕΗ.

Μάλιστα, προκειμένου ο ειδικός λογαριασμός χρηματοδότησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) να πάψει να είναι ελλειμματικός, όπως προβλέπει η συμφωνία με την τρόικα, ΔΕΗ και κυβέρνηση επιβάλλουν απανωτές αυξήσεις στους λογαριασμούς. Το Γενάρη, ανακοίνωσαν αυξήσεις που για τα τιμολόγια οικιακής χρήσης φτάνουν το 86%, ενώ μόλις τον περασμένο Ιούνη, η αύξηση για το ίδιο τέλος άγγιξε το 118%. Εννοείται ότι η αντίστοιχη αύξηση για τις βιομηχανίες και τις άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, ήταν πολύ μικρότερη.

Επομένως, με βάση αυτά που ζητάνε οι εργοδότες στη Χαλυβουργία και η πλειοψηφία της ΠΟΕΜ, εκτός από τους βιομηχάνους - παραγωγούς ρεύματος, που πληρώνουμε μέσω της ΔΕΗ, θα πληρώσουμε και τους βιομήχανους της χαλυβουργίας, γιατί δεν αντέχουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αυτό διεκδικεί η ΠΟΕΜ και γι' αυτό καλεί τους εργάτες να απεργήσουν. Την ίδια ώρα, βέβαια, δε λέει κουβέντα για την απελευθέρωση της αγοράς Ενέργειας και την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, που γίνεται με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ και στόχο έχει να αυξήσει την κερδοφορία των καπιταλιστών - μετόχων της, η οποία υπηρετείται και από τις αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος.

Αυτός είναι ο καπιταλισμός και πλευρά της ενδοκαπιταλιστικής κόντρας είναι η διαμάχη των βιομηχάνων της χαλυβουργίας με τους μετόχους της ΔΕΗ (ιδιώτες και κράτος) για το πώς ο καθένας θα περιφρουρήσει την κερδοφορία του.

Ο αγώνας στα χέρια των χαλυβουργών

Ταυτίζοντας τα συμφέροντα των εργατών με αυτά των βιομηχάνων, η ΠΟΕΜ οδηγεί τους εργαζόμενους σε έναν επικίνδυνο δρόμο. Παίρνει θέση στον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό όχι υπέρ των εργατών του κλάδου, αλλά υπέρ των βιομηχάνων της χαλυβουργίας, ζητώντας την προστασία τους απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Αποσιωπά τις πραγματικές αιτίες της κρίσης που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση όχι μόνο τη χαλυβουργία, αλλά και δεκάδες άλλους κλάδους της οικονομίας, με θύματα όχι βέβαια τους ιδιοκτήτες καπιταλιστές, αλλά όλους τους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από κλάδο.

Η ΠΟΕΜ και οι εργοδότες καλλιεργούν κλίμα ταξικής συνεργασίας. Οι εργαζόμενοι, όμως, πρέπει να θυμηθούν ότι δεν έλεγαν τα ίδια και την περίοδο των χρυσών κερδών (1998 - 2005) για την ελληνική χαλυβουργία. Τα κέρδη που έβγαλαν τότε οι βιομήχανοι δεν τα μοιράστηκαν με τους εργαζόμενους, που σήμερα θέλουν να τους εμφανίσουν σαν μια οικογένεια με τους μετόχους. Αντίθετα, τα επένδυσαν με γνώμονα το ποσοστό κέρδους, μερικές φορές και στην απελευθερωμένη αγορά Ενέργειας.

Να γιατί οι χαλυβουργοί εργάτες πρέπει να πάρουν στα δικά τους χέρια την οργάνωση της απεργίας. Να πορευτούν με τα δικά τους ταξικά αιτήματα, ενάντια στους καπιταλιστές του κλάδου και στην κυβέρνηση που τους στηρίζει. Να υπερασπίσουν το δικαίωμα στη δουλειά, την προστασία των ανέργων και των απολυμένων του κλάδου. Να διεκδικήσουν μέτρα υγιεινής και ασφάλειας σε έναν κλάδο με αυξημένους κινδύνους για «ατυχήματα», εξαιτίας και της εντατικοποίησης της δουλειάς.

Να μη δεχτούν να γίνουν παίγνιο στα χέρια των καπιταλιστών και των εσωτερικών ανταγωνισμών τους. Να γίνει συνείδηση ότι αυτή η συνδικαλιστική πλειοψηφία στην ΠΟΕΜ είναι εχθρική προς τα πραγματικά τους συμφέροντα, όχι από «αφέλεια» ή λάθος εκτίμηση των πραγμάτων, αλλά επειδή υπηρετεί τη λογική της καπιταλιστικής ανταγωνιστικότητας και εκεί ζητάει από τους εργαζόμενους να καταθέσουν εθελοντικά τον οβολό τους...


Γ. Π.

Τακτικές αποπροσανατολισμού

Την ευκαιρία να αποπροσανατολίσουν τους εργαζόμενους, άλλη μια φορά, σε ατέρμονες δικαστικές ατραπούς και να σπείρουν αυταπάτες, βρήκαν οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του οπορτουνισμού. Μια «ιστορία», που συν τοις άλλοις, εξασφαλίζει πελατεία και στα δικηγορικά γραφεία.

Με αφορμή ανώνυμο μήνυμα που στάλθηκε μαζικά για την ειδική εισφορά αλληλεγγύης - για το οποίο έχει παρέμβει η δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος - νομικοί σύμβουλοι, συνδικαλιστικές οργανώσεις αλλά και παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (εκπαιδευτικών και άλλων), έβγαλαν γνωμοδοτήσεις και σχετικές ανακοινώσεις. Σε αυτές, αλλού με συγκαλυμμένο τρόπο και αλλού ανοιχτά, σπρώχνουν τους εργαζόμενους σε δικαστικές διεκδικήσεις για την επιστροφή της εισφοράς αλληλεγγύης.

Να θυμίσουμε ότι αυτό δε συμβαίνει για πρώτη φορά. Πριν από λίγα χρόνια, ανάλογη τακτική ακολούθησαν και για το λεγόμενο επίδομα των 176 ευρώ. Και τότε βγήκαν μπροστά συνδικαλιστικές οργανώσεις και δικηγορικά γραφεία, για να οδηγήσουν στα δικαστήρια όσους δημόσιους υπαλλήλους δεν το είχαν πάρει. Πριν από λίγες μέρες, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε το σχετικό αίτημα.

Κανείς δεν απορρίπτει οποιαδήποτε μορφή διεκδίκησης για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Το ζήτημα όμως είναι ότι οι δυνάμεις αυτές στήνουν κατά καιρούς βιομηχανίες δικαστικών προσφυγών, που, εκτός των άλλων, συγκαλύπτουν, και άρα αποδυναμώνουν, το κύριο: Οτι η ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων κρίνεται κυρίως και πάνω απ' όλα στο πεδίο της ταξικής πάλης και όχι στις αίθουσες των ταξικών δικαστηρίων.

Με αυτήν την οπτική πρέπει να αντιμετωπιστεί και η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ για τις αποδοχές των ενστόλων. Οπως σημείωσε το Γραφείο Τύπου του ΚΚΕ, «η εμπειρία έχει δείξει επίσης ότι οι κυβερνήσεις βρίσκουν τρόπους για να ξεπερνούν ή να ακυρώνουν στην πράξη δικαστικές αποφάσεις που δεν τους είναι αρεστές». Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται ήδη από την προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφανίσει ως κίνδυνο για την οικονομία και την κοινωνία την απόφαση αυτή, ενώ μιλά για τη λήψη «ισοδύναμων» φορολογικών μέτρων.


Χ. Μ.

Γιατί αγωνιούν για την αξιολόγηση

Η εφημερίδα «Εθνος», στο χτεσινό της πρωτοσέλιδο (24/1), επιλέγει να ασχοληθεί με τη λεγόμενη αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Στη στήλη «Γνώμη», με τίτλο «υποχρέωση η αξιολόγηση» εγκαλεί το συνδικαλιστικό κίνημα που «απειλεί θεούς και δαίμονες (...) για μια διαδικασία που υπό κανονικές συνθήκες έπρεπε να αποτελεί αίτημα και απαίτηση ενός υγιούς συνδικαλιστικού κινήματος στο χώρο της εκπαίδευσης». Κάνει λόγο για «επαναστατική - και μικροκομματική - γυμναστική», μιλά για βολεμένους εκπαιδευτικούς, που επιδιώκουν μια ύποπτη ασυλία, ώστε να πέφτουν κανονικά ο μισθός και οι προαγωγές - επιδόματα, χωρίς έλεγχο και καλλιεργεί τον κοινωνικό αυτοματισμό, το «διαίρει και βασίλευε», λέγοντας ότι όσοι αντιδρούν στην αξιολόγηση θα βρουν απέναντί τους, όχι την τρόικα, ούτε τους αξιολογητές, αλλά ολόκληρη την κοινωνία. Τα ίδια πάνω - κάτω δηλαδή, που αναπαράγει ο αστικός Τύπος, κάθε φορά που κάποιος κλάδος αποφασίζει να παλέψει, να πάει κόντρα σε αυτήν τη βάρβαρη πολιτική (οι αγρότες βαφτίζονται τεμπέληδες, οι ναυτεργάτες ανάλγητοι κ.τ.λ.).

Αποφεύγει, ωστόσο, να μιλήσει για την ταμπακιέρα και το κάνει συνειδητά. Δηλαδή, τι στόχο έχει αυτή η αξιολόγηση και ποιον θα ωφελήσει. Τι σχολείο επιδιώκουν να φτιάξουν και τι ρόλο αναθέτουν στον εκπαιδευτικό. Ποιος θα πάρει καλό βαθμό στη λεγόμενη αξιολόγηση; Ο εκπαιδευτικός που απαιτεί από το κράτος να εξασφαλίσει τη λειτουργία των σχολείων ή αυτός που έχει «δραστήριο επιχειρηματικό πνεύμα» (βλέπε απόφαση ΕΕ), που αναζητεί δηλαδή χορηγούς, που ζητά από τους γονείς να βάλουν το χέρι στην τσέπη; Ο εκπαιδευτικός που αγωνιά να μορφωθούν ολόπλευρα όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα αν είναι πλούσια ή φτωχά, αν θα γίνουν εργάτες ή επιστήμονες ή αυτός που διαχωρίζει τα παιδιά σε αυτά που παίρνουν, τάχα, τα γράμματα και σε αυτά που δε «σκαμπάζουν»; Ο εκπαιδευτικός που λέει στα παιδιά την αλήθεια, που μιλά για τον πραγματικό χαρακτήρα και τα εγκλήματα της ΕΕ ή εκείνος που καλλιεργεί στα παιδιά την «ευρωπαϊκή ιδέα»;

Η λεγόμενη αξιολόγηση, ο κρατικός έλεγχος έχουν ως στόχο το περιεχόμενο της μόρφωσης, το ίδιο το παιδί. Δεν έχει στόχο να κάνει τον εκπαιδευτικό πιο ικανό να μορφώνει ολόπλευρα τους μαθητές. Και δεν μπορεί αντικειμενικά να έχει τέτοιο στόχο, μέσα σε αυτό το σύστημα, που κινείται με κριτήριο το κέρδος. Με ένα σμπάρο - δυο τρυγόνια, λοιπόν. Και τον εκπαιδευτικό χτυπάμε για να τον κόψουμε στα μέτρα μας (μην τυχόν και πει και καμιά αλήθεια στα παιδιά) και το συνδικαλιστικό κίνημα, τους αγώνες. Και ποιους αξιοποιεί για τη δουλειά αυτή; Την Πανελλήνια Ενωση Σχολικών Συμβούλων (ΠΕΣΣ), τα στελέχη, δηλαδή, της εκπαίδευσης. Δεν μας ξαφνιάζει η ανησυχία τους, αφού θέλουν να περάσει πάση θυσία το Νέο Σχολείο, που άλλωστε και οι ίδιοι εκτιμούν πως έχει καθυστερήσει. Και για το σκοπό αυτό, δε θέλουν αντιδράσεις, θέλουν συνδικάτα κυβερνητικά - κρατικά. Θέλουν συνδικαλισμό κυβερνητικό - κρατικό, του χεριού τους, δηλαδή.

Μόνο που τέτοια συνδικάτα, τέτοια σχολεία και τέτοιους εκπαιδευτικούς δεν έχει ανάγκη ο λαός μας. Να γιατί πρέπει πιο αποφασιστικά να μπουν στον αγώνα οι εκπαιδευτικοί. Να μιλήσουν για το περιεχόμενο του σχολείου που χτίζεται, ενός σχολείου κομμένου και ραμμένου στα μέτρα του κεφαλαίου. Να πείσουν τους γονείς ότι στόχος δεν είναι να μείνει μόνο ο μισθός ανέπαφος, αλλά να βρει εμπόδια η βάρβαρη, αντιδραστική άποψη, που λέει ότι τα παιδιά τους δεν αξίζουν και τίποτα παραπάνω, παρά να είναι σύγχρονοι δούλοι του 21ο αιώνα!


Η. Π.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ