Το πολιτικό μπουγατσάν, που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ, απ' έξω Ευρώπη, κι από μέσα κρέμα της αριστερής γιαγιάς από τας Σέρρας ας πούμε, ετοιμάζεται τώρα, που έχει μεγάλη κοινοβουλευτική δύναμη και αντιπρόεδρο στο Ευρωκοινοβούλιο, να καταθέσει αίτημα κατοχύρωσης της ελληνικότητας του μπουγατσάν και με ειδική ανθρωπιστική οικονομική μελέτη των οικονομολόγων του όλων των τάσεων, έτσι ώστε το μπουγατσάν να είναι κεντρική τροφή μη κυβερνητικών οργανώσεων που θα χορηγείται σε αναξιοπαθούντες πληθυσμούς.
Πιάσε ένα μπουγατσάν και φύγαμε. Αν μας βγαίνει ως τη Βιέννη όπου και θα γυριστεί προφανώς το επόμενο ντοκιμαντέρ συμπαραγωγής ΝΕΡΙΤ και ARTE για το πώς ξεκίνησε και πώς υλοποιήθηκε σε καιρούς ανθρωπιστικής κρίσης το θαύμα του μπουγατσάν.
ΥΓ: Οι της πατριωτικής Ελιάς τώρα που στήνεται ανεξάρτητο κράτος του Κουρδιστάν σκέφτονται να προτείνουν το μπουγατσάν ως επένδυση των Κούρδων στο επίπεδο της διατροφικής αλυσίδας με δεσμούς στη Μεσόγειο...
Η κυβέρνηση φορά το μανδύα του προοδευτικού εκσυγχρονισμού που αντιμάχεται τις «συντεχνίες», βαφτίζοντας πρόοδο την πολιτική που θα συνεχίσει να φορτώνει νέα βάρη στη λαϊκή οικογένεια (με νέες αυξήσεις της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος) και να επιδεινώνει τη θέση των εργαζομένων του κλάδου καθώς και των μικρών αγροτών, προς όφελος της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων. Υψώνει τη σημαία του «νόμου και της τάξης», απαιτώντας υποταγή του εργατικού κινήματος στις επιλογές της εκλεγμένης κυβέρνησης, παραίτηση ακόμα και από το δικαίωμα στην απεργία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί την εναντίωση στην πώληση της «μικρής ΔΕΗ» ως προνομιακό ζήτημα για να αυτοπροβληθεί ως εναλλακτική φιλολαϊκή κυβερνητική λύση, να συγκροτήσει το «αντιμνημονιακό μέτωπο» της αντιπολίτευσης και να εμφανίσει ένα μπλοκ 120 βουλευτών που μπορεί να ακυρώσει τα κυβερνητικά σχέδια εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να επισπευσθούν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Σ' αυτή τη συγκυρία έχει ιδιαίτερη σημασία το εργατικό - λαϊκό κίνημα να προσδιορίσει με σαφήνεια τον πραγματικό αντίπαλό του και να αποσαφηνίσει τους στόχους, το περιεχόμενο που μπορεί να διασφαλίσει συνέχεια, διάρκεια και προοπτική στις σημερινές αγωνιστικές πρωτοβουλίες.
Eurokinissi |
Η αλήθεια είναι ότι η σφαγή των λαϊκών - εργατικών δικαιωμάτων και αναγκών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας δεν αποτελεί έναν μελλοντικό κίνδυνο, αλλά μια πραγματικότητα που δρομολογήθηκε με συνεχείς αναδιαρθρώσεις για να προωθηθεί η κατεύθυνση της «απελευθέρωσης» της συγκεκριμένης αγοράς. Η συγκεκριμένη στρατηγική κατεύθυνση δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία της εποχής του μνημονίου και της τρόικας, αλλά δέσμευση για όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ που υλοποιείται εδώ και δυο δεκαετίες σταθερά απ' όλες τις κυβερνήσεις. Στην Ελλάδα προωθήθηκε με αλυσίδα νομοθετικών ρυθμίσεων (με αφετηρία το ν. 2773/99) που οδήγησαν στη μετοχοποίηση της ΔΕΗ ΑΕ και στην πώληση του 49% των μετοχών σε ιδιώτες, στην είσοδο ιδιωτικών ομίλων, στο διαχωρισμό μεταφοράς και διανομής του ηλεκτρικού ρεύματος από τη ΔΕΗ με τη σύσταση του ΑΔΜΗΕ (μεταφορά) και ΔΕΔΔΗΕ (διανομή).
Στην ουσία τα αποφασιστικά βήματα για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ έχουν ήδη γίνει σύμφωνα με τις κοινοτικές κατευθύνσεις.
Πάνω απ' το 45% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος ανήκει πλέον σε άλλους ιδιωτικούς ομίλους που ανταγωνίζονται τη ΔΕΗ (Ομιλοι Μυτηλιναίου, Κοπελούζου, ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, συμμαχικά σχήματα ΕΛΠΕ - Edison, Sorgenia - JP Αβαξ) με επενδύσεις που ξεπερνούν το 1,5 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα στη Γερμανία, τα μερίδια της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μοιράζονται κυρίως σε 4 ομίλους και η ιδιοκτησία του δικτύου μεταφοράς δεν είναι ενιαία.
Οι συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις (προηγούμενες και επόμενες) δεν είναι τυχαίες, στοχεύουν στη διασφάλιση κερδοφόρων όρων για την είσοδο ιδιωτικών ομίλων και την προσέλκυση επενδύσεων στην «απελευθερωμένη αγορά» μέσα από την αποδυνάμωση της δεσπόζουσας, κυρίαρχης θέσης του πρώην κρατικού μονοπωλίου (στη συγκεκριμένη περίπτωση της ΔΕΗ) π.χ. με την αφαίρεση από τον έλεγχο της ΔΕΗ των δικτύων μεταφοράς και διανομής.
Τα επόμενα βήματα για να ολοκληρωθεί η «απελευθέρωση» αφορούν την πώληση του 17% των μετοχών της ΔΕΗ που θα απομείνει, του 66% των μετοχών του ΑΔΜΗΕ (σύμφωνα με το ν. 4237/2014) και την πώληση της «μικρής ΔΕΗ».
Πρόκειται για επιλογές που αφορούν κυρίως τη διανομή μεριδίων και κερδών μεταξύ των ανταγωνιζόμενων ομίλων και ιμπεριαλιστικών κέντρων, μεταξύ των σημερινών και αυριανών μεγαλομετόχων της ΔΕΗ ΑΕ και των αντίστοιχων ανταγωνιστών τους, μέσα στο αντιλαϊκό πλαίσιο της απελευθέρωσης που έχει ήδη επιβληθεί.
Μια ιδιαίτερη πλευρά σ' αυτή τη φάση του ανταγωνισμού των μονοπωλιακών ομίλων αφορά το μελλοντικό έλεγχο λιγνιτικών και μεγάλων υδροηλεκτρικών μονάδων που χρησιμοποιούν φθηνότερες, εγχώριες ενεργειακές πηγές. Οι ανταγωνιστές της ΔΕΗ προτιμούν να αγοράσουν παρά να κατασκευάσουν νέες σχετικές μονάδες, με γνώμονα τη διασφάλιση υψηλότερου ποσοστού κέρδους.
Αντίστοιχα διαπάλη εκδηλώνεται μεταξύ των ομίλων της Ενέργειας και της μεταποίησης για την τιμή του βιομηχανικού ρεύματος.
Ομως, με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες, δεν υπάρχει κανένα φιλολαϊκό μοντέλο, κανένας φιλολαϊκός τρόπος «απελευθέρωσης». Η ζωή τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ επιβεβαιώνει ότι στο πλαίσιο της «απελευθερωμένης» αγοράς, οι όμιλοι λειτουργούν με γνώμονα το ποσοστό κέρδους τους, ακόμα και αν το κράτος κατέχει το 51% των μετοχών. Τα μονοπώλια αποτελούν τους μεγάλους κερδισμένους της πορείας «απελευθέρωσης», αφού βρήκαν μια κερδοφόρα διέξοδο επένδυσης σε υπερσυσσωρευμένα κεφάλαιά τους.
Απ' την αύξηση της παραγωγικότητας αυτή τη δεκαετία ωφελήθηκαν μόνο οι μεγαλομέτοχοι της ΔΕΗ. Τα λαϊκά νοικοκυριά γνώρισαν απανωτές αυξήσεις που ξεπέρασαν το 100% απ' το 2001. Αυξήθηκαν σημαντικά οι διακοπές στις συνδέσεις των νοικοκυριών και το ποσοστό ενεργειακής φτώχειας. Μειώθηκε το μόνιμο προσωπικό από 36.000 σε 18.500 και οι μισθοί πάνω από 40%, ενώ αυξήθηκε το προσωπικό των υπεργολάβων με μισθούς πείνας και μαύρες ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Μειώθηκε η λιγνιτική παραγωγή στη Δυτική Μακεδονία (με τα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας).
Δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Στα κράτη - μέλη που ολοκλήρωσαν νωρίτερα απ' την Ελλάδα την «απελευθέρωση» οι αυξήσεις της τιμής της οικιακής κατανάλωσης ξεπέρασαν το 70% και απασχόλησαν ως πρόβλημα την ίδια την ΕΕ.
Το αντιπαράδειγμα της μείωσης τιμών σε σύγκριση με τις αρχικές στην «απελευθερωμένη» αγορά κινητής τηλεφωνίας, που αναφέρει η κυβέρνηση, δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Πρόκειται για τομέα με θεαματική αύξηση της παραγωγικότητας, γρήγορη μεταβολή τεχνολογικών δεδομένων και των προσφερόμενων εμπορευμάτων, όπου επιπλέον στη φάση δημιουργίας της σχετικής αγοράς εμποδίστηκε η συμμετοχή του ΟΤΕ.
Γενικότερα, στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δεν μπορεί να κατοχυρωθεί η Ενέργεια ως κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα. Η ιστορική πείρα και η σημερινή εμπειρία επιβεβαιώνει τη μαρξιστική θέση ότι το αστικό κράτος και οι επιχειρήσεις του δεν υπηρετούν το συμφέρον της κοινωνίας, το δημόσιο συμφέρον, αλλά τους στρατηγικούς στόχους του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αυτό συνέβαινε και όταν το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ πουλούσε σκανδαλωδώς φθηνά το ρεύμα στο μονοπώλιο της ΠΕΣΙΝΕ και σήμερα που η μετοχοποιημένη ΔΕΗ και η κυβέρνηση έχουν αποφασίσει αύξηση της τιμής του ρεύματος στα φτωχά νοικοκυριά (με κατανάλωση μέχρι 800KWH.)
Το σημερινό αστικό κράτος δεν αποτελεί τον αντίποδα των «δυνάμεων της αγοράς», όπως προσπαθεί να μας πείσει το οπορτουνιστικό ρεύμα, αλλά το φύλακα - άγγελό τους. Γι' αυτό και επιδοτεί πολύπλευρα και πλουσιοπάροχα τους ιδιωτικούς ομίλους του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας με άμεσες επιδοτήσεις που ξεπερνούν το 1 δισ. την τελευταία τριετία μόνο για τις μονάδες φυσικού αερίου και με έμμεσους φόρους όπως τα «πράσινα τέλη» για τις ΑΠΕ που πολλαπλασιάστηκαν.
Οι ηγεσίες της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνυπεύθυνες για όλη την πορεία που οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Εγκλώβισαν το κίνημα στην επιλογή του δήθεν «μικρότερου κακού», στην αναζήτηση ανύπαρκτων «ρεαλιστικών» φιλολαϊκών λύσεων στο πλαίσιο των κοινοτικών κατευθύνσεων της απελευθερωμένης αγοράς. Στην αρχή πρόβαλαν το στόχο σωτηρίας της κρατικής ΔΕΗ και στη συνέχεια της διατήρησης του 51% των μετοχών στο κράτος, συσκοτίζοντας τον πραγματικό αντίπαλο και οδηγώντας το κίνημα από ήττα σε ήττα.
Σήμερα, η ηγεσία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ καλεί το λαό να στοιχηθεί πίσω απ' τη διοίκηση της Επιχείρησης, στον ανταγωνισμό της με τους άλλους ομίλους, σχετικά με τη σύνθεση των μονάδων και των πελατών που θα αφαιρεθούν και θα παραχωρηθούν στη «μικρή ΔΕΗ», δηλαδή σχετικά με τον ανταγωνισμό που αφορά τα κέρδη και τα μερίδια αγοράς μεταξύ των μονοπωλίων.
Υποκλίνεται, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, στις κοινοτικές δεσμεύσεις για ελεύθερη ανεμπόδιστη κίνηση του κεφαλαίου και των εργαζομένων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας όλων των κρατών - μελών της ΕΕ. Υποκλίνεται στη δράση των ιδιωτικών ομίλων, προβάλλοντας ως φιλολαϊκή λύση την παραμονή της ΔΕΗ υπό κρατικό έλεγχο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ συσκοτίζει τον πραγματικό αντίπαλο, την άρχουσα τάξη και μετατρέπει στην πράξη το κίνημα σε υπηρέτη κυβερνητικής εναλλαγής, εντός των τειχών του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Καλεί στην ουσία σε μια εικονική μάχη οπισθοφυλακών για τη διατήρηση της σημερινής κατάστασης, που συνοδεύεται με ανέξοδες διακηρύξεις για κατοχύρωση της Ενέργειας ως κοινωνικού αγαθού στον καπιταλισμό.
Απομονώνει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, το συγκεκριμένο τρόπο που θα ολοκληρωθεί το αντιλαϊκό έργο της «απελευθέρωσης» από τη στρατηγική κατεύθυνση πλήρους εμπορευματοποίησης της Ενέργειας, σε βάρος του συνόλου των λαϊκών αναγκών.
Αντίθετα το ΚΚΕ αναδεικνύει την πάλη ενάντια στη στρατηγική της «απελευθέρωσης» ως έναν απ' τους κρίκους για την ενιαία δράση του εργατικού κινήματος, και όχι μόνο των εργαζόμενων της ΔΕΗ, σε αντιμονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Ως κρίκο κοινής αγωνιστικής δράσης με τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρούς αγρότες που δέχονται απανωτά πλήγματα από την υλοποίηση αυτής της πολιτικής (π.χ. επιβάρυνση όχι μόνο για το ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά και για την άρδευση). Γι' αυτό το ΚΚΕ προβάλλει αγωνιστικά και ενιαία το πλαίσιο πάλης ενάντια στην κοινοτική στρατηγική της απελευθέρωσης, δεν περιορίζει τον αγώνα μόνο στο ζήτημα της απόσυρσης του συγκεκριμένου αντιλαϊκού νομοσχεδίου. Το συγκεκριμένο ριζοσπαστικό πλαίσιο δεν τεμαχίζεται, ούτε παζαρεύεται, γιατί εκφράζει τις σύγχρονες εργατικές - λαϊκές ανάγκες, αποτελεί εφαλτήριο για να προβληθεί αγωνιστικά ο μόνος δρόμος ανάπτυξης που μπορεί να διασφαλίσει την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, ο δρόμος της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, της αποδέσμευσης από την ΕΕ με το λαό στην εξουσία. Μόνο τότε ο ενιαίος αποκλειστικά κρατικός φορέας Ενέργειας της εργατικής τάξης θα μπορεί να σχεδιάζει και να παράγει με γνώμονα τη λαϊκή ευημερία.
Γι' αυτό και το ΚΚΕ καλεί το εργατικό - λαϊκό κίνημα να αξιοποιήσει κάθε μορφή πάλης για την πλήρη κατάργηση όλων των νόμων εφαρμογής του κοινοτικού πλαισίου απελευθέρωσης, σε σύγκρουση με την ΕΕ και τα μονοπώλια, την άρχουσα τάξη. Κάτω απ' αυτή τη σημαία της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών, ο συνεπής ταξικός πόλος του εργατικού κινήματος, οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ δίνουν τη μάχη για την περιφρούρηση της απεργίας και την κλιμάκωση του αγώνα που πρέπει να αγκαλιάσει όλους τους κλάδους και χώρους δουλειάς.
Με αποφασιστική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, το οπορτουνιστικό ρεύμα και τη γραμμή ενσωμάτωσης, για να βάλει ο λαός τη σφραγίδα του στις εξελίξεις.
Αποτελεί συνέχεια της κυβερνητικής πολιτικής διαχρονικά στον τομέα των Δασών: Του Ν. 998/1979 (ΝΔ), με τον οποίο προσπάθησαν να αποδεσμεύσουν από την όποια προστασία της δασικής νομοθεσίας περίπου 15 εκατομμύρια στρέμματα χορτολιβαδικών εκτάσεων. Του Ν. 1734/1987 (ΠΑΣΟΚ), γνωστού ως νόμου για τα βοσκοτόπια, με τον οποίο προσπάθησαν να αποδεσμεύσουν 40 περίπου εκατομμύρια στρέμματα δασικών εκτάσεων μέσω της μετονομασίας τους σε βοσκότοπους. Οι προσπάθειες κρίθηκαν αντισυνταγματικές. Ακόμη μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 (ΠΑΣΟΚ) και του Νόμου 3208/2003 που προέκυπτε απ' αυτήν, ο οποίος, στο όνομα της «βιώσιμης» και «αειφόρου ανάπτυξης», άνοιξε τη λεωφόρο της εμπορευματοποίησης των δασικών οικοσυστημάτων.
Η ουσία όλων των αλλαγών, μετά το 1975, βρίσκεται στην επιδίωξη της εμπορευματοποίησης, μέσω της μεταβολής του προορισμού των δασών και δασικών εκτάσεων και της αλλαγής του χαρακτήρα και της ιδιοκτησίας τους.
Η σημερινή κατάσταση που αντιμετωπίζουν τα δασικά οικοσυστήματα, είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας και της πολιτικής ΕΕ - άρχουσας τάξης, που στοχεύει στη θωράκιση της κερδοφορίας των ομίλων. Βασικοί άξονες της πολιτικής αυτής είναι η εμπορευματοποίηση της γης και των δασών, οι ιδιωτικοποιήσεις. Η κρατική πολιτική αντιμετωπίζει τις επενδύσεις στα δάση ως μία ακόμα διέξοδο στα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια των μονοπωλιακών ομίλων. Ταυτόχρονα, η ιδιωτικοποίηση κρατικών δασικών εκτάσεων αποτελεί και μια μέθοδο κρατικής χρηματοδότησης των μονοπωλίων, αφού οι σχετικές επενδύσεις γίνονται με εξαιρετικά μικρές δαπάνες για τη γη.
Αλλωστε, στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, ένα μεγάλο μέρος της στρατηγικής της αστικής τάξης για τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη», την οποία η συγκυβέρνηση υλοποιεί, εμφανίζεται μέσα από την προώθηση επιλογών στη γη, το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, υποτάσσεται, αντικειμενικά, στους νόμους της αγοράς και της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων. Είναι άρρηκτα δεμένη με την εμπορευματοποίηση της γης και της χρήσης της και τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που έχουν συνδιαμορφώσει οι αστικές κυβερνήσεις και προωθούνται στο πλαίσιο και της ΕΕ.
Η πολιτική των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων οδήγησε στον πολυτεμαχισμό της δασικής γης, στη σκόπιμη διαιώνιση του ιδιοκτησιακού προβλήματος, που διευκόλυνε την επέκταση της ιδιωτικής σε βάρος της δημόσιας δασικής γης, ιδιαίτερα σε περιοχές με τεράστιο οικονομικό ενδιαφέρον.
Η σημερινή συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, συνέχεια των προηγούμενων, στο πλαίσιο της πολιτικής γης και πράσινης ανάπτυξης, του χωροταξικού σχεδιασμού, συνολικότερα της οργάνωσης του κοινωνικού χώρου που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το πλαίσιο των σχέσεων παραγωγής στις οποίες κινούνται, επιταχύνει τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και την επέκταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της χρήσης γης.
Αντιμετωπίζει το ζήτημα, στη βάση ότι οι μέχρι σήμερα «πρωτοβουλίες» δεν «απελευθέρωσαν» τη δασική γη, τα δασικά οικοσυστήματα από την όποια νομική προστασία, ώστε να αποτελέσουν κερδοφόρα διέξοδο στα συσσωρευμένα κέρδη των μονοπωλιακών ομίλων.
Είναι εναρμονισμένη με τη γενικότερη πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, της ενίσχυσης της κερδοφορίας του κεφαλαίου στο πλαίσιο της στρατηγικης της ΕΕ, της προσαρμογής των δασών στους νόμους της καπιταλιστικης αγοράς, της λεγόμενης «πράσινης» ανάπτυξης, των οδηγιών για τα δασικά συστήματα και τελευταία το 7ο πρόγραμμα περιβαλλοντικής δράσης. Αναδεικνύουν το ρόλο της ως πυλώνα στήριξης της εξουσίας της άρχουσας τάξης και της κερδοφορίας των ομίλων.
Το υπό κατάθεση σχετικό νομοσχέδιο, αποτελεί ένα ακόμη βήμα στην εμπορευματοποίηση των δασικών οικοσυστημάτων, του δημόσιου πλούτου. Στο όνομα της «βιώσιμης ανάπτυξης», έρχεται να άρει όλα τα εμπόδια στη δράση του μεγάλου κεφαλαίου που θέλει να χρησιμοποιήσει τα δημόσια δασικά οικοσυστήματα, τη δημόσια δασική περιουσία ως κερδοφόρα διέξοδο στα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια. Παραδίδει τα δασικά οικοσυστήματα στους επιχειρηματικούς ομίλους. Σε ολόκληρες περιοχές με διαδικασίες «fast - track» αλλάζουν οι χρήσεις γης, σε βάρος του δημόσιου χαρακτήρα του δασικού πλούτου, με αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων. Προωθεί τη συγκέντρωση στην κτηνοτροφία.
Γι' αυτό με το νέο νομοσχέδιο επιτρέπονται ουσιαστικά όλες οι επεμβάσεις που ενδιαφέρουν τους μονοπωλιακούς ομίλους στα δασικά οικοσυστήματα και δε συνεχίζονται οι κυβερνητικές «πρωτοβουλίες» αλλαγής χαρακτήρα, προορισμού, ιδιοκτησίας, που από το 1975 μέχρι σήμερα έβγαιναν αντισυνταγματικές ή δημιουργούσαν «εμπόδια» στην «ελευθερία» της επιχειρηματικής δραστηριότητας, των συμφερόντων και των επιλογών της άρχουσας τάξης και των ομίλων.
Πολύ περισσότερο που επιδιώκεται το ξεπέρασμα, με την παραχώρησή τους, «εμποδίων» στις επενδύσεις μέχρι σήμερα, λόγω του ιδιοκτησιακού των δασικών οικοσυστημάτων.
Συνολικά, το νομοσχέδιο εξειδικεύει τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στα δασικά οικοσυστήματα προς όφελος του κεφαλαίου, το οποίο κρίνει σήμερα ότι η κερδοφορία του θα εξυπηρετηθεί όχι κυρίως με τον αποχαρακτηρισμό τους όπως βασικά επεδίωκε μέχρι σήμερα, αλλά με την εξασφάλιση της «νομιμότητας» των επεμβάσεών του μέσα σ΄ αυτά και με την ανάθεση της διαχείρισης ευαίσθητων περιοχών προς όφελός του.
Πιο συγκεκριμένα:
Η φιλολαϊκή αξιοποίηση των δασικών οικοσυστημάτων αποδεικνύεται ασύμβατη με την αντιλαϊκή πολιτική ΕΕ - άρχουσας τάξης, καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.
Τα δασικά οικοσυστήματα που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του φυσικού περιβάλλοντος είναι κοινωνικό αγαθό, λαϊκή περιουσία. Θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων με μια δασική πολιτική που θα εξασφαλίζει την προστασία και την ολοκληρωμένη διαχείρισή τους, την ανάπτυξή τους ως βασικού τομέα της πρωτογενούς παραγωγής, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την οικολογική τους ανόρθωση, τη συνολική επίλυση των προβλημάτων, στο πλαίσιο ενός ριζικά διαφορετικού δρόμου ανάπτυξης. Τότε μόνο τα δάση και οι δασικές εκτάσεις μπορούν να αξιοποιηθούν προς όφελος των λαϊκών αναγκών, ως στοιχείο μιας φιλολαϊκής πολιτικής γης και περιβάλλοντος.
Το ΚΚΕ εκτιμά ότι η προστασία και η αξιοποίηση των δασικών οικοσυστημάτων, της γης προς όφελος του λαού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οργανωμένη παρέμβαση του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Με την πάλη για την αποτροπή της επέκτασης της δράσης των μονοπωλιακών ομίλων στα δάση, την ανατροπή της δασοκτόνας κρατικής πολιτικής και των αντιλαϊκών νόμων, την απόσυρση του νέου δασικού νόμου, που καταστρέφουν τα δάση. Οργανωμένη παρέμβαση με στόχο την κοινωνικοποίηση της γης και του συνόλου των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, την αξιοποίησή τους με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο, για την ολόπλευρη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Η ανάπτυξη, που υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και εξασφαλίζει ισόρροπη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, απαιτεί έναν ριζικά διαφορετικό δρόμο, απαιτεί το δρόμο της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, της αποδέσμευσης απ' την ΕΕ και της μονομερούς διαγραφής του χρέους με εργατική - λαϊκή εξουσία.
Ολα αυτά είναι - ή θα έπρεπε να είναι - γνωστά στους περισσότερους ανθρώπους που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, ακόμα και σ' αυτούς που ενημερώνονται μόνο από τις παραδοσιακές πηγές πληροφόρησης. Πολλοί από όσους διατηρούν λογαριασμό(ούς) σε κοινωνικά δίκτυα υποτιμούν τη σημασία της παράδοσης του προφίλ τους σε αγνώστους σε αυτούς κερδοσκόπους, κάποιοι δεν έχουν πρόβλημα με κάτι τέτοιο, ενώ οι περισσότεροι ενδεχομένως το θεωρούν «αναγκαίο κακό», προκειμένου να αξιοποιήσουν τις υπηρεσίες πραγματικής αποξένωσης που προσφέρουν τα κοινωνικά δίκτυα, στο όνομα της ψηφιακής «προσέγγισης» μεταξύ των ανθρώπων.
Να τι γράφουν οι ίδιοι οι ερευνητές: «Σε πείραμα με ανθρώπους που χρησιμοποιούν το Facebook, ελέγξαμε αν μπορεί να υπάρξει συναισθηματική μόλυνση χωρίς (άμεση) διαπροσωπική αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμων, μειώνοντας την ποσότητα συναισθηματικού περιεχομένου στις Ενημερώσεις (News Feed). Οταν μειώθηκαν οι θετικές εκφράσεις, οι άνθρωποι παρήγαγαν λιγότερες θετικές αναρτήσεις (posts) και περισσότερες αρνητικές. Οταν μειώθηκαν οι αρνητικές εκφράσεις, εμφανίστηκε το αντίθετο μοτίβο. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα συναισθήματα που εκφράζουν άλλοι στο Facebook επηρεάζουν τα συναισθήματά μας, αποτελώντας πειραματική απόδειξη μαζικής κλίμακας μόλυνσης μέσω κοινωνικών δικτύων».
Οι πειραματιστές δεν κρύβουν λόγια, αποκαλύπτοντας κάτι πολύ ενδιαφέρον για όσους χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα: Η επικοινωνία μεταξύ τους φιλτράρεται, διαμεσολαβείται, δεν είναι ελεύθερη, λογοκρίνεται στο όνομα της οικονομίας πραγμάτων. Δεν αναφερόμαστε στις δυνατότητες που δίνει το Facebook στο χρήστη να προσαρμόσει τι θέλει να εμφανίζεται στις Ενημερώσεις και τι όχι. Να τι γράφουν στη μελέτη τους: «Στο Facebook, οι άνθρωποι συχνά εκφράζουν συναισθήματα, που μετά βλέπουν οι φίλοι τους μέσω του προϊόντος Ενημερώσεις (News Feed) του Facebook. Επειδή οι φίλοι (σ.σ. των χρηστών) συχνά παράγουν πολύ περισσότερο περιεχόμενο απ' ό,τι μπορεί να δει ένας άνθρωπος, οι Ενημερώσεις φιλτράρουν τα μηνύματα, τα δημοσιεύματα και τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται από φίλους. Οι Ενημερώσεις είναι ο κύριος τρόπος μέσω του οποίου καθένας βλέπει το περιεχόμενο που μοιράζονται οι φίλοι του. Ποιο περιεχόμενο φαίνεται ή παραλείπεται από τις Ενημερώσεις καθορίζεται από έναν αλγόριθμο ταξινόμησης που το Facebook διαμορφώνει και δοκιμάζει συνέχεια με σκοπό να δείχνει στους χρήστες το περιεχόμενο που θα βρουν πιο σχετικό και ενδιαφέρον».
Περιγράφοντας, με λίγα λόγια, τη σημασία του πειράματος, οι ερευνητές αποκαλύπτουν: «Αποδείχνουμε, μέσω ενός μαζικού πειράματος στο Facebook (Ν=689.003) ότι οι συναισθηματικές καταστάσεις μπορούν να μεταφερθούν σε άλλους μέσω συναισθηματικής μόλυνσης, οδηγώντας τους ανθρώπους να βιώσουν τα ίδια συναισθήματα χωρίς να το συνειδητοποιούν». Ομως, γιατί το Facebook ενδιαφέρεται να μάθει αν οι συναισθηματικές καταστάσεις μπορούν να μεταφερθούν σε άλλους μέσω συναισθηματικής μόλυνσης; Επειδή έτσι το μονοπώλιο (και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι) μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους να βιώσουν συναισθήματα, θετικά ή αρνητικά ανάλογα με τι θέλουν αυτοί που κινούν τα νήματα, χωρίς να το συνειδητοποιούν οι χειραγωγούμενοι. Μπορεί να μη μας «ψεκάζουν», αλλά αναζητούν τρόπους για να μπορούν να υποβάλλουν στο «πόπολο» συναισθήματα που θα γέρνουν την πλάστιγγα κατά κει που θέλουν.
Η Σέριλ Σάντμπεργκ, πρώην διευθυντικό στέλεχος της Google και σήμερα δεύτερη τη τάξει στο Facebook του Μαρκ Ζούκερμπεργκ, μέρες μετά την αποκάλυψη και αφού ο σάλος δεν έλεγε να καταλαγιάσει, ζήτησε «συγγνώμη για την ελλιπή παρουσίαση» της έρευνας! Με άλλα λόγια, ζήτησε συγγνώμη για τον αποκαλυπτικό τρόπο που οι ερευνητές παρουσίασαν τα αποτελέσματα, για τη χρήση αποκαλυπτικών φράσεων όπως αυτές που αναφέραμε παραπάνω. Δε θέλαμε να ταράξουμε κανέναν, ήταν μέρος της συνεχούς έρευνας που κάνουν οι εταιρείες για να δοκιμάσουν νέα προϊόντα και τίποτα άλλο, είπε με θράσος.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το Facebook. Πειράματα μαζικής ψυχολογίας στο διαδίκτυο πραγματοποιούνται σχεδόν εδώ και δυο δεκαετίες, από τον πρώτο καιρό που το ίντερνετ άρχισε να διαδίδεται έξω από τον ακαδημαϊκό χώρο και ο κάθε ενδιαφερόμενος κεφαλαιοκράτης ή κρατική υπηρεσία αντιλαμβάνεται ότι έχει στη διάθεσή του ένα εργαλείο για τέτοια πειράματα. Πριν από τα κοινωνικά δίκτυα, τα πειράματα πραγματοποιούνταν διασπείροντας ψεύτικες πληροφορίες και διαδόσεις μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και άλλων παλιότερων διαδικτυακών τεχνολογιών (η τέτοια χρήση των e-mail συνεχίζεται). Η διαφορά είναι ότι με την τεχνική που μελέτησαν οι ερευνητές του Facebook η ψυχολογική επίδραση μπορεί να γίνει πιο συγκαλυμμένα και να έχει μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, εξασφαλίζοντας αποτέλεσμα πέρα από το στιγμιαίο, αν δηλαδή θα «χάψεις» το ψεύτικο e-mail και θα το στείλεις με τη σειρά σου σε φίλους και γνωστούς. Ισως οι ανησυχίες που εξέφρασαν ορισμένοι για ενδεχόμενα θύματα (αυτοκτονίες) από το πείραμα του Facebook να είναι υπερβολικές, αλλά οι δυνατότητες και τα ενδεχόμενα από μία στάλα-στάλα παρέμβαση στην ψυχολογική διάθεση είναι ανοιχτά.
Ούτε είναι μόνο το Facebook που φιλτράρει κατά βούληση το περιεχόμενο, για το καλό μας. Η εικόνα του τι υπάρχει σήμερα στο διαδίκτυο, η εικόνα που δίνουν οι μηχανές αναζήτησης (εκτός αν ξέρεις πού βρίσκεται αυτό που ψάχνεις), είναι «πειραγμένη». Αν κάποιος κάνει την ίδια ακριβώς αναζήτηση μέσω Google από τον υπολογιστή του και από τους υπολογιστές γνωστών και φίλων θα πάρει από διαφορετικά έως πολύ διαφορετικά αποτελέσματα, που εξαρτώνται από το προφίλ του κάθε χρήστη, όπως το έχει αποτυπώσει η Google και από το φιλτράρισμα που κάνει γενικά το μονοπώλιο, εξαιρώντας ιστοσελίδες που κρίνει απαράδεκτες, ή μη ενδιαφέρουσες. Αυτό που βλέπουμε δεν είναι ό,τι πιο συναφές από το διαθέσιμο υλικό, αλλά από αυτό που κρίνει η Google ότι πρέπει να μας δείξει.
Η αποξένωση των ανθρώπων από το αντικείμενο της δουλειάς τους και από τους άλλους ανθρώπους προέρχεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Δεν ελαττώνεται, αντίθετα αυξάνεται με τη χρήση των κοινωνικών δικτύων. Το διαδίκτυο υπήρχε και πριν από τα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» και έδινε νέες δυνατότητες επικοινωνίας, άνοιγε νέους ορίζοντες. Τα κοινωνικά δίκτυα ήταν οπισθοδρόμηση, δεν ήταν πρόοδος. Αν έπαυαν να είναι προσοδοφόρα για τα μονοπώλια θα έπαυαν να υπάρχουν, το ίδιο και οι «φιλίες» του κάθε χρήστη με άλλους 150 (κατά μέσο όρο), γιατί δεν έχουν πραγματική υπόσταση. Αν τα κοινωνικά δίκτυα συνέχιζαν να υπάρχουν ως μη προσοδοφόρα, θα ήταν επειδή κρατικές ανάγκες θα έκαναν το συλλογικό καπιταλιστή να αναλάβει το κόστος λειτουργίας αυτών των «χρυσωρυχείων» πληροφοριών.
Το πρόσθετο ερώτημα που πρέπει να απαντήσουν τώρα οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων είναι αν θέλουν να γίνουν πειραματόζωα σε ψυχολογικά πειράματα που θα τους κάνουν να νιώθουν ευχάριστα ή δυσάρεστα όχι με βάση τις δικές τους εμπειρίες και τη δική τους ψυχοσύνθεση, αλλά την κατευθυνόμενη διάθεση που θα διασπείρουν τα data centers του Facebook. Αν θέλουν να τους υποβάλουν ιδέες και αποφάσεις χωρίς οι ίδιοι να το αντιλαμβάνονται. Εχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν «όχι».