Σάββατο 4 Νοέμβρη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Ρίσκο» και «αποδόσεις»... αντί για συντάξεις

Τουλάχιστον από το 1992 μέχρι σήμερα, όλες οι κυβερνήσεις, για λογαριασμό πάντα του κεφαλαίου, «σώζουν» το Ασφαλιστικό. Από τον περιβόητο νόμο Σιούφα το 1992 (ΝΔ), στον ν. 3029/2002 του Ρέππα και τον 3863/2010 του Λοβέρδου (ΠΑΣΟΚ), μέχρι τον ν. 4387/2016 του Κατρούγκαλου (ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ), που οι εργαζόμενοι ονόμασαν δίκαια «νόμο - λαιμητόμο», οι αστικές κυβερνήσεις βήμα - βήμα διέλυσαν το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης.

Με σημαία τη «βιωσιμότητα» και τη... «δικαιοσύνη» (!), νομοθετώντας πάνω στις ράγες που από την ίδια περίπου εποχή είχε θέσει η Συνθήκη του Μάαστριχτ, λεηλάτησαν τις συντάξεις, συρρίκνωσαν τις παροχές Υγείας, αύξησαν τις εισφορές μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών. Την ίδια ώρα, το κράτος περιόριζε τη χρηματοδότηση προς το δημόσιο σύστημα ακόμα πιο κάτω από τις ανάγκες του, ενώ παράλληλα μειώνονταν και οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές.

Είναι η ίδια περίοδος που οι επιχειρήσεις, παρά τις απαλλαγές τους, συνέχιζαν, όπως και τις προηγούμενες δεκαετίες, να μην καταβάλλουν τις εισφορές τους, με αποτέλεσμα σήμερα το ύψος των ληξιπρόθεσμων εισφορών προς το πρώην ΙΚΑ, που έχουν υπαχθεί στο ΚΕΑΟ, να ανέρχεται στο ποσό των 16,4 δισ. ευρώ, πέραν της «μαύρης», ανασφάλιστης εργασίας που δεν καταγράφεται. Παράλληλα, το κεφάλαιο για δεκαετίες ροκάνιζε τα αποθεματικά των Ταμείων με «δανεικά και αγύριστα», πέρα απ' αυτά που σφετερίστηκε στο χρηματιστήριο.

Το γαϊτανάκι με τους «σωτήρες» και τα «σωτήρια σχέδια» όμως δεν τελειώνει... Ετσι, στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου του 3ου συνεδρίου της ΝΔ, ο αναπληρωτής τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Ν. Μηταράκης κατέθεσε πρόταση για «ένα νέο σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης».

Η πρόταση του Ν. Μηταράκη ουσιαστικά παραπέμπει σε ένα ακόμα πιο ιδιωτικό - ατομικό σύστημα ασφάλισης των «3 πυλώνων», όσον αφορά τους σημερινούς ασφαλισμένους. Ουσιαστικά, επαναλαμβάνει την αρχιτεκτονική που ψήφισε και εφαρμόζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με τον ν. 4387/2016 (βασική - εθνική σύνταξη, ανταποδοτικό τμήμα της κύριας σύνταξης, επικουρική σύνταξη χωρίς εγγύηση για το ύψος της κ.ο.κ.). Ταυτόχρονα, και αυτός, με πρόσχημα τους ελεύθερους επαγγελματίες, τάσσεται υπέρ της παραπέρα μείωσης των εργοδοτικών εισφορών, όπως απαιτούν ο ΣΕΒ και οι άλλες ενώσεις του μεγάλου κεφαλαίου.

Η «καινοτομία» της πρότασης βρίσκεται στο γεγονός ότι για τους «νέους ασφαλισμένους» προβλέπεται η «επιλογή» ασφαλιστικού φορέα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικών. Η «επιλογή» αυτή οδηγεί απευθείας στη διάλυση της Κοινωνικής Ασφάλισης, μιας και καταργείται η υποχρεωτική ασφάλιση για κύρια σύνταξη στο δημόσιο σύστημα. Με τον τρόπο αυτό υιοθετείται ένα σύστημα όπου δημόσια και ιδιωτική ασφάλιση εξισώνονται, το δημόσιο σύστημα κινδυνεύει να μην έχει πόρους, ενώ το κεφάλαιο και το κράτος του απαλλάσσονται ακόμα πιο δραστικά από το «κόστος» της Κοινωνικής Ασφάλισης.

Ετσι, οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων και των «παλιών ασφαλισμένων» θα βρεθούν στον αέρα. Αλλά και για τους «νέους» ασφαλισμένους που δεν θα υποχρεώνονται να ασφαλίζονται στο δημόσιο σύστημα, αλλά θα μπορούν να «επιλέγουν» αποκλειστικά την ιδιωτική ασφάλιση, δεν υπάρχει καμία εγγύηση για το επίπεδο των παροχών.

Οπως μάλιστα αναφέρεται στο 11ο σημείο της πρότασης, δίνεται η δυνατότητα στον ασφαλισμένο «να επιλέγει επενδυτική στρατηγική, ώστε να αναλαμβάνει το ρίσκο, αλλά και τις αποδόσεις που επιθυμεί»! Δηλαδή, το δικαίωμα στη σύνταξη μετατρέπεται σε τζογάρισμα και ο ασφαλισμένος σε τζογαδόρο. Πρόκειται για πρόταση καραμπινάτης ιδιωτικοποίησης της Κοινωνικής Ασφάλισης, πραγματική ωρολογιακή βόμβα για τις συντάξεις και σε ό,τι έχει απομείνει απ' αυτές. Μια πρόταση, βέβαια, που εντάσσεται απόλυτα στην αντιλαϊκή στρατηγική του κεφαλαίου, την οποία ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και τα άλλα αστικά κόμματα διαγκωνίζονται για το ποιος μπορεί να την υπηρετήσει πιο αποτελεσματικά...


Γ. Ζαχ.

Για τη δήθεν «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ

Την περασμένη Τρίτη ο υπουργός Παιδείας παραχώρησε συνέντευξη Τύπου σχετικά με τις εξελίξεις γύρω από την περίφημη «πανεπιστημιοποίηση των ΤΕΙ». Πολλά ειπώθηκαν για τους πιθανούς τρόπους που θα προχωρήσει η διαδικασία, παραμένοντας βέβαια με σταθερότητα στο βασικό ζητούμενο: Την καλύτερη, πιο αποτελεσματική για το κεφάλαιο σύμπλευση των Ανώτατων Ιδρυμάτων, παλιών και νέων, πανεπιστημίων και ΤΕΙ, με τις ορέξεις των μεγάλων επιχειρήσεων. Από τη συνέντευξη επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ότι δεν πρόκειται για πραγματική ισοτίμηση των ΤΕΙ με τα πανεπιστήμια. Αντίθετα, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός, δεν μιλάμε για «οριζόντια πανεπιστημιοποίηση», δηλαδή διατηρείται και, μάλιστα, διευρύνεται με τα νέα διετή προγράμματα η πολυκατηγοριοποίηση, η κάθετη διάκριση Ιδρυμάτων, Σχολών, πτυχίων και αποφοίτων.

Από τη συνέντευξη πάλι, αποκαλύπτεται και η πραγματική ουσία αυτών των εξελίξεων. Η οργανικότερη σύνδεση των Ιδρυμάτων με την «τοπικότητα», με την «περιφερειακή ανάπτυξη», δηλαδή με τα στάνταρς των αγορών σε περιφερειακό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το παράδειγμα που έφερε επί του συγκεκριμένου ο υπουργός Παιδείας: Οι εξελίξεις που υπάρχουν στον αγροτοδιατροφικό τομέα, το μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις από κολοσσούς του χώρου, ντόπιους και διεθνείς, στο οποίο προσαρμόζεται και με βάση το οποίο νομοθετεί το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, θα καθορίσει ποια νέα Τμήματα θα γίνουν, με τι περιεχόμενο σπουδών, τι έρευνα θα διεξάγουν.

Καθόλου τυχαίο δεν είναι, επίσης, ότι ο υπουργός συνέδεσε τη διαδικασία της «πανεπιστημιοποίησης» (που βέβαια δεν αφορά σε όλα τα Τμήματα ΤΕΙ, αφού διατηρούνται κάποια με τον τεχνολογικό τους χαρακτήρα και άλλα γίνονται ακόμα και διετή!) με τα 5ετή πλάνα των πανεπιστημίων. Πρόκειται στην ουσία για 5χρονα «business plan» (παλιότερα τα αποκαλούσαν 4ετείς στρατηγικούς προγραμματισμούς των ΑΕΙ), όπου αποδεικνύεται η λεγόμενη «βιωσιμότητα» των Ιδρυμάτων, δηλαδή η ικανότητά τους να προσελκύουν χορηγούς, ερευνητικά προγράμματα με επιχειρήσεις, καθώς και η προσαρμοστικότητά τους στις στοχεύσεις των μονοπωλίων.

Οσο για τα διετή προγράμματα που ανακοινώθηκαν εκ νέου, ας μην περάσει στα «ψιλά γράμματα» ότι ο υπουργός σκόπιμα τα συνέδεσε με τις πρακτικές ασκήσεις των σπουδαστών αυτών των προγραμμάτων κατάρτισης. Αν αναλογιστεί κανείς ότι θα είναι πλήρως συνδεδεμένα με τις μεγάλες τοπικές επιχειρήσεις ανά περιφέρεια, έχουμε κάθε δίκιο να πιστεύουμε ότι θα αποτελούν δεξαμενές από όπου θα αντλούνται νέοι εργαζόμενοι, με όρους μαύρης κυριολεκτικά εργασίας, χειρότερης ακόμα και από αυτήν της «μαθητείας».

Αλλωστε, συνέδεσε και πάλι όλη τη διαδικασία των συγχωνεύσεων με την «αξιολόγηση» της ΑΔΙΠ, δηλαδή επιβεβαίωσε το κρησάρισμα των νέων Τμημάτων που θα προκύψουν με τα δεδομένα της αγοράς. Η κλίση σε όλες τις πτώσεις των δήθεν «ακαδημαϊκών κριτηρίων», την ίδια στιγμή που θεωρείται δεδομένο ότι τα νέα Τμήματα που θα προκύψουν θα είναι στη βάση της ανταποδοτικότητας, ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικής λειτουργίας, γίνεται καθαρά για εξωραϊσμό της κατάστασης. Φαίνεται επιπλέον και από το γεγονός - όπως τονίστηκε - ότι διατηρούνται οι έκτακτοι διδάσκοντες, ότι δεν πρόκειται να εξασφαλιστούν νέες υποδομές, αίθουσες, εργαστήρια, συγγράμματα.

Με αφορμή λοιπόν τη συνέντευξη, που απλά απέδειξε ότι παραμένουν πιστοί στη στρατηγική τους και στοιχίζονται όλο και περισσότερο στα κελεύσματα των επιχειρήσεων, να επαναλάβουμε κι εμείς: Αποδεικνύεται περίτρανα ότι αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, χωρίς διαχωρισμούς μεταξύ θεωρίας και εφαρμογής, με ένα και μοναδικό Τμήμα πανεπιστημιακού επιπέδου ανά επιστημονικό αντικείμενο, με μια κατηγορία αποφοίτου και πτυχίου. Με το πτυχίο να αποτελεί μοναδική προϋπόθεση για το επάγγελμα, χωρίς να απαιτούνται ενδιάμεσες κρίσεις, εξετάσεις, επιπλέον προσόντα και πιστοποιητικά. Και όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι φεύγει από τη μέση η ανεργία και η πραγματική αιτία που την προκαλεί, δηλαδή η ίδια η εκμεταλλευτική κοινωνία και ο καθαγιασμένος σκοπός της: Το κέρδος, στο όνομα του οποίου σήμερα επιχειρούν να αναδιαρθρώσουν όλο το χάρτη της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.


Κ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ