Σάββατο 3 Νοέμβρη 2018 - Κυριακή 4 Νοέμβρη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ» ΤΟΥ ΑΝΘΥΓΙΕΙΝΟΥ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ
Σφαγιασμός των ΒΑΕ στο κρεβάτι του Προκρούστη, με... ολίγη επιστημοσύνη

Πριν από μερικές μέρες δόθηκε στη δημοσιότητα το πόρισμα της διυπουργικής επιτροπής για την «αναμόρφωση» του καθεστώτος χορήγησης του ανθυγιεινού επιδόματος. Πλέον προετοιμάζεται η δεύτερη και τελική φάση με τον προσδιορισμό των ειδικοτήτων που θα δικαιούνται το επίδομα... κατά τα ευρωενωσιακά πρότυπα.

Οι μάσκες έπεσαν και για άλλη μία φορά αποκαλύπτονται, χωρίς φτιασιδώματα, ο χαρακτήρας και οι στοχεύσεις της επίθεσης στα ΒΑΕ. Οταν ξεκίναγε η... για «πρώτη φορά αριστερή» επίθεση στο ανθυγιεινό επίδομα στο Δημόσιο, είχαν πολλά φτιασιδώματα για να προσπαθούν μάταια να την καμουφλάρουν. Δεν περιορίζονταν μόνο στο να κρύβουν ότι στο στόχαστρο έχει μπει (για άλλη μία φορά) συνολικά ο θεσμός των ΒΑΕ. Προχωρούσαν παραπέρα με περισσή προπαγανδιστική τέχνη, παρουσίαζαν ως βασικό τους μέλημα την προστασία της υγείας και την πρόληψη και αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου. Χαρακτηριστικά, στο αντικείμενο εργασιών της επιτροπής για τη «μεταρρύθμιση του καθεστώτος χορήγησης επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας» υπογράμμιζαν την «εκπόνηση από κοινού με συναρμόδιους φορείς, βραχυπρόθεσμου, μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου σχεδίου δράσης για την πρόληψη των παραγόντων κινδύνου στους χώρους εργασίας...».1

Ορισμένοι «περιορισμοί» και χρήσιμα συμπεράσματα

Ας δούμε λοιπόν πώς εκφράζεται το ...βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο σχέδιο στο πόρισμα της επιτροπής που δημοσιοποιήθηκε. Επισημαίνουμε εξαρχής ότι η αναλυτική επιστημονική προσέγγιση μεθοδολογικών ζητημάτων του εν λόγω πορίσματος, παρά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επιστημονικά και πολιτικά, ξεφεύγει από τον προσανατολισμό του παρόντος άρθρου. Επί του παρόντος αρκούμαστε να προσεγγίσουμε - αναδείξουμε ορισμένες μόνο πλευρές που βοηθάνε στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων.

Αρχικά, ας σταθούμε σε ορισμένους περιορισμούς που υπογραμμίζονται στο πόρισμα της διυπουργικής επιτροπής:

1. «...Το εξαιρετικά σύντομο χρονοδιάγραμμα έδωσε ελάχιστο χρόνο στην επιτροπή για την επεξεργασία κριτηρίων και μεθοδολογίας...».2

Διαπιστώνουμε ότι η επιτροπή ένιωσε να πιέζεται χρονικά... Είναι άραγε μόνο η βιασύνη κυβερνώντων και μεγαλοεργοδοτών να ξεμπερδεύουν με το επίδομα αρχικά, για να συνεχίσουν, με τα ίδια εργαλεία, το ξήλωμα του θεσμού των ΒΑΕ; Αν ήταν μόνο αυτό, τότε προκαλεί εντύπωση ο χρόνος που μεσολάβησε από την παράδοση του πορίσματος μέχρι το επόμενο βήμα... Το σίγουρο είναι ότι οι χρονικές πιέσεις προς την επιτροπή περιόριζαν αντικειμενικά τη δυνατότητα επιστημονικής προσέγγισης, αυτό υπογραμμίζουν οι ίδιοι οι συντάκτες του πορίσματος...

Για να το πούμε αναλυτικότερα, αν κάποιος θέλει ουσιαστικό έργο επιστημονικό για την προσέγγιση βραχυπρόθεσμου, μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου σχεδίου για την πρόληψη και αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου, τότε πράγματι οφείλει να δώσει τον απαραίτητο χρόνο προετοιμασίας αυτής της δουλειάς. Αν όμως ζητούμενο είναι η επίφαση επιστημονικότητας σε μία προειλημμένη απόφαση για την περικοπή δημόσιων δαπανών που συνδέονται με το ανθυγιεινό επίδομα, αν αυτή την επίφαση επιστημονικότητας τη χρειάζεσαι για να την αξιοποιήσεις στη συνέχεια για την αποδόμηση του θεσμού των ΒΑΕ, τότε οι πιέσεις και τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα είναι απολύτως βολικά εργαλεία για να εμποδίσουν κάθε ουσιαστική μελέτη...

Και για όσους καλοπροαίρετα αμφισβητούν ότι οι αποφάσεις ή έστω οι κατευθύνσεις είναι προειλημμένες, επανερχόμαστε στα δικά τους λόγια όταν αποφάσιζαν τη σύσταση της επιτροπής για τη «μεταρρύθμιση του ανθυγιεινού επιδόματος, έτσι ώστε να ευθυγραμμίζεται με την ευρωπαϊκή νομοθεσία». Ξεκαθαρίζουν ευθύς εξαρχής ότι στόχευση είναι να διασφαλιστεί ουσιαστική μείωση κατά το ένα τρίτο του ποσοστού των εργαζομένων που θα δικαιούνται το επίδομα...

2. «Η σχεδόν παντελής έλλειψη στοιχείων, μετρήσεων και δεδομένων, που αφορούν την ανθυγιεινότητα και επικινδυνότητα στους χώρους/κλάδους/ειδικότητες του δημόσιου τομέα».3

Ομολογουμένως ιδιαίτερα σημαντικός περιορισμός. Πρακτικά ομολογείται ότι όχι μόνο δεν υπάρχουν δεδομένα για την επαγγελματική νοσηρότητα, για τις επαγγελματικές ασθένειες δηλαδή που θερίζουν στους χώρους αυτούς και που δεν αναγνωρίζονται ποτέ... Αλλά ότι δεν έχουν ούτε καν τα αυτονόητα, τα στοιχειώδη και τα υποχρεωτικά ακόμα και με τη δική τους νομοθεσία. Δεν υπάρχουν υπηρεσίες, δεν υπάρχουν Ιατροί Εργασίας, δεν υπάρχουν Τεχνικοί Ασφαλείας και προφανώς δεν υπάρχουν ούτε μετρήσεις παραγόντων ούτε εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου για να σχεδιάσουν έστω και στοιχειωδώς τη λήψη μέτρων για την πρόληψη και αντιμετώπισή του... Αυτό διαπιστώνουν, ότι παρανομούν συστηματικά, αφού τα ανωτέρω αποτελούν στοιχειώδεις εργοδοτικές υποχρεώσεις...

Θεωρητικά και μόνο αυτή η διαπίστωση θα έπρεπε να οδηγήσει την επιτροπή σε παύση εργασιών, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το έργο «μεταρρύθμισης» - κουτσουρέματος του θεσμού χορήγησης του ανθυγιεινού επιδόματος.

Θεωρητικά και μόνο αυτή η διαπίστωση θα έπρεπε να προσανατολίσει την επιτροπή στην αναζήτηση βραχυπρόθεσμου, μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου σχεδίου για να τηρούν στοιχειωδώς τις υποχρεώσεις τους τα διάφορα υπουργεία και οι κυβερνήσεις διαχρονικά, σε σχέση με την προστασία της υγείας των εργαζομένων σε αυτά. Και αναφερόμαστε μεταξύ άλλων και σε εργαζόμενους στην καθαριότητα, στο πράσινο και άλλους τομείς στην Τοπική Διοίκηση, αλλά και στους υγειονομικούς που εκτίθενται κατά την εργασία τους σχεδόν στο σύνολο των παραγόντων κινδύνου - κατηγοριών κινδύνου - κριτηρίων που η ίδια η επιτροπή έθεσε και που κατά κανόνα (όπως επίσης η ίδια επιτροπή διαπιστώνει) δεν έχουν ούτε Γιατρό Εργασίας ούτε Τεχνικό Ασφαλείας κ.λπ...

Αντί όμως να μπουν τα μολύβια κάτω, το έργο συνεχίστηκε... Σε πείσμα της αλήθειας και της επιστημονικής μεθοδολογίας, προτάσσεται η υποκατάσταση των μελετών με ερωτηματολόγιο (!) που θα συμπληρώνουν οι «αρμόδιοι φορείς», όχι ως συμπληρωματικό εργαλείο βοηθητικό στην εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου, αλλά ως το μοναδικό πρακτικά στοιχείο κατάταξης των επαγγελμάτων - ειδικοτήτων με βάση την επικινδυνότητα και τον ανθυγιεινό χαρακτήρα της εργασίας. Προκειμένου να «μεταρρυθμίσουν το καθεστώς χορήγησης του επιδόματος» (βλέπε μείωση κατά περίπου 30% των δικαιούχων), θα ποσοτικοποιήσουν αυθαίρετα την πιθανότητα έκθεσης στον επαγγελματικό κίνδυνο και τις συνέπειες αυτής της έκθεσης, για να παραδώσουν το πινακάκι - ερωτηματολόγιο στην επιτροπή για να κάνει την κατάταξη... Χωρίς στοιχεία, χωρίς μετρήσεις, χωρίς επιδημιολογικά δεδομένα επαγγελματικής νοσηρότητας, με μοναδικό δεδομένο τη μεταρρύθμιση - κουτσούρεμα και το προσδοκώμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα μείον 30%! Θα πανηγυρίζουν οι ΕΞΥΠΠ («εξωτερικές υπηρεσίες προστασίας και προλήψεις»), οι διάφοροι αεριτζήδες του κλάδου και κυρίως οι μεγαλοεργοδότες, αφού η «μεθοδολογία» τους για τη - μη - εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου υιοθετείται ευρύτερα...

Στοχεύουν στο επίδομα για να πετύχουν τη χαριστική βολή συνολικά στα ΒΑΕ

Η επίθεση στο επίδομα έχει κοινό τόπο με την επίθεση στα ΒΑΕ. Αρχικά θα αξιοποιηθεί η ίδια επιχειρηματολογία. Εμπειρία και προεργασία έχουν γίνει και από προηγούμενες επιτροπές και από παλαιότερες προσπάθειες αποδόμησης του θεσμού των ΒΑΕ.

Παράλληλα, τόσο η περιστολή του επιδόματος όσο και η επίθεση στο θεσμό των ΒΑΕ συνολικά υπηρετούν από διαφορετικούς δρόμους την επιδίωξη για τόνωση της ανταγωνιστικότητας και την προσέλκυση επενδυτών. Από τη μία, επιτυγχάνεται μείωση των δημόσιων δαπανών και διασφάλιση πόρων για φοροαπαλλαγές και επιδοτήσεις της επιχειρηματικότητας και, από την άλλη, εξυπηρετείται η στόχευση για αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης.

Παράλληλα, για τους εργαζόμενους, η επίθεση στο θεσμό των ΒΑΕ συνιστά άλλη μία επίθεση στα μέτρα για την προστασία της Υγείας και της Ασφάλειας στην Εργασία, άλλη μία επίθεση σε ένα θεσμό που συνδέεται με τη μείωση της έκθεσης σε παράγοντες κινδύνου. Ο θεσμός των ΒΑΕ είναι πλήρης σύνταξη με μειωμένα όρια, ρύθμιση απολύτως λογική, αναγκαία και προφανώς προληπτικού χαρακτήρα για εργαζόμενους που λόγω της εργασίας τους, λόγω της φύσης του επαγγέλματός τους, λόγω του επαγγελματικού κινδύνου, φθείρεται η υγεία τους γρηγορότερα.

Το παράδειγμα της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων από τον επαγγελματικό κίνδυνο φωτίζει με τον πιο τραγικό τρόπο ότι όταν κινητήρια δύναμη της παραγωγής είναι το κέρδος, οι αντικειμενικές δυνατότητες που προκύπτουν από την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο για την προστασία και πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου αξιοποιούνται μόνο στο βαθμό που συνδέονται με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης. Μένουν αναξιοποίητες οι δυνατότητες πρόληψης και προστασίας των εργαζομένων, επειδή ακριβώς τα κλειδιά της οικονομίας βρίσκονται ακόμα στα χέρια των μονοπωλίων, επειδή ο σχεδιασμός της παραγωγής γίνεται στη βάση των νόμων της αγοράς και με γνώμονα το κέρδος και τον ανταγωνισμό.

Από τη σχεδιαζόμενη επίθεση στο ανθυγιεινό επίδομα και το θεσμό των ΒΑΕ βγαίνει πλούσια πείρα για το πώς η επιστημονική μεθοδολογία αντιστρέφεται, μπαίνει με το κεφάλι προς τα κάτω και αντί να συμβάλλει στην ιεράρχηση και αξιολόγηση προτεραιοτήτων για την εκπόνηση σχεδίου πρόληψης του επαγγελματικού κινδύνου εκεί που πανθομολογούμενη είναι η απουσία ακόμα και των στοιχειωδών μέτρων και υπηρεσιών, αξιοποιείται ανορθολογικά για να δοθεί επιστημονικοφάνεια σε προειλημμένες κατευθύνσεις. Βγαίνει πλούσια πείρα που μπορεί να αξιοποιηθεί για να στοχεύσουμε τον πραγματικό αντίπαλο και να αποκρούσουμε την επίθεση, με προσανατολισμό την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών μας για την προστασία της υγείας από τον επαγγελματικό κίνδυνο.

Αντεπίθεση με γνώμονα την προστασία της Υγείας και της Ασφάλειας στην Εργασία

Αντεπίθεση τώρα σε κοινό μέτωπο εργαζομένων και επιστημόνων του κλάδου, με γνώμονα την προστασία της Υγείας και της Ασφάλειας στην Εργασία.

Το «παραδοτέο» 3, η δεύτερη φάση του πορίσματος είναι σε εξέλιξη. Επιχειρούν να αποτελέσει τη χαριστική βολή.

Απέναντι στην επίθεσή τους, πρέπει συντεταγμένα να αντεπιτεθούμε:

Να αποκρούσουμε την επίθεση στο ανθυγιεινό επίδομα.

Να απαιτήσουμε να διευρυνθεί ο θεσμός των ΒΑΕ, καλύπτοντας όλους τους εργαζόμενους που εργάζονται σε ομοιοεπαγγελματικές συνθήκες, σε βαρύ και ανθυγιεινό περιβάλλον.

Να ληφθούν όλα τα μέτρα για την προστασία της υγείας από τον επαγγελματικό κίνδυνο. Να συγκροτηθούν υπηρεσίες προστασίας της υγείας και πρόληψης - αντιμετώπισης του επαγγελματικού κινδύνου και να στελεχωθούν με ειδικούς Ιατρούς Εργασίας, Τεχνικούς Ασφαλείας κ.ά. Να διεκδικήσουμε τη δημιουργία κρατικού σώματος Ιατρών Εργασίας και Τεχνικών Ασφαλείας, εργαστηρίων και υπηρεσιών ενταγμένων στο δημόσιο σύστημα Υγείας, που να συμβάλλουν ουσιαστικά στην καταγραφή και μελέτη της επαγγελματικής νοσηρότητας, την εκτίμηση και αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου.

Καλούμε τους επιστήμονες του κλάδου να αναλογιστούν το ιδιαίτερο μερίδιο ευθύνης σε αυτή την αντεπίθεση μαζί με τους εργαζόμενους. Να αντιπαρατεθούν στην απαξίωση της επιστήμης, να αντισταθούν στην επιδίωξη κυβερνώντων και μεγαλοεργοδοτών να φαλκιδεύσουν με αντιεπιστημονική μεθοδολογία και να ντύσουν με επιστημονικοφάνεια τη νέα επίθεση ενάντια στην προστασία της υγείας των εργαζομένων. Από την ίδια την άσκηση της επιστήμης, ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο κλάδο και επιστημονικό πεδίο, φωτίζονται οι αντικειμενικές δυνατότητες για την ουσιαστική προστασία της υγείας από τον επαγγελματικό κίνδυνο, αναδεικνύονται τα πραγματικά εμπόδια στην αξιοποίηση αυτών των δυνατοτήτων, οι νόμοι της ζούγκλας της αγοράς και του ανταγωνισμού.

Παραπομπές:

1. Αρθρο 18 νόμου 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 396 του νόμου 4512/2018.

2. Γνωμοδότηση διυπουργικής επιτροπής, σελ. 4

3. Ο.π., σελ. 4


Του Χρήστου ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ*
* Ο Χρήστος Παπάζογλου είναι μέλος του Τμήματος Υγείας - Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ, Γιατρός Εργασίας

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΝΕ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ
Ορος για την ισχυροποίηση της ΚΝΕ και την ανασύνταξη του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος

Ο πολυπληθής και πολυκλαδικός χώρος των σχολών Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, που φαίνεται να αντιμετωπίζεται υποτιμητικά από έναν καλοπροαίρετο, στην πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια μετράει βήματα στην αποτελεσματικότητα της αποστολής του.

Το Κόμμα μας σε όλη την 100χρονη ηρωική δράση του και η ΚΝΕ στην 50χρονη πρωτοπόρα δράση της κρατούν σταθερά στον προσανατολισμό τους το κύριο καθήκον της οικοδόμησης πολλών γερών Οργανώσεων στις σχολές Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης. Δεκάδες μέλη και στελέχη του Κόμματός μας και του εργατικού κινήματος έκαναν τα πρώτα τους αγωνιστικά βήματα μέσα στην οργάνωση του αγώνα των σπουδαστών στις τεχνικές σχολές, στην οικοδόμηση ΟΒ της ΚΝΕ σε αυτούς τους χώρους.

Τη δράση του Κόμματος αρχικά, και της ΚΝΕ αργότερα, με την ίδρυσή της, τη συναντάς σε όλη σχεδόν την πορεία πολλών τεχνικών σχολών εκείνης της περιόδου. Η πραγματικότητα είναι πως αυτοί οι χώροι δεν είναι κάποιο σύγχρονο εύρημα, αφού αν κοιτάξει κάποιος πολλές δεκαετίες πίσω θα δει να λειτουργούν τεχνικές σχολές, κάποιες μάλιστα στα ίδια κτίρια που λειτουργούν σήμερα τα δημόσια ΙΕΚ και οι ΕΠΑΣ, όπως, για παράδειγμα, η Σιβιτανίδειος Σχολή στην Καλλιθέα (από το 1927), το 1ο δημόσιο ΙΕΚ Πειραιά - ΣΚΥΠ («Σχολή Κλωστικής - Υφαντικής - Πλεκτικής» από το 1943) στον Πειραιά και άλλες πολλές, όπως οι σχολές που λειτουργούσαν μέσα σε επιχειρήσεις της ΒΙΑΜΑΞ, των Ναυπηγείων του Νιάρχου στον Σκαραμαγκά κ.α.

Ο χαρακτήρας αυτών των σχολών καθορίστηκε από τους ίδιους τους ιδρυτές τους. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της ΣΚΥΠ που ιδρύθηκε και λειτούργησε ως ιδιωτική σχολή από τον ίδιο τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών και μέχρι το 1981 που παραδόθηκε στο υπ. Παιδείας, και της Σιβιτανιδείου, όπου μέχρι το 1955 πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής ήταν ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος, μεγαλοβιομήχανος τσιμέντου (συνιδρυτής της τσιμεντοβιομηχανίας «Τιτάν» καθώς και ιδιοκτήτης της «Ηρακλής»), πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Βιομηχάνων, υπουργός Εθνικής Οικονομίας το 1923 (στις κυβερνήσεις του Ν. Πλαστήρα) και αργότερα του δικτάτορα Ι. Μεταξά.

Η εκπαίδευση στο χώρο δουλειάς δεν είναι κάτι το πρωτοποριακό ούτε γίνεται για να αναπτύξει το γνωστικό αντικείμενο στην εφαρμογή του ο σπουδαστής

Με λίγο παραπάνω προσοχή στα ιστορικά στοιχεία που παραθέτει η διοίκηση της Σιβιτανιδείου Σχολής στον επίσημο ιστότοπο που διατηρεί θα δει κανείς ότι η εκπαιδευτική μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε από την ίδρυσή της «ήταν το γερμανικό μοντέλο που δίνει μεγάλη έμφαση στην πρακτική άσκηση στην οποία πάνω εφαρμοζόταν κατάλληλα η θεωρητική κατάρτιση». Δηλαδή, πάνω στις ανάγκες των επιχειρήσεων χτιζόταν κατάλληλα και η αναλογία της γνώσης που έδιναν στους μαθητές.

Αυτό που σκόπιμα παραβλέπεται από διάφορες τέτοιες ιστορικές αναδρομές είναι πως ένα σημαντικό τμήμα των νέων σπουδαστών εκείνης της περιόδου, άλλοι από τη σχολή μπήκαν μπροστά στην οργάνωση της διεκδίκησης όσων είχαν ανάγκη, άλλοι με την ένταξή τους στην παραγωγή συναντήθηκαν και συμπορεύτηκαν με τα σωματεία τους στο χώρο δουλειάς και το εργατικό κίνημα για να καταφέρουν να αποσπάσουν σημαντικές κατακτήσεις στη δουλειά και τη ζωή τους, είτε σε σχέση με τους μισθούς είτε με τα ωράρια, τις άδειες, τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, την πληρωμή της πρακτικής άσκησης κ.ά. Στις 6 Δεκέμβρη του 1972 και για 17 μέρες οι σπουδαστές της ΣΕΛΕΤΕ και της Σιβιτανιδείου κήρυξαν απεργία με αίτημα την κατάργηση διατάγματος της χούντας που προέβλεπε τον επαγγελματικό τους υποβιβασμό. Στο φύλλο του «Οδηγητή» τον Απρίλη του 1974 ανάμεσα στις πολυάριθμες κινητοποιήσεις των φοιτητών και σπουδαστών όλης της χώρας, συναντάς και τους σπουδαστές της Σιβιτανιδείου που διεκδικούν κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων τους, συνδικαλιστικές ελευθερίες, χορήγηση φοιτητικής κάρτας απεριορίστων διαδρομών για τα μέσα μαζικής μεταφοράς κ.ά. Να σημειωθεί ότι εκείνη την περίοδο το μεροκάματο των νέων μαθητευόμενων ήταν το μισό από το μεροκάματο που έπαιρνε ο ανειδίκευτος εργάτης.

Στις μέρες μας η ανάγκη των νέων για γνώση του επαγγέλματος και της τεχνικής, ελπίζοντας στην πιο γρήγορη εύρεση εργασίας, μετατρέπεται σε περίοδο προετοιμασίας τους για να εναρμονιστούν με τις αξίες και τα ιδανικά των εργοδοτών, τις «ανάγκες των επιχειρήσεων» για εντεινόμενη εκμετάλλευση. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο Εθνικό Συντονιστικό Οργανο Μαθητείας (ΕΣΟΜ), που συγκροτήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2018, ανάμεσα στους «συντονιστές» βρίσκεις τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), την Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) και τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ).

Η αγωνιστική διεκδίκηση στις σχολές διαπαιδαγωγεί στην αγωνιστική στάση στους χώρους δουλειάς

Οπως αναφέρουμε στις Θέσεις του Κεντρικού Συμβουλίου για το 12ο Συνέδριο της Οργάνωσής μας, «η πρωτοπόρα δράση των μελών της ΚΝΕ σε αυτούς τους χώρους, αφενός είναι προϋπόθεση για την αγωνιστική στάση απέναντι στα μαθήματα της εργοδοσίας, αφετέρου το μεγαλύτερο μέρος αυτών των νέων είναι το αυριανό εργατικό δυναμικό και μάλιστα σε κλάδους στρατηγικής σημασίας για την κομματική οικοδόμηση».

Η ανάπτυξη μαζικής δράσης διεκδίκησης για όλα όσα είναι απαραίτητα στην εκπαίδευση των νέων σε αυτές τις σχολές για να γνωρίσουν ολοκληρωμένα το αντικείμενό τους, να έχουν την ικανότητα να παρακολουθούν την αντικειμενική εξέλιξη της τεχνικής και των τεχνολογικών εφαρμογών, διαπαιδαγωγεί στην αγωνιστική στάση απέναντι στα αδιέξοδα που συναντούν στις σχολές τους και πολλαπλασιάζονται στους τόπους δουλειάς. Η πείρα και τα συμπεράσματα από τη συμβολή των μελών της ΚΝΕ στις προσπάθειες που έγιναν σε πολλές περιοχές και σχολές πανελλαδικά για τη συγκρότηση αγωνιστικών πυρήνων, επιτροπών αγώνα και συλλόγων σπουδαστών δημόσιων ΙΕΚ (Αττική, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Χαλκίδα, Γιάννενα) είναι σημαντικά. Εγιναν μπροστά και μέσα στα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι στη σχολή και την πρακτική τους, αποδείχθηκε ότι ένα σημαντικό κομμάτι των σπουδαστών «κρατά μικρό καλάθι» στα μεγάλα λόγια για σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση που διαφημίζουν η κυβέρνηση, το υπουργείο και οι σχολές. Οι δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν μέσα στις σχολές για τη διαφώτιση, τη συζήτηση, την ανάγκη οργάνωσης και διεκδίκησης ζωντάνευαν τη συλλογική δράση των νέων και τη συμμετοχή στις πρωτοβουλίες.

Η σταθερή παρέμβαση των ταξικών εργατικών συνδικάτων, με τη συμβολή των μελών της ΚΝΕ σε αυτά, για την επεξεργασία αιτημάτων, περιεχομένου και των μορφών παρέμβασής τους σε αυτούς τους χώρους, την εγγραφή και συμμετοχή στα συνδικάτα των εργαζομένων και των νέων στη μαθητεία αφορά τη συμβολή της ΚΝΕ στην προσπάθεια που κάνουν δυνάμεις του Κόμματος στην ανασύνταξη του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος. Ανέκαθεν η αστική τάξη πόνταρε το χτύπημα σε μισθούς, δικαιώματα, αντιδραστικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, ανασφάλεια στη δουλειά, να περνά πρώτα στους νέους εργαζόμενους, στήνοντας σκηνικό διάσπασης της ενότητάς τους στους τόπους δουλειάς. Αυτό φέρνουν σε πέρας πλειοψηφίες εργατικών σωματείων (ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ κ.ά.) που αρνούνται να γράφουν ως μέλη τους νέους που κάνουν την πρακτική άσκηση, τη μαθητεία στο χώρο δουλειάς.

Για την παρέμβαση της ΚΝΕ στο χώρο

Τα συμπεράσματα από αυτήν τη δραστηριότητα χρειάζεται να αποτελέσουν περιεχόμενο συζήτησης και ανάπτυξης προβληματισμού, αφομοίωσης των κατευθύνσεων που στο επίκεντρό τους έχουν το πώς θα περάσουμε ως ΚΝΕ «σε νέα φάση, πιο ποιοτικής και μαζικής παρέμβασης σε αυτούς τους χώρους με στόχο να οικοδομήσουμε γερές ΟΒ σε κάθε σχολή επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης» (Από τις Θέσεις του ΚΣ της ΚΝΕ για το 12ο Συνέδριο).

Αυτό προϋποθέτει σταθερή ενασχόληση των Οργάνων από το Κεντρικό Συμβούλιο μέχρι την ΟΒ που έχει αναλάβει την οικοδόμηση στο ΙΕΚ της περιοχής της. Οργανωμένη παρέμβαση δεν σημαίνει γενικά άθροισμα σκόρπιων πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων της ΚΝΕ σε αυτούς τους χώρους, αλλά επεξεργασία των μορφών και του περιεχομένου γι' αυτό το τμήμα των νέων με βάση τις κεντρικές μας επεξεργασίες και αποφάσεις, παίρνοντας υπόψη τις αντιλήψεις που χτίζονται από τις ίδιες τις επιχειρήσεις σε συνεργασία με τις διευθύνσεις των σχολών, μέσα από σεμινάρια, εκδηλώσεις κ.ά. Προϋποθέτει διάταξη στελεχών καταρχάς από το Κεντρικό Συμβούλιο και τα Συμβούλια Περιοχής, όχι με βάση του τι δυνάμεις έχουμε σήμερα, αλλά τι δυνάμεις θέλουμε να έχουμε σε έναν χρόνο, στήριξή τους από τα Γραφεία Περιοχών στην επεξεργασία ολοκληρωμένης παρέμβασης μέσα στους χώρους και εξασφάλιση συντονισμού σε αυτόν το στόχο των εδαφικών, των κλαδικών και των Οργανώσεών μας στη μαθητεία - κατάρτιση.

Σήμερα, από μόνος του, ο νέος, όσες προσπάθειες κι αν κάνει στη σχολή, στην πρακτική και τη μαθητεία, στο χώρο δουλειάς, εμποδίζεται να κατακτήσει τις γνώσεις που έχει ανάγκη για να σταθεί στο επάγγελμα και την τεχνική που μαθαίνει τόσο σήμερα, όσο και στην πορεία εξέλιξης των τεχνικών μέσων και μεθόδων. Από μόνος του ο νέος εργαζόμενος, όσες προσπάθειες κι αν κάνει «βάζοντας νερό στο κρασί του» για να αντέξει την εργασιακή ζούγκλα με τους μισθούς - χαρτζιλίκι, δεν μπορεί να αντιπαλέψει κράτος και εργοδοσία που έχουν διαμορφώσει έναν «οδικό χάρτη» γεμάτο αδιέξοδα, ανασφάλεια για το παρόν και το μέλλον της ζωής του. Στην ταξική πάλη σήμερα η αστική τάξη συμμετέχει, με το κράτος της, τα κόμματά της και τις ενώσεις της. Ο νέος εργαζόμενος, ο σπουδαστής από τη μαθητεία και την κατάρτιση, ο άνεργος δεν μπορεί να βγει νικητής ούτε στις επιμέρους καθημερινές μάχες, αν δεν συμπορευτεί στον αγώνα με το Κόμμα του, την ΚΝΕ και τα ταξικά σωματεία.

Οι Θέσεις του Κόμματος για την Τεχνικοεπαγγελματική Εκπαίδευση είναι η βάση για τη διαμόρφωση αιτημάτων και διεκδικήσεων. Οι νέοι από τις σχολές μαθητείας και κατάρτισης μπορούν να βρουν πραγματική διέξοδο στις αναζητήσεις τους και τώρα και στο μέλλον, στην πρόταση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, που στο επίκεντρο των επεξεργασιών, των θέσεων και της καθημερινής τους πάλης έχουν την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Η απλή αναφορά ή παραδοχή σε αυτό όμως δεν αρκεί, αν δεν κατανοηθεί πως όταν λέμε ότι θέλουμε να συζητάμε την ιδεολογία και τις θέσεις μας με αυτούς που τους ταιριάζει, σε ένα μεγάλο βαθμό αναφερόμαστε στους χιλιάδες νέους που κάθε χρόνο βρίσκονται στα δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ, στις ΕΠΑΣ του ΟΑΕΔ. Οι Θέσεις του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ είναι πρώτης τάξης ευκαιρία να αναβαθμίσουμε τη συζήτηση με τους νέους που ήμασταν μαζί στην οργάνωση του αγώνα, τους νέους που από κοινού αναπτύξαμε προσπάθειες για τη συγκρότηση και λειτουργία επιτροπών αγώνα, Συλλόγων, μπήκαν στα ψηφοδέλτια, οργάνωσαν τις εκλογές και ψήφισαν σε αυτές. Είναι πραγματική ευκαιρία να γνωρίσουν με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο τις θέσεις και επεξεργασίες της ΚΝΕ για το σύνολο της ζωής ενός νέου. Θέσεις που στο επίκεντρο θέτουν το πώς θα συγκεντρώσουμε πιο πολλές και ικανές δυνάμεις, στον αγώνα των νέων για τη ζωή με σύγχρονα δικαιώματα που έχουν ανάγκη, το σοσιαλισμό - κομμουνισμό!


Νίκος ΛΑΠΠΑΣ
Μέλος του Γραφείου του ΚΣ της ΚΝΕ

Ορισμένα στοιχεία για τo 9o Συνέδριο του ΚΚΕ

Οι θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ όπως διακινήθηκαν σε παράνομη, καμουφλαρισμένη μπροσούρα (φυσικό μέγεθος 7x9,5 εκ.)
Οι θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ όπως διακινήθηκαν σε παράνομη, καμουφλαρισμένη μπροσούρα (φυσικό μέγεθος 7x9,5 εκ.)
Με αφορμή την εκδήλωση που οργανώνει το Σάββατο 3 Νοέμβρη και ώρα 5 μ.μ. η ΚΕ του ΚΚΕ, για τον εορτασμό των 100 χρόνων του Κόμματος, στο κτίριο όπου διεξήχθη το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 1973, στο Σορφχάιντε, βόρεια του Βερολίνου, και στην οποία θα μιλήσει ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει συνοπτικά ορισμένα στοιχεία σχετικά με το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, βασισμένα σε αποσπάσματα από το άρθρο «Η στρατηγική του ΚΚΕ στη Δικτατορία» που περιέχεται στην έκδοση «Δικτατορία 1967 - 1974», «Σύγχρονη Εποχή», 2017).

***

Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ πραγματοποιήθηκε στις 4 - 10 Δεκέμβρη 1973 στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, στο Σορφχάιντε, μετά από συνεχείς αναβολές, που - όπως αναφερόταν - οφείλονταν στις συνθήκες της δικτατορίας, γεγονός το οποίο επέφερε οπωσδήποτε δυσκολίες στην πραγματοποίηση της προσυνεδριακής δουλειάς και ιδιαίτερα στην αποστολή αντιπροσώπων από την Ελλάδα για το Συνέδριο.

Το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε ένα μήνα μετά τη μεγάλη εξέγερση του Πολυτεχνείου, το Νοέμβρη του 1973, και φυσικά ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα ζητήματα της αντιδικτατορικής πάλης.

Στις εργασίες του πήραν μέρος εκλεγμένοι αντιπρόσωποι από τους πολιτικούς πρόσφυγες, από τους μετανάστες στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και από τις ανασυγκροτημένες παράνομες Οργανώσεις του ΚΚΕ στην Ελλάδα.

Το κτήριο διεξαγωγής του 9ου Συνεδρίου
Το κτήριο διεξαγωγής του 9ου Συνεδρίου
Το 9ο Συνέδριο αποτελεί παράδειγμα συλλογικής δημοκρατικής λειτουργίας του Κόμματος και τήρησής της ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Πριν από το Συνέδριο είχε προηγηθεί εσωκομματική συζήτηση για τις Θέσεις της ΚΕ καθώς και προσυνεδριακός διάλογος, στον οποίο πήραν μέρος και παράνομοι κομμουνιστές από την Ελλάδα που μπόρεσαν να στείλουν τα άρθρα τους.

Το Συνέδριο ψήφισε νέο Πρόγραμμα και Καταστατικό του ΚΚΕ.

Η νέα Κεντρική Επιτροπή που προέκυψε από το 9ο Συνέδριο εξέλεξε νέο Πολιτικό Γραφείο, και Γενικό Γραμματέα της τον Χαρίλαο Φλωράκη.

Για το χαρακτήρα της δικτατορίας

Ο χαρακτήρας της δικτατορίας προσδιορίστηκε ως ανοιχτή τρομοκρατική νεοφασιστική δικτατορία εγχώριων και ξένων, κυρίως αμερικανικών, μονοπωλίων.1

Εκτιμήθηκε ως γέννημα της ανάπτυξης των αντιθέσεων του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα, προϊόν της σύζευξης της άρχουσας τάξης με τον διεθνή ιμπεριαλισμό, σε πρώτη γραμμή τον αμερικανικό, και της υποταγής σε αυτόν. Οι καταβολές του πραξικοπήματος εκτιμήθηκε ότι ακουμπούσαν στη διαμόρφωση και στο ρόλο της μεγαλοαστικής τάξης και στην ξένη κηδεμονία της, που ανέκοψε τη λαϊκοδημοκρατική ανέλιξη του τόπου στον καιρό της Κατοχής και μετά, ενώ στην εξουσία επιβλήθηκαν οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις και οι συνεργάτες του κατακτητή που πλαισίωναν την ολιγαρχία του πλούτου. Αναφερόταν ότι στην Ελλάδα εγκαθιδρύθηκε ένα καθεστώς βαθιά αντιλαϊκό και εθνικής υποτέλειας, ένα καθεστώς εξυπηρέτησης της χρηματιστικής ολιγαρχίας, των στρατηγικών και οικονομικών συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή των Βαλκανίων και της Μεσογείου.

Από τις Εργασίες του 9ου Συνεδρίου. Στο βήμα ο Χαρίλαος Φλωράκης. Ο Χαρίλαος Φλωράκης στη 17η Ολομέλεια της ΚΕ το Δεκέμβρη του 1972, εκλέχτηκε Α' Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ
Από τις Εργασίες του 9ου Συνεδρίου. Στο βήμα ο Χαρίλαος Φλωράκης. Ο Χαρίλαος Φλωράκης στη 17η Ολομέλεια της ΚΕ το Δεκέμβρη του 1972, εκλέχτηκε Α' Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ
Εκτιμούσε ότι η νεοφασιστική δικτατορία ήταν συνέπεια όλης της μεταπολεμικής εξέλιξης και της αδυναμίας της χρηματιστικής ολιγαρχίας και των πατρόνων της να εξασφαλίσουν την «τάξη πραγμάτων» που ήθελαν μέσα στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ως σκοπό του πραξικοπήματος αναδείκνυε την κατάπνιξη με την ωμή βία του ογκούμενου παλλαϊκού κινήματος, που δεν ήταν σε θέση ν' αναχαιτίσουν τα ντόπια και τα ξένα μονοπώλια με τα μέσα της αστυνομευόμενης δημοκρατίας, για την καλύτερη εξυπηρέτηση του ιμπεριαλισμού, που δεν ένιωθε ασφάλεια στην εξυπηρέτησή του με την υπάρχουσα προδικτατορική κατάσταση.

Θεωρούσε ότι ο σχεδιασμός και η οργάνωση της επιβολής του έγινε με την άμεση συμμετοχή και υποστήριξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Για την αντιδικτατορική πάλη

Για την ενότητα της αντιδικτατορικής δράσης, από τα πάνω και από τα κάτω, αναφερόταν ότι τα κύρια συμφέροντα των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστών, κυρίως των αμερικανικών, εξυπηρετήθηκαν στα χρόνια της δικτατορίας όχι όπως πριν, όταν κυριαρχούσαν τα δύο μεγάλα «παραδοσιακά» κόμματα της «Δεξιάς» και του «Κέντρου». Οτι ούτε τα μονοπώλια και οι ξένοι ιμπεριαλιστές ξέκοψαν από τους κύριους πολιτικούς εκπροσώπους τους, ούτε τα βασικά αστικά κόμματα αποφάσισαν να παραιτηθούν από το ρόλο εξυπηρέτησης των μονοπωλίων και του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Εκτιμούσε ότι απλώς παραμερίστηκαν προσωρινά για λόγους ιστορικούς και γιατί δεν παρείχαν επαρκείς εγγυήσεις ότι ήταν σε θέση ν' αποτελέσουν τους φορείς ενός δικτατορικού καθεστώτος, που ήταν αναγκαίο στα μονοπώλια και στους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές.

Εκδοση με τα ντοκουμέντα του 9ου Συνεδρίου
Εκδοση με τα ντοκουμέντα του 9ου Συνεδρίου
Ταυτόχρονα, υποστήριζε ότι η αντίθεση των αστικών κομμάτων προς το νεοφασιστικό καθεστώς δεν έκφραζε αντίθεσή τους προς τα μονοπώλια και τον διεθνή ιμπεριαλισμό, αλλά διαφορά ως προς τη μορφή άσκησης της εξουσίας. Ακόμα, αντανακλούσε και αντιθέσεις των ξένων μονοπωλίων και του διεθνούς ιμπεριαλισμού.2

Εκτιμώντας την ανατροπή του Γ. Παπαδόπουλου από τον Δ. Ιωαννίδη στις 25 Νοέμβρη 1973, λίγες μέρες μετά από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ανέφερε ότι επρόκειτο για εσωχουντικό αμερικανοκίνητο πραξικόπημα χωρίς καμιά αλλαγή της ουσίας του νεοφασιστικού καθεστώτος, ενώ παρέμενε ο κίνδυνος συμβιβασμού της χούντας και των αστικών κομμάτων, διάσπασης του μετώπου των δυνάμεων που αντιτίθονταν στη δικτατορία. Ως γραμμή αντιπαράθεσης απέναντι στο νεοφασισμό και στον υπαρκτό κίνδυνο συμβιβασμού του με τις αστικές δυνάμεις, πρόβαλλε την ανάγκη διεκδίκησης άμεσων αιτημάτων του λαού. Τόνιζε, επίσης, την ανάγκη επαγρύπνησης είτε απέναντι στη γραμμή σκλήρυνσης είτε στη γραμμή της «δημοκρατικοποίησης». Η παραπάνω θέση συμπληρωνόταν με την εκτίμηση ότι δεν έπρεπε ν' αντιπαρατίθεται η ειρηνική στη μη ειρηνική μορφή πάλης, ότι η μορφή θα εξαρτιόταν από τις συγκεκριμένες συνθήκες.3

Καθόρισε ότι η πάλη κατά του νεοφασισμού έπρεπε να γίνεται στο όνομα της δημοκρατίας, που θα εξασφάλιζε τις ελευθερίες του λαού, θα καταργούσε το παρακράτος και όλα τα εξωπολιτικά κέντρα εξουσίας, θα έφραζε το δρόμο στην επαναφορά φασιστικών ή μισοφασιστικών καθεστώτων, υπέρ μιας δημοκρατίας απαλλαγμένης από την κηδεμονία των Αμερικανών και άλλων ιμπεριαλιστών. Ως απάντηση στη στάση των αστικών κομμάτων, το 9ο Συνέριο εκτιμούσε την εξασφάλιση της ελεύθερης έκφρασης του λαού από προσωρινή κυβέρνηση των κομμάτων και οργανώσεων που αντιτίθονταν στο νεοφασιστικό καθεστώς.

Για τη μετάβαση

Το πρόγραμμα που ψηφίστηκε από το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Το πρόγραμμα που ψηφίστηκε από το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ
Η «Νέα Δημοκρατία», με τον προσδιορισμό «δημοκρατικό πολιτικό καθεστώς»,4 εντάχτηκε στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ ως ένα αρχικό σημείο του πρώτου σταδίου της «ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας», ενώ θεωρούνταν ότι πίσω από αυτό θα σήμαινε επιστροφή στο καθεστώς της αστικής δημοκρατίας προχουντικού τύπου. Το 9ο Συνέδριο υποστήριζε ότι, προκειμένου να συγκεντρωθούν περισσότερες δυνάμεις, δεν έπρεπε να προβληθεί ως άμεση επιδίωξη το πρόγραμμα της δημοκρατικής αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης, καθώς στόχος ήταν να προσελκυστούν άλλες δυνάμεις της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης, που μπορούσαν να δεχτούν τη «Νέα Δημοκρατία»5, όχι, όμως, και βαθιούς μετασχηματισμούς.

Παράλληλα, υπογράμμιζε ότι το ΚΚΕ δεν έθετε πρόβλημα αλλαγής της κρατικής μορφής κυριαρχίας από την άρχουσα τάξη, αλλά πρόβλημα περάσματος στη λαοκρατική εξουσία. Ο τελικός σκοπός του Κόμματος ήταν η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, καθώς εκτιμούσε ότι ήταν «ώριμες οι υλικές προϋποθέσεις για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό». Επειδή, όμως, για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό απαιτούνταν και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις - η συγκέντρωση και η ετοιμασία των αναγκαίων δυνάμεων - δεν μπορούσε να λυθεί ως πρόβλημα αν δεν παίρνονταν υπόψη τα υπάρχοντα εθνικά, δημοκρατικά προβλήματα, πολύ περισσότερο που αυτά συνδέονταν και με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.6

Ολα τα παραπάνω, όπως και ο προσδιορισμός του σοσιαλισμού ως «τελικού» σκοπού, υποδήλωνε με σαφήνεια ότι υπήρχαν άμεσοι, ενδιάμεσοι κοινωνικοπολιτικοί και οικονομικοί στόχοι, μεταβατικό πολιτικό καθεστώς στο έδαφος του καπιταλισμού, με το οποίο αποσπούνταν η καθημερινή πάλη από την πάλη για το σοσιαλισμό.

Για το «κομματικό πρόβλημα»

Αναγνωρίστηκε ότι το 8ο Συνέδριο συνήλθε χωρίς να υπάρχουν Κομματικές Οργανώσεις. Εκτιμούσε ότι από το 8ο Συνέδριο έως τη 12η Ολομέλεια στη δουλειά του Κόμματος κυριαρχούσε βασικά δεξιά οπορτουνιστική παρέκκλιση. Ως έκφραση της παρέκκλισης αναφερόταν η θέση για το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, για την εθνική αστική τάξη, η επικύρωση της λικβινταριστικής Απόφασης του 1958 για τη διάλυση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων. Αποδόθηκαν ευθύνες στην τότε ΚΕ και ιδιαίτερα στο ΠΓ.

Τα ντοκουμέντα διαφοροποιούσαν την ιεράρχηση των αιτιών του «κομματικού προβλήματος» σε σχέση με προηγούμενες θέσεις. Στη σειρά των αιτιών προτάχτηκε η ανεπάρκεια της καθοδήγησης του Κόμματος, η λειψή αφομοίωση και η μη δημιουργική εφαρμογή της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας, οι παραβιάσεις βασικών λενινιστικών αρχών· σε πρώτη γραμμή της συλλογικότητας της δουλειάς και της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος. Αναφέρονταν, στη συνέχεια, οι σοβαρές δυσκολίες που δημιουργήθηκαν για το ΚΚΕ και το κίνημα γενικότερα μετά από τις δύο αλλεπάλληλες ήττες (του 1944 και του 1949), οι δυσκολίες στην ανασυγκρότηση παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, η πολύπλευρη πίεση του εχθρού σε συνδυασμό με την απουσία από την Ελλάδα σημαντικού τμήματος στελεχών και μελών και της ίδιας της καθοδήγησής του.

Στις αιτίες, επίσης, συμπεριλαμβάνονταν οι δυσκολίες του συνδυασμού της παράνομης με τη νόμιμη δουλειά, οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες που αναπτύχθηκαν από την εκλογική άνοδο της ΕΔΑ, ιδιαίτερα το 1958.

Η ανάλυση για την ανάπτυξη του καπιταλισμού

Οσον αφορά την ανάπτυξη του καπιταλισμού, διαπίστωνε: «Η Ελλάδα, χώρα με μέσο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, με διαμορφωμένο κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό και με χαρακτηριστικό γνώρισμα τη σημαντική εξάρτηση από το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο και το διεθνή ιμπεριαλισμό, γίνεται χώρα βιομηχανική - αγροτική».7

Για το ζήτημα αν η Ελλάδα ήταν βιομηχανική - αγροτική ή βρισκόταν σε πορεία να γίνει βιομηχανική - αγροτική είχε γίνει μεγάλη συζήτηση κατά την επεξεργασία των Θέσεων στη 18η Ολομέλεια. Τελικά, το Κόμμα δεν έπαιρνε υπόψη στα κριτήρια ανάλυσης και εκτίμησης του καπιταλισμού στην Ελλάδα την ανισομετρία, την αλληλεξάρτηση που εμφανίζεται στις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.

Ορισμένα πραγματικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας και της αστικής διαχείρισης (π.χ. η πορεία της εκβιομηχάνισης, οι περιορισμένες Αμεσες Ξένες Επενδύσεις, οι φιλομονοπωλιακές ρυθμίσεις των κυβερνήσεων που ευνοούσαν το ξένο κεφάλαιο κ.λπ.) ερμηνεύονταν με τρόπο απόλυτο και λαθεμένο μεθοδολογικά. Το αποτέλεσμα ήταν να μη συνδέεται η καπιταλιστική ανάπτυξη με την πορεία έκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων, και έτσι να μην ερμηνεύονται αντικειμενικά η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα, η θέση του στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, οι σχέσεις του με τα άλλα καπιταλιστικά κράτη (βλέπε θέσεις για υποδούλωση από το ξένο κεφάλαιο, για εθελοδουλία της αστικής τάξης κ.λπ.).

Για τα στάδια

Το Πρόγραμμα που αποφάσισε το 9ο Συνέδριο, παρά τις βελτιώσεις που επέφερε σε σχέση με εκτιμήσεις - διαπιστώσεις και την κριτική προηγούμενων Αποφάσεων, στην ουσία άφησε άθικτη τη βασική γραμμή του 8ου Συνεδρίου, δηλαδή τη λογική των δύο σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας, όπως και το ζήτημα της εκτίμησης της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και της ερμηνείας της θέσης του στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Επίσης, συνέχισε να μην προσδιορίζει αντικειμενικά ταξικά μέρος των αστικών πολιτικών δυνάμεων και τη στάση απέναντί τους. Υιοθετούσε την ουτοπική εκτίμηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ότι ο ιμπεριαλισμός, παρ' όλες τις προσπάθειές του, δεν μπόρεσε ν' αλλάξει τον γενικό συσχετισμό των δυνάμεων προς όφελός του, ότι την κύρια κατεύθυνση στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας την καθόριζαν το παγκόσμιο σύστημα του σοσιαλισμού, η διεθνής εργατική τάξη, όλες οι επαναστατικές δυνάμεις.8

Ενώ εκτιμούσε ότι στην Ελλάδα υπήρχαν οι υλικές προϋποθέσεις για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, υποστήριζε ότι ο χαρακτήρας της επανάστασης καθορίζεται από τη θέση της κάθε χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και από τον συσχετισμό δυνάμεων. Εκανε λόγο για δύο αντιθέσεις στην καπιταλιστική κοινωνία: Τη βασική, κεφαλαίου - εργασίας, και ως κυρίαρχη μία άλλη, την αντίθεση ανάμεσα στις μονοπωλιακές και τις μη μονοπωλιακές δυνάμεις, εντάσσοντας στις δεύτερες τμήματα της αστικής τάξης και όλα τα μεσαία στρώματα. Σε αυτήν την ταξική ανάλυση οικοδομούσε τη στρατηγική των δύο σταδίων και τον αντίστοιχο καθορισμό των κινητήριων επαναστατικών δυνάμεων.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Η αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού της δικτατορίας ως φασιστικής είχε τεθεί σε προηγούμενες Ολομέλειες της ΚΕ απ' ορισμένα μέλη, που θεωρούσαν ότι ο χαρακτηρισμός της ως φασιστικής δεν ανταποκρινόταν, παρέπεμπε στον προπολεμικό φασισμό που αναπτύχθηκε σε συνθήκες κρίσης και σε φάση προετοιμασίας του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Ετσι, επιλέχτηκε ο όρος νεοφασισμός, που θεωρήθηκε ότι απέδιδε την πραγματικότητα στις τότε συνθήκες, σε περίοδο που, όπως εκτιμιόταν, ο συσχετισμός ήταν υπέρ των δυνάμεων του σοσιαλισμού.

2. Το 9ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, σελ. 124, έκδ. της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1974.

3. Ο.π., σελ. 131 - 132.

4. Ο.π., σελ. 174 - 182.

5. Ο.π., σελ. 118.

6. Ο.π., σελ. 115.

7. Ο.π., σελ. 169.

8. Ο.π., σελ. 161.

Η στρατηγική της Κομμουνιστικής Διεθνούς στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο Κόκκινος Στρατός απελευθερώνει την Τσεχοσλοβακία
Ο Κόκκινος Στρατός απελευθερώνει την Τσεχοσλοβακία
Το υπό έκδοση Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, περιόδου 1918-1949, αποτιμώντας τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αναλύει ταυτόχρονα και εκτιμά τη στρατηγική της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) πριν από τον πόλεμο και στη διάρκειά του.

Από το ξεκίνημα του πολέμου, τα Κομμουνιστικά Κόμματα πρωτοστάτησαν στην οργάνωση αντιστασιακών κινημάτων στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, με σημαντικά αποτελέσματα στην οργάνωση της εργατικής - λαϊκής πάλης, σε κάποιες με μικρότερα, εξαιτίας και του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα του ρόλου της αποτέλεσαν η Ολλανδία, η Σουηδία, η Νορβηγία, το Λουξεμβούργο, αλλά και η Δανία, όπου η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση συνεργάστηκε με τους κατακτητές και έβγαλε εκτός νόμου το ΚΚ (Ερικ Χομπσμπάουμ, «Η εποχή των άκρων», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 2006, σελ. 217). Τα ΚΚ αποτέλεσαν τον κύριο αιμοδότη των αντιστασιακών κινημάτων που συνέβαλαν σημαντικά στην Αντιφασιστική Νίκη των Λαών. Ιδιαίτερα αναφορά αξίζει να γίνει για τους κομμουνιστές που έδρασαν στην καρδιά του ναζιστικού τέρατος.

Στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ γίνεται ουσιαστική προσπάθεια μαζί με τη θετική συνεισφορά να μελετηθεί και η αρνητική εμπειρία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, δίχως συναισθηματισμό, που αποβαίνει κακός σύμβουλος στην ιστορική έρευνα.

Ο Κόκκινος Στρατός απελευθερώνει τη Βουδαπέστη
Ο Κόκκινος Στρατός απελευθερώνει τη Βουδαπέστη
Στο πλαίσιο της εξέτασης της στρατηγικής της, πριν και στη διάρκεια του πολέμου, είναι σημαντικό ζήτημα η ανάλυση που έκανε η ΚΔ για τον χαρακτήρα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτό, οι θέσεις της διακρίνονταν από παλινωδίες και αποτυπώθηκαν κατά περιόδους ως εξής:

Στο 7ο Συνέδριό της (1935) ο πόλεμος χαρακτηριζόταν ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές. Ωστόσο, με την υπογράμμιση που έκανε το Συνέδριο ότι ο κύριος εχθρός είναι ο φασισμός, καθώς και με τη στρατηγική που διαμόρφωσε για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, άφηνε ανοικτό παράθυρο για την αλλαγή της παραπάνω θέσης σχετικά με τον χαρακτήρα του πολέμου.

Στις 8 Σεπτέμβρη 1939, η ΚΔ υιοθέτησε τη θέση ότι «ο παρών πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός και άδικος, για τον οποίο είναι εξίσου υπεύθυνη η αστική τάξη όλων των εμπολέμων κρατών. (...) η διάκριση των καπιταλιστικών κρατών σε φασιστικά και δημοκρατικά έχει πλέον απολέσει την προηγούμενή της σημασία». Στην ίδια Οδηγία τονιζόταν ότι τα ΚΚ, ιδιαίτερα της Γαλλίας, της Αγγλίας, των ΗΠΑ και του Βελγίου, που είχαν πάρει διαφορετική θέση, θα έπρεπε να διορθώσουν αμέσως την πολιτική τους γραμμή και να χαρακτηρίσουν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και από τις δύο πλευρές.

Στη συνέχεια, όταν η Γερμανία επιτέθηκε στη Σοβιετική Ενωση (22 Ιούνη 1941), η θέση της ΚΔ άλλαξε και πάλι. Ο πόλεμος δεν χαρακτηριζόταν πια ιμπεριαλιστικός, που γινόταν για τη διανομή του κόσμου, αλλά αντιφασιστικός.

Η εξέλιξη της στρατηγικής

7ο Συνέδριο της ΚΔ. Οι αντιπρόσωποι τιμούν τα θύματα του ταξικού αγώνα. Από αριστερά προς τα δεξιά: Μορίς Τορέζ, Ι. Β. Στάλιν, Μαρσέλ Κασέν, Γκιόργκι Ντιμιτρόφ και Βίλχεμ Πικ. Πρόεδρος του Συνεδρίου εξελέγη ομόφωνα ο Ερνστ Τέλμαν, που βρισκόταν φυλακισμένος στη Γερμανία
7ο Συνέδριο της ΚΔ. Οι αντιπρόσωποι τιμούν τα θύματα του ταξικού αγώνα. Από αριστερά προς τα δεξιά: Μορίς Τορέζ, Ι. Β. Στάλιν, Μαρσέλ Κασέν, Γκιόργκι Ντιμιτρόφ και Βίλχεμ Πικ. Πρόεδρος του Συνεδρίου εξελέγη ομόφωνα ο Ερνστ Τέλμαν, που βρισκόταν φυλακισμένος στη Γερμανία
Η άνοδος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος Γερμανίας (Χίτλερ) στη διακυβέρνηση (1933) και οι φανερές στοχεύσεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού επέδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωση της στρατηγικής της ΚΔ, σε σύγκριση με το 6ο Συνέδριό της (1928).

Το 6ο Συνέδριο διαχώριζε σε τρεις κατηγορίες τις καπιταλιστικές χώρες, χαράσσοντας διαφορετική στρατηγική των ΚΚ για τις χώρες κάθε κατηγορίας. Το πρόγραμμα που ψήφισε ανέφερε:

«α) Χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού (Ενωμένες Πολιτείες, Γερμανία, Αγγλία κ.λπ.) (...) Στις χώρες αυτές στο επίπεδο της πολιτικής βασική προγραμματική απαίτηση είναι το άμεσο πέρασμα στη διχτατορία του προλεταριάτου (...).

β) Χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού (Ισπανία, Πορτογαλία, Πολωνία, Ουγγαρία, Βαλκανικές χώρες κ.λπ.) (...) Σε μερικές από αυτές τις χώρες είναι δυνατό ένα λίγο - πολύ γρήγορο πέρασμα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε επανάσταση σοσιαλιστική (...).

γ) Αποικιακές και μισοαποικιακές χώρες (...) και εξαρτημένες χώρες (...) Το πέρασμα προς τη διχτατορία του προλεταριάτου είναι δυνατό εδώ, κατά κανόνα μόνο μέσω μιας σειράς προπαρασκευαστικών βαθμίδων, μόνο σαν αποτέλεσμα ολόκληρης περιόδου μετατροπής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε επανάσταση σοσιαλιστική...».

Ο Λένιν στο βήμα στο 1ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Ο Λένιν στο βήμα στο 1ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Επίσης, το 6ο Συνέδριο έδωσε τον ορισμό του φασισμού, εκτιμώντας:

«Για να εξασφαλίσει μεγαλύτερη σταθερότητα (...) η κεφαλαιοκρατία είναι αναγκασμένη όλο και περισσότερο να περνά απ' το κοινοβουλευτικό σύστημα προς την (...) φασιστική μέθοδο. (...) Αφού στερεωθεί στο πηδάλιο της κρατικής εξουσίας, ξεσκεπάζεται όλο και περισσότερο σαν τρομοκρατική διχτατορία του μεγάλου κεφαλαίου».

Το Πρόγραμμα που ψήφισε το 6ο Συνέδριο της ΚΔ είχε μια σειρά από προβληματικές τοποθετήσεις. Με τον σχηματικό διαχωρισμό των χωρών, υποτιμούσε ότι:

Ο χαρακτήρας της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού έχει διεθνή διάσταση, ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις των καπιταλιστικών χωρών στο βαθμό και στις ιδιαιτερότητες ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, η μεγάλη ατομική ιδιοκτησία με τη μετοχική μορφή, τα μονοπώλια, καθορίζουν την καπιταλιστική ανάπτυξη σε κάθε καπιταλιστική χώρα, υποτάσσουν κάθε κοινωνική αντίθεση στην αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας.

Η στρατηγική προσέγγισης της ΚΔ, για χώρες όπως και η Ελλάδα, στις οποίες είχε εδραιωθεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, υποτιμούσε την υπαρκτή δυνατότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων να δώσουν μεγάλη ώθηση και ν' απελευθερώσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μετά από την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.

Ωστόσο, το 7ο Συνέδριο επέφερε πλήρη στροφή στη στρατηγική της ΚΔ, ακόμα και για τις πιο αναπτυγμένες χώρες (Αγγλία, ΗΠΑ κ.λπ.), για τις οποίες το 6ο Συνέδριο καθόριζε ότι ο χαρακτήρας της επανάστασης θα ήταν σοσιαλιστικός. Ο πυρήνας της στρατηγικής του 7ου Συνεδρίου περικλείεται στο εξής:

Η εργατική τάξη δεν είχε να διαλέξει τότε «ανάμεσα στην προλεταριακή δικτατορία και την αστική δημοκρατία, αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό», θέση με την οποία εξουδετερωνόταν ο χαρακτηρισμός του τότε επερχόμενου πολέμου ως ιμπεριαλιστικού. Από αυτήν άλλωστε απέρρεε η πολιτική συμμαχία και η κυβερνητική συνεργασία με μέρος των αστικών πολιτικών δυνάμεων:

«Για τη δημιουργία του αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου (...) κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορούμε και πρέπει να προσπαθούμε να κερδίσουμε τα κόμματα αυτά και τις οργανώσεις ή μεμονωμένα τμήματά τους, για το αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο, παρά το ότι έχουν αστική ηγεσία».

Ταυτόχρονα, το 7ο Συνέδριο διαχώρισε το «αντιδραστικό στρατόπεδο της σοσιαλδημοκρατίας» απ' το «στρατόπεδο που υπάρχει και μεγαλώνει, το στρατόπεδο των αριστερών σοσιαλδημοκρατών».

Οσον αφορά τον φασισμό, τον προσδιόρισε ως «την ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σωβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου».

Το 7ο Συνέδριο διαχώριζε απόλυτα την «εξουσία» του χρηματιστικού κεφαλαίου από τα συμφέροντα του βιομηχανικού κεφαλαίου. Αντίστοιχα, διαχώριζε απόλυτα και τα καπιταλιστικά κράτη σε φασιστικά και δημοκρατικά. Ως συνέπεια αυτού του διαχωρισμού ιδεολογικοποιήθηκε η συμμαχία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος με τμήμα αστικών δυνάμεων και κρατών, αδυνάτισε η ταξική ετοιμότητα απέναντι στην αντίπαλη τάξη.

Το 7ο Συνέδριο πήρε και άλλες αποφάσεις, που τελικά επέδρασαν αρνητικά στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Κρίσιμο ζήτημα ήταν ότι έβαλε τις βάσεις για την αυτοδιάλυση της ΚΔ. Η σχετική απόφαση του προεδρείου της ΕΕ της ΚΔ (15 Μάη 1943) ανέφερε ανάμεσα σε άλλα:

«Ηδη το έβδομο συνέδριο της ΚΔ έδωσε έμφαση στην ανάγκη η Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ να αποφεύγει τις παρεμβάσεις στα εσωτερικά οργανωτικά ζητήματα των κομμουνιστικών κομμάτων, όσον αφορά τις αποφάσεις για όλα τα ζητήματα του εργατικού κινήματος που προκύπτουν από τις συγκεκριμένες συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας» («Κομμουνιστική Διεθνής», αριθμός 5-6 του 1943, σελ. 26-27 (μετάφραση από το ρωσικό πρωτότυπο)).

Επιπλέον, το 7ο Συνέδριο άνοιξε τον δρόμο για τη συγχώνευση Κομμουνιστικών Κομμάτων με τα σοσιαλδημοκρατικά. Ετσι, τον Ιούλη του 1936 το ΚΚ Καταλονίας και η Καταλανική Ομοσπονδία του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ισπανίας ίδρυσαν το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ενώ συγχωνεύτηκαν η Κομμουνιστική και η Σοσιαλιστική Νεολαία Ισπανίας. Συγχώνευση των αντίστοιχων Νεολαιών έγινε το 1936 και στη Λετονία. Το 1937 άρχισαν συζητήσεις ανάμεσα στο ΚΚ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ισπανίας για τη συγχώνευσή τους σε ενιαίο κόμμα. Στην ίδια κατεύθυνση προσανατολιζόταν και το ΚΚ Γαλλίας. Και αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο συγχωνεύτηκαν, σε επίπεδο εξουσίας πια, τα ΚΚ με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των Βουλγαρίας, Πολωνίας, Ουγγαρίας, Ρουμανίας, ΛΔ Γερμανίας. Την ίδια περίοδο προσανατολίστηκε και το ΚΚΕ προς την αυτοδιάλυση της ΟΚΝΕ, η οποία τελικά έγινε το 1943, οπότε συγχωνεύτηκε στην ΕΠΟΝ.

Ακόμα, το 7ο Συνέδριο τάχθηκε υπέρ της συγχώνευσης των δυο συνδικαλιστικών Διεθνών, της Κόκκινης και της Διεθνούς του Αμστερνταμ.

Τι άλλαζε θετικά τους συσχετισμούς

Τόσο στην κομματική βιβλιογραφία όσο και σε άλλων κατευθύνσεων βιβλιογραφία επικράτησε για πολλά χρόνια η αντίληψη ότι η στροφή του 7ου Συνεδρίου ήταν αναγκαία, εξαιτίας του αρνητικού για το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα συσχετισμού δυνάμεων, αλλά και επωφελής, γιατί χάρη σ' αυτή σώθηκε η Σοβιετική Ενωση στη διάρκεια του πολέμου, μια σειρά κράτη έγιναν σοσιαλιστικά, καθώς και ότι χάρη σ' αυτήν τη στρατηγική τα ΚΚ της Δύσης μαζικοποιήθηκαν, δημιουργώντας και τα αντίστοιχα λαϊκά κινήματα.

Η πραγματικότητα αποδείχτηκε διαφορετική.

Η Σοβιετική Ενωση νίκησε κυρίως με τις δικές της δυνάμεις τον γερμανικό στρατό στην επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα». Πρωταρχικά χάρη στη δύναμη του Κόκκινου Στρατού και γενικότερα χάρη στον διεθνή ρόλο της ΕΣΣΔ, καθώς και τον ρόλο των ΚΚ, απελευθερώθηκαν χώρες της Ευρώπης και οκτώ αποσπάστηκαν από το ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Μια σειρά καλόπιστοι αγωνιστές, που αναγνωρίζουν και δικαίως θαυμάζουν την εποποιία του Κόκκινου Στρατού στον πόλεμο, εκφράζουν κατά καιρούς τη σκέψη ότι η αυτοδιάλυση της ΚΔ έβαζε εμπόδιο στις επιδιώξεις αστικών κύκλων, εντός και εκτός Γερμανίας, να αναδιαταχθεί η συμμαχία των ΗΠΑ - Αγγλίας με την ΕΣΣΔ και να στραφούν όλες μαζί (ΗΠΑ - Αγγλία - Γερμανία - κ.ά.) κατά της ΕΣΣΔ. Με άλλα λόγια, ότι η αυτοδιάλυση της ΚΔ επέδρασε στρατηγικά και ματαίωσε αυτά τα σχέδια.

Πρόκειται για άποψη που άθελά της υποβαθμίζει αναμφισβήτητα γεγονότα, ότι δηλαδή τα παραπάνω σχέδια τα ματαίωσε η δύναμη των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, σε συνδυασμό με το ανυψωμένο κύρος της ΕΣΣΔ, την αίγλη της στους λαούς όλου του κόσμου. Εξάλλου η αυτοδιάλυση της ΚΔ δεν επέσπευσε ούτε την απόβαση των ΗΠΑ - Αγγλίας στη Νορμανδία, που έγινε πολύ αργότερα (Ιούνης 1944).

Τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων βελτίωνε σε όφελος του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος η πολεμική επίδοση του Κόκκινου Στρατού, με την καθοδηγητική δύναμη του ΚΚ (Μπ.) και την αυτοθυσία του σοβιετικού λαού. Τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων υπέρ του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος μπορούσε να βελτιώσει περισσότερο ο συνδυασμός σε κάθε χώρα του εθνικοαπελευθερωτικού ή αντιφασιστικού αγώνα με τη γραμμή συσπείρωσης δυνάμεων για την εργατική εξουσία.

Αμεσες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις

Η γραμμή του 7ου Συνεδρίου δεν επιβεβαιώθηκε, γιατί απομάκρυνε - αντί να φέρει πιο κοντά - τα ΚΚ από τον στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Η μελέτη της περιόδου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και οι εξελίξεις που διαδραματίστηκαν στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα μετά τον πόλεμο, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η στρατηγική που χαράχτηκε από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα προκάλεσε άμεσες και μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις.

1. Αποδείχθηκε επιβλαβής για τα εργατικά - λαϊκά κινήματα της Γαλλίας και της Ιταλίας η συμμετοχή των ΚΚ στις εκεί αστικές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η συμμετοχή τους σε αυτές όχι μόνο δεν αποτέλεσε μέσο για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, αλλά αντίθετα επέδρασε μακροπρόθεσμα στο χαρακτήρα αυτών των κομμάτων, στη σοσιαλδημοκρατικοποίησή τους και, στην πορεία, στη γέννηση του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος.

2. Οσον αφορά την Ελλάδα, ήταν λαθεμένες και δεν βοηθούσαν ούτε το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα ούτε το ΚΚΕ η επιλογή της υπογραφής της Συμφωνίας του Λιβάνου και στη συνέχεια η συμμετοχή των ΚΚΕ - ΕΑΜ - ΠΕΕΑ στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον Γ. Παπανδρέου, επιλογή με την οποία βρέθηκε σύμφωνη η ηγεσία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.

Απόρροια της Συμφωνίας του Λιβάνου ήταν η Συμφωνία της Καζέρτας, αφού δίχως την Καζέρτα η Συμφωνία του Λιβάνου έμενε χωρίς πόδια.

3. Η ίδια στρατηγική, και μετά τον πόλεμο, οδήγησε στη συμμετοχή σειράς ΚΚ της Ευρώπης σε αντίστοιχες μεταπολεμικές αστικές κυβερνήσεις (Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Δανία, Νορβηγία, Ισλανδία, Αυστρία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο), σε δυο κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική (Χιλή, Κούβα) και σε δυο της Ασίας (Ινδονησία, Ιράν). Ηταν στρατηγική που δεν ωρίμαζε τον υποκειμενικό παράγοντα στην πάλη για το σοσιαλισμό, αλλά αντίθετα τον αποδυνάμωνε.

4. Σ' αυτό το πλαίσιο, το ΚΚΕ παραγνώρισε την ύπαρξη συνθηκών επαναστατικής κατάστασης που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα και που κορυφώθηκε τις μέρες της απελευθέρωσης και του Δεκέμβρη 1944. Η ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης θέτει μπροστά σε κάθε ΚΚ μόνο το καθήκον της πάλης για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και κανένα άλλο.

Η στρατηγική της περιόδου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου εκτιμήθηκε ως σωστή από το 19ο καθώς και από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, όπως και από τα επόμενα συνέδριά του. Συνέχισαν και αυτά να κάνουν λόγο για «δεξιούς ιμπεριαλιστές», για αντιδραστικούς κύκλους των ΗΠΑ και άλλων κρατών, σε διάκριση από τους «ειρηνόφιλους», ενώ προσδιόριζαν τον αγώνα των ΚΚ στις καπιταλιστικές χώρες ως αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία. Σε αυτήν τη βάση, το 20ό Συνέδριο πραγματοποίησε μεγαλύτερη στροφή, διακηρύσσοντας τη δυνατότητα «η εργατική τάξη, ενώνοντας γύρω της (...) όλες τις πατριωτικές δυνάμεις (...) να κατακτήσει σταθερή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και να το μετατρέψει από όργανο της αστικής δημοκρατίας σε όργανο της πραγματικής λαϊκής θελήσεως» («Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ», Εκδόσεις «Ζώγια», Αθήνα 1956, σελ. 42). Αυτήν τη θέση, για παράδειγμα, είχε υιοθετήσει στο Πρόγραμμά του το ΚΚ Μ. Βρετανίας ήδη από το 1951.

Ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων δεν μπορεί να αποτελεί για το ΚΚ κριτήριο στη χάραξη της στρατηγικής του. Ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων ήταν συντριπτικά σε βάρος του ΚΚ (Μπ.) πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ομως η ηγεσία του κόμματος δεν καθόρισε τη στρατηγική της με βάση αυτόν. Σε βάρος του ΚΚ (Μπ.) ήταν ο συσχετισμός και στην περίοδο που ακολούθησε μετά την ανατροπή του τσάρου, όχι μόνο στο επίπεδο της κυβέρνησης που διαμορφώθηκε, αλλά και στα Σοβιέτ. Αξιοποίησε όμως τη συνεχιζόμενη επαναστατική ορμή και έθεσε ως άμεσο καθήκον την αλλαγή του για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, αφήνοντας στην άκρη ως ξεπερασμένη τη στρατηγική της δημοκρατικής δικτατορίας των εργατών και αγροτών, την οποία υπεράσπιζαν αρχικά ακόμα και μια σειρά ηγετικά στελέχη των Μπολσεβίκων.

Η πείρα των αδυναμιών στρατηγικής στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι πολύτιμη σήμερα, καθώς - σε μια περίοδο καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών - μια σειρά πολιτικές δυνάμεις προβάλλουν ως απειλή για τα «δημοκρατικά» βάθρα της ΕΕ το γεγονός ότι ακροδεξιές δυνάμεις («ευρωσκεπτικιστικές», εθνικιστικές, φασιστικές ή όπως αλλιώς) σηκώνουν κεφάλι. Αξιώνουν επί της ουσίας η γραμμή πάλης του εργατικού - λαϊκού κινήματος να κινηθεί στην κατεύθυνση της κοινής στάσης με αστικές πολιτικές δυνάμεις κατά ακροδεξιών και φασιστικών δυνάμεων, ουσιαστικά αφήνοντας στο απυρόβλητο τον καπιταλισμό που τις γεννά και τις θρέφει.

Ορισμένα βασικά συμπεράσματα

Το γεγονός ότι η αντίληψη του στρατηγικής σημασίας διαχωρισμού των αστικών πολιτικών δυνάμεων σε δημοκρατικές - φιλειρηνικές και σε φασιστικές - φιλοπόλεμες συνέχιζε να υπάρχει στα Προγράμματα των ΚΚ και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, διαπερνούσε και τη λογική του ΚΚΣΕ αλλά και τις όποιες προσπάθειες διαμόρφωσης της διεθνούς στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η στρατηγική του 7ου Συνεδρίου δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο των κινδύνων που αντιμετώπιζε η ΕΣΣΔ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Θεμελιακό ζήτημα, που οι αιτίες του απομένει να ερευνηθούν σε μεγαλύτερο βάθος, είναι το ποιοι παράγοντες συντέλεσαν ώστε να μη θεωρηθεί επίκαιρη η τόσο πολύτιμη πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Στις Αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου και στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1949-1968) περιέχονται ορισμένα πρώτα συμπεράσματα σχετικά με τη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και τη στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ταυτόχρονα, αυτά φωτίζονται και από νέες πηγές, συνοδεύονται από νέους προβληματισμούς που προκύπτουν και που περιέχονται στον τόμο Β1 του υπό έκδοση Δοκιμίου Ιστορίας 1918-1949.

Η ΚΔ ιδρύθηκε (1919) σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου (βρισκόταν σε εξέλιξη η νικηφόρα πορεία της σοσιαλιστικής Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία), με την εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης και μάλιστα στη Γερμανία. Οι επαναστατικές εξεγέρσεις που πραγματοποιήθηκαν δεν είχαν νικηφόρα έκβαση και κατά συνέπεια, με την επανασταθεροποίηση της αστικής εξουσίας, επήλθε δυσμενής αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων για το κομμουνιστικό κίνημα.

Με άλλα λόγια, σε συνθήκες ήττας και υποχώρησης των επαναστατικών εξεγέρσεων σε Γερμανία, Ουγγαρία και Φινλανδία, το ζήτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», κομβικό στη διαπάλη του επαναστατικού εργατικού κινήματος με τον οπορτουνισμό - συμβιβασμό, επανήλθε πιέζοντας επαναστατικές δυνάμεις ενταγμένες στις γραμμές της ΚΔ. Τα νεαρά ΚΚ - μέλη της ΚΔ - δέχτηκαν νέες οπορτουνιστικές πιέσεις, λόγω και της μεγάλης επιρροής της σοσιαλδημοκρατίας στο συνδικαλιστικό - εργατικό κίνημα. Αλλωστε, στην ΚΔ είχαν ενταχθεί και κόμματα που δεν είχαν αποβάλει, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, από τις γραμμές τους φορείς σοσιαλδημοκρατικών απόψεων.

Στις νέες συνθήκες υποχώρησε η αντιμετώπιση της σοσιαλδημοκρατίας ως προδοτικής - αντεπαναστατικής στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Παραμερίστηκαν οι ευθύνες των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων για τον σφαγιασμό των προλεταριακών επαναστάσεων (Γερμανίας κ.ά.).

Το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα λαθεμένα εκτιμούσε ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα περιλάμβαναν τη «δεξιά» και την «αριστερή» τους πτέρυγα. Το ζήτημα της στάσης της ΚΔ απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία έγινε πιο περίπλοκο σε συνθήκες που η ΕΣΣΔ σωστά πάλευε για τη διεθνή αναγνώρισή της ως κράτους, για τη διαμόρφωση διπλωματικών και εμπορικών σχέσεων με καπιταλιστικά κράτη, αλλά δεν έπρεπε να ιδεολογικοποιηθεί αυτή η προσπάθεια. Το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις της σοσιαλδημοκρατίας ήταν πιο θετικές σε αυτές τις προσπάθειες της ΕΣΣΔ, έστω και τυπικά, δεν έπρεπε να οδηγήσει στην αντιμετώπισή της ως δυνητικού συμμάχου, ακόμα και ως δυνατότητα οργανικής ενότητας κομμουνιστικών και έστω τμήματος σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων.

***

Η εποχή του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, που έμπρακτα εγκαινίασε η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, εποχή που συνεχίζεται παρά την αντεπανάσταση, είναι αυτή που καθορίζει το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα του Προγράμματος κάθε ΚΚ.

Η παραπάνω νομοτέλεια δεν αναστέλλεται λόγω των ιδιαίτερων πολιτικών συνθηκών που διαμορφώνονται σε κάθε φάση της ταξικής πάλης (συνθήκες φασισμού, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, διώξεων σε βάρος ΚΚ ή άλλες), πολύ περισσότερο όταν διαμορφώνονται συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, που βάζουν άμεσα στην ημερήσια διάταξη το καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης.


Θ. Λ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ