Αυτό είναι το δίλημμα που μπαίνει πλέον στους υγειονομικούς, που σαφώς η μεγάλη τους πλειοψηφία είναι νοσηλευτές.
Το νοσηλευτικό προσωπικό, ακόμη και εκείνο που εργάζεται στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), δουλεύει χωρίς επαρκή εκπαίδευση για τον κατάλληλο τρόπο αντιμετώπισης ενός κρούσματος κορονοϊού και χωρίς επαρκή μέτρα προστασίας.
Μια μάσκα φοριέται από τον νοσηλευτή όλη την 8ωρη βάρδια και από τον ιατρό έως και ολόκληρο 24ωρο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τις προσέχουμε σαν «κόρη οφθαλμού»... Σε ανακοίνωση της διοίκησης μπροστά στο υπαρκτό ενδεχόμενο της καθολικής έλλειψης απλών χειρουργικών μασκών, μας καθησύχασαν και μας είπαν ότι θα ράψουν σε όλους από μία...
Οσον αφορά την ποδιά μίας χρήσης, και εκείνη είναι για χρήση όλο το 8ωρο...
Αντισηπτικό δεν έχουμε σε ολόκληρο το νοσοκομείο. Πλαστικά γυαλιά προστασίας μιας χρήσης, μάσκες υψηλής αναπνευστικής προστασίας, αδιάβροχες φόρμες μίας χρήσης υπάρχουν σε ποσότητα μικρού δείγματος και αυτό σε περίπτωση που χρειαστεί να νοσηλεύσουμε κάποιο κρούσμα κορονοϊού.
Κάθε μέρα κάνουμε καταμέτρηση στο υλικό που υπάρχει στο νοσοκομείο και «παζαρεύουμε» στον καταμερισμό, με βάση τον φόρτο εργασίας και την επικινδυνότητα κάθε τμήματος. Για ποια επάρκεια λοιπόν μιλάνε οι διοικητές και οι άλλοι εκπρόσωποι της κυβέρνησης;
Το νοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκομείων απαρτίζεται στην πλειοψηφία του από γυναίκες. Δεν αρκεί μόνο να αντεπεξέλθεις στις απαιτήσεις της εξοντωτικής εργασίας, αλλά να συνεχίσεις και στο σπίτι με τη φροντίδα των παιδιών και με το άγχος να μη μεταφέρεις εκεί τα μικρόβια. Η φροντίδα από τους παππούδες και τις γιαγιάδες δεν υπάρχει πλέον. Πολλές είναι οι περιπτώσεις που και αυτοί έχουν αντίστοιχα ανάγκη από φροντίδα.
Υπάρχουν δυσκολίες ακόμα στο να δοθούν άδειες ειδικού σκοπού, κι αυτό γιατί δεν φτάνουμε να καλύψουμε τις βάρδιες. Οι νοσηλευτές που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες και δεν βγαίνουν σε άδεια εργάζονται με φόβο μη νοσήσουν και μπαίνει ο καθένας ατομικά σε έναν αγώνα για να βρει μια σανίδα σωτηρίας.
Σήμερα βιώνουμε με πιο ωμό τρόπο τις πραγματικές συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής που όλα αυτά τα χρόνια οι κυβερνήσεις ασκούσαν με όποιο κόστος για το λαό. Τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσαν την επιχειρηματική δράση στη δημόσια Υγεία, γι' αυτό εξάλλου παίρνανε το δικό τους χειροκρότημα από τους επιχειρηματίες και τους κλινικάρχες της ιδιωτικής Υγείας.
Οι νοσηλευτές και πριν από την πανδημία βρίσκονταν στα όρια της επαγγελματικής εξουθένωσης. Η σωματική κόπωση, η ψυχολογική καταπόνηση υπήρχε και τώρα εντείνεται ακόμα περισσότερο. Εργαζόμαστε με δεκάδες οφειλόμενα ρεπό, με χρωστούμενες άδειες από προηγούμενα έτη, με ωράρια λάστιχο. Συχνά καλούμαστε να δουλέψουμε πρωινή και νυχτερινή βάρδια συνεχόμενα και την άλλη μέρα απόγευμα. Δηλαδή 24 ώρες σε 2 μέρες. Με τέτοιες βάρδιες, σαφώς και δεν τηρείται η 12ωρη ξεκούραση από βάρδια σε βάρδια, όπως ορίζει ο νόμος. Η νυχτερινή εργασία φτάνει μέχρι και τις 10 νυχτερινές βάρδιες τον μήνα.
Την ίδια ώρα στο ΕΣΥ υπάρχουν 22.000 οργανικές θέσεις κενές για το νοσηλευτικό προσωπικό. Πανελλαδικά, με βάση τις τελευταίες καταγραφές του ΕΣΥ, οι κλίνες ΜΕΘ ανέρχονται σε 605, εκ των οποίων σε πλήρη λειτουργία βρίσκονται οι 550. Οι υπόλοιπες είναι κλειστές, προφανώς λόγω έλλειψης προσωπικού. Να τονίσουμε ότι οι ανάγκες σε κλίνες ΜΕΘ πριν από την πανδημία του κορονοϊού ήταν στις 3.500 κλίνες.
Τα τμήματα ΜΕΘ έχουν τις δικές τους ιατρικές και νοσηλευτικές προδιαγραφές και ιδιαιτερότητες. Ενώ η αναλογία νοσηλευτή ανά κλίνη πρέπει να είναι το ελάχιστο 4 νοσηλευτές ανά 1 κλίνη, στην Ελλάδα είναι περίπου 2 (για την ακρίβεια 2,2) νοσηλευτές ανά κλίνη, κι αυτό γιατί είναι λιγότερες οι μονάδες ΜΕΘ από αυτές που θα έπρεπε να λειτουργούν. Αυτή η αναλογία σε ενδεχόμενη αύξηση των κλινών ΜΕΘ θα είναι ακόμα χειρότερη αν δεν προσληφθεί προσωπικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την περίθαλψη των ασθενών εν μέσω πανδημίας.
Στη ΜΕΘ οι νοσηλευτές είναι επιφορτισμένοι με τη γενική φροντίδα και τη συνεχή παρακολούθηση του βαριά πάσχοντος. Η συνεχής και εντατική παρακολούθηση του ασθενούς, που εξασφαλίζεται μέσω της αυξημένης αναλογίας νοσηλευτών ανά ασθενή και μέσω της χρήσης υψηλής τεχνολογίας, αποτελεί μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ ΜΕΘ και νοσηλευτικών τμημάτων και ταυτόχρονα αντανακλά το εύρος της απαιτούμενης κλινικής γνώσης και δεξιοτήτων ώστε να μπορέσει ο νοσηλευτής ΜΕΘ να ανταποκριθεί με επάρκεια στο ρόλο του.
Είναι προφανές πως εργαζόμαστε σε συνθήκες εξόντωσης, σωματικής και ψυχικής.
Ο φόβος και ο κίνδυνος που υπάρχουν στο ίδιο το προσωπικό ενισχύονται από τις ελλείψεις ακόμα και σε τεστ ανάμεσα στους υγειονομικούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εξής περιστατικό που συνέβη στο ΚΑΤ: Εργαζόμενη νοσηλεύτρια σε ΜΕΘ εμφάνισε συμπτώματα της νόσου και ζήτησε να κάνει τεστ για το κορονοϊό, αλλά της το αρνήθηκαν, λέγοντάς της ότι δεν μπορούν να κάνουν πολλά τεστ. Εν τέλει συνέχισε να εργάζεται, με τα συμπτώματα να εντείνονται, και εμπύρετη πλέον ζήτησε ξανά να κάνει το τεστ και βγήκε θετική στον ιό. Κάπως έτσι, τέθηκαν σε κίνδυνο το προσωπικό, οι ασθενείς της ΜΕΘ, το οικογενειακό περιβάλλον και όποιος άλλος ήρθε σε επαφή με την εργαζόμενη.
Κανένας εφησυχασμός και συμβιβασμός με την κατάσταση που βιώνουμε εμείς και παγκόσμια η ανθρωπότητα. Οι άνθρωποι έχουν δυνατή φωνή μέσα από τις μάσκες τους και αυτή η φωνή διεκδικεί:
Πρόσληψη όλου του αναγκαίου υγειονομικού προσωπικού με μόνιμες σχέσεις εργασίας, ένταξή τους στα ΒΑΕ, άμεση προτεραιότητα στη στελέχωση των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών, ΜΕΘ. Ανοιγμα όλων των κλειστών κρεβατιών ΜΕΘ. Προμήθεια των νοσοκομείων με όλα τα αναγκαία μέσα προστασίας, τόσο σε ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό του προσωπικού όσο και σε αναπνευστήρες.
Αμεση επίταξη και όχι «γενναιόδωρη μίσθωση» των ιδιωτικών κλινικών. 350 κρεβάτια των ιδιωτικών ΜΕΘ καθώς και ο κινητός νοσοκομειακός εξοπλισμός να ενταχθούν στο κρατικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Το Σωματείο Εκπαιδευτικών «ο Σωκράτης» βρίσκεται κοντά στους μαθητές μας και στις οικογένειές τους, εκφράζοντας με κάθε τρόπο την αλληλεγγύη μας. Στεκόμαστε δίπλα στους μαθητές μας, επιδιώκοντας την επαφή μαζί τους με όποιο τρόπο μπορούμε. Προσπαθούμε να τους στηρίξουμε και να τους βοηθήσουμε όσο περνάει από το χέρι μας.
Επικοινωνούμε μαζί τους αξιοποιώντας όλους τους τρόπους επικοινωνίας (τηλέφωνα, mail, μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Η ανταπόκριση των γονέων και των μαθητών μας στην προσπάθειά μας αυτή είναι πραγματικά συγκινητική. Οι μαθητές μας και οι γονείς τους πράγματι έχουν ανάγκη να νιώθουν ότι είμαστε δίπλα τους και τους νοιαζόμαστε. Εχουν ανάγκη να νιώθουν ότι δεν είναι μόνοι σε αυτές τις δύσκολες ώρες. Εχουμε προτείνει στους μαθητές μας τρόπους να γεμίζει εποικοδομητικά ο χρόνος τους. Βιβλία, ταινίες, επιτραπέζια, θεατρικές παραστάσεις, μουσεία που μπορούν να «επισκεφθούν» διαδικτυακά.