Διαβάζουμε σε αναρτήσεις και αρθρογραφία στο διαδίκτυο: «Νίκη της αριστεράς και όλων των προοδευτικών δυνάμεων», «στηρίζει τους αγώνες των εργαζομένων στις πλατφόρμες», «νίκη που φέρνει πιο κοντά ένα αύριο με δικαιώματα και αξιοπρέπεια», «λυσσαλέα προσπάθεια Δεξιάς - Ακροδεξιάς να καθυστερήσει την πολύ σημαντική νομοθέτηση». Βεβαίως, η ίδια η Οδηγία έχει τόση σχέση με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στις πλατφόρμες, όση σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο.
Εχουμε και λέμε...
Αυτό το ψέμα ξεκίνησε από την ίδια την εισηγήτρια - Ιταλίδα ευρωβουλευτή των σοσιαλδημοκρατών, η οποία, παίρνοντας τον λόγο πριν από την ψηφοφορία, κάλεσε όλους τους ευρωβουλευτές να «ψηφίσουν για να εγκρίνουν το κείμενο». Στην πραγματικότητα, αυτό που υπερψήφισε το Ευρωκοινοβούλιο δεν αποτελεί έγκριση του κειμένου. Αυτό που εγκρίθηκε ήταν να μη συζητηθεί καν ούτε να τεθεί σε ψηφοφορία στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου η έκθεση. Αυτή η μεθόδευση μόνο στόχο έχει να παραπέμψει απευθείας σε διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο την απόφαση της EMPL, ώστε στα μουλωχτά να συμφωνηθεί νέο συμβιβαστικό κείμενο Οδηγίας με βάση τα «θέλω» της μεγαλοεργοδοσίας και των λόμπι της.
Εδώ, πραγματικά, οι προπαγανδιστές του ΣΥΡΙΖΑ «παίζουν τα ρέστα τους». Στην προσπάθειά τους προεκλογικά να «ξεχωρίσουν τα αξεχώριστα» με τη ΝΔ, φτάνουν στο σημείο να βαφτίζουν «αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις» ακόμη και τα κόμματα της Μελόνι, της Λεπέν, του Σαλβίνι, αλλά και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα - ευρωομάδα της ΝΔ - τον επικεφαλής του Βέμπερ και σχεδόν τους μισούς ευρωβουλευτές του. Γιατί όλοι οι παραπάνω ψήφισαν υπέρ της παραπομπής του κειμένου σε διαπραγματεύσεις. Το γεγονός ότι οι ευρωβουλευτές της ΝΔ καταψήφισαν, όπως και δεκάδες άλλοι από το ΕΛΚ, τους φιλελεύθερους, αλλά και σοσιαλδημοκράτες, αποδεικνύει το βάθος και την ένταση των μονοπωλιακών ανταγωνισμών για το ζήτημα και την επιδίωξή τους να αποκτήσει η Οδηγία ακόμη πιο αντεργατικό περιεχόμενο.
Το ΕΚ αναλαμβάνει τον γνωστό του ρόλο να πολυδιαφημίσει ως δήθεν φιλεργατική Οδηγία ένα κείμενο που δεν επιβάλλει καμία ουσιαστική κατοχύρωση κι έμπρακτο αντίκρισμα υπέρ των εργαζομένων. Η έκθεση της EMPL είναι πιο προσεκτική από την Οδηγία της Επιτροπής και βελτιώνει ορισμένες διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της εξαρτημένης εργασίας για τους εργαζόμενους στις πλατφόρμες που όμως δεν είναι σε θέση να αντιστρέψουν τον εχθρικό για τους εργαζόμενους χαρακτήρα της Οδηγίας. Βρίσκεται μακριά από τις διεκδικήσεις, τα αιτήματα και τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων. Υπερθεματίζει ως προς την επιβολή κριτηρίων για «ανεξάρτητη εργασία» που δεν αφορά ούτε καν αυτοαπασχόληση αλλά στην ουσία δουλειά με το κομμάτι. Επιδίδεται σε ένα ευχολόγιο για τη «ζωντανή μεσολάβηση και διαχείριση» που θα νομιμοποιεί και θα «ξεπλένει» τις απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες των αλγορίθμων. Δεν είναι τυχαίο ότι ενοχοποιούνται οι αλγόριθμοι κι όχι τα κριτήρια της κερδοφορίας των ομίλων που καθορίζουν τις νόρμες της εξοντωτικής δουλειάς. Οσο για την Επιθεώρηση Εργασίας, όπως και στην Ελλάδα με τον νόμο Χατζηδάκη, η μετατροπή τους σε «αρχές εργασίας» σε επίπεδο ΕΕ και η δραστική συρρίκνωσή τους προδιαγράφουν ότι οι εργαζόμενοι είναι ανοχύρωτοι σε συνθήκες εργασιακής γαλέρας.
Οπως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, έτσι και στη συγκεκριμένη, είναι βέβαιο ότι το κείμενο Οδηγίας που θα συμφωνηθεί μεταξύ Ευρωκοινοβουλίου και Συμβουλίου για τους εργαζόμενους στις πλατφόρμες θα είναι «κομμένο και ραμμένο» στα συμφέροντα της εργοδοσίας, που βομβάρδιζε με email και τελεσίγραφα για τις απαιτήσεις της.
Στηρίζουμε την πάλη των εργαζομένων του κλάδου για Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) που να διασφαλίζουν συμβάσεις αορίστου χρόνου με πλήρη εργασιακά δικαιώματα, μισθούς στο ύψος των σύγχρονων αναγκών, 5ήμερο - 7ωρο - 35ωρο, Κοινωνική Ασφάλιση και προστασία, ένταξη στα Βαρέα - Ανθυγιεινά όπου απαιτείται, Μέσα Ατομικής Προστασίας, παροχή απαιτούμενου υλικοτεχνικού εξοπλισμού και αποζημιώσεων από τους εργοδότες. Κατάργηση του άρθρου 69 του αντεργατικού τερατουργήματος Χατζηδάκη (ν. 4808/2021). Αυστηρά μέτρα για τη διασφάλιση της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων. Κατάργηση των συστημάτων αξιολόγησης και παρακολούθησης της εργασίας των εργαζομένων και των κριτηρίων παραγωγικότητας.