Σάββατο 8 Ιούνη 2024 - Κυριακή 9 Ιούνη 2024
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Από τις στρατηγικές της ΕΕ στη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα

Από το πανελλαδικό συλλαλητήριο στις 8 Μάρτη 2024
Από το πανελλαδικό συλλαλητήριο στις 8 Μάρτη 2024
Η Εκπαίδευση, με την ιδιαίτερη βαρύτητά της στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και στη διαμόρφωση της συνείδησης, βρίσκεται από την αρχή της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο επίκεντρο των πολιτικών της. Οι κυβερνήσεις της, ανταποκρινόμενες στις «προκλήσεις» που θέτει, εμφανίζουν σαν μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό τις εκάστοτε επιταγές μιας οικονομικής ένωσης που και στην Παιδεία βλέπει αύξηση των κερδών, στήριξη του συστήματος από κάθε άποψη, αλλά και μια θέση στον διεθνή ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.

Ετσι διαμορφώνεται η εκπαιδευτική πραγματικότητα που ζουν σήμερα φοιτητές, μαθητές, εκπαιδευτικοί, γονείς στην ΕΕ των μονοπωλίων, την εχθρική στα σύγχρονα μορφωτικά δικαιώματα.

Ακολουθώντας κανείς την ιστοριογραμμή θα μπορούσε να ανατρέξει στο 1992, όταν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ο τομέας της Εκπαίδευσης έγινε επίσημα ένα από τα πεδία των πολιτικών της ΕΕ, και απέκτησε νομική διάσταση και εκκίνησε η ατζέντα για την Εκπαίδευση, την Επαγγελματική Εκπαίδευση και τις Πολιτικές για τους Νέους. Η στροφή στις δεξιότητες γίνεται κυρίαρχη γραμμή για τα εκπαιδευτικά συστήματα, η Εκπαίδευση εντάσσεται στις «υπηρεσίες προς διακίνηση», με πιο επιθετικές πολιτικές ιδιωτικοποίησης - εμπορευματοποίησης, που υλοποίησαν οι μετέπειτα κυβερνήσεις, και μια σειρά επιμέρους μέτρα.


Το 1995 η «Λευκή Βίβλος - Διδασκαλία και μάθηση. Προς την κοινωνία της γνώσης» περιγράφει τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού μοντέλου με διακηρυγμένο στόχο μια εκπαιδευτική πολιτική που συστηματικά θα συνδέει «την αντιμετώπιση της ανεργίας και τη διαμόρφωση εκπαιδευτικών πολιτικών». Ετσι πλασαρίστηκε η προσαρμογή της Εκπαίδευσης στις εφήμερες ανάγκες των επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά τόσο τον γνωστικό εξοπλισμό των αυριανών εργαζομένων όσο και την ιδεολογική χειραγώγηση στα «ιδανικά» τους. Συμπληρώνοντας τη «Λευκή Βίβλο για την απασχόληση», που μιλά για βασικές γνώσεις και δεξιότητες, «απασχολησιμότητα», κινητικότητα, «διά βίου μάθηση», «προσαρμοστικότητα» ατόμων και εκπαιδευτικών συστημάτων μέσω της αποκέντρωσης, γίνεται λόγος για συνεργασία Εκπαίδευσης και επιχειρήσεων.

Με τα παραπάνω στον πυρήνα τους προωθούνται από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τη διετία 1997 - 1998, οι νόμοι 2525 και 2640. Θεσμοθετείται ένα σκληρό, ταξικό Ενιαίο Λύκειο - εξεταστικό κέντρο, με διακηρυγμένο στόχο τη στροφή στις δεξιότητες, προσπάθεια μαζικοποίησης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, «αξιολόγηση» για τον έλεγχο των στόχων, θεσπίζεται διαγωνισμός για την πρόσληψη εκπαιδευτικών, αποσυνδέοντας το πτυχίο από το δικαίωμα στη δουλειά. Στη χώρα μας, όπως και στις υπόλοιπες της ΕΕ, 30 χρόνια μετά μπορεί κάποιος να πει με βεβαιότητα ότι οι μαθητές εκείνης της εποχής όχι μόνο δεν εξασφάλισαν πρόσβαση σε έναν ομαλό εργασιακό βίο, αλλά δοκίμασαν πτυχία που δεν οδηγούν στο δικαίωμα στη δουλειά, ανεργία, όρους εργασίας χειρότερους από εκείνους που βίωσαν οι γονείς τους.

Προς την οικοδόμηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης της «αγοράς»

Το 1998 η Διακήρυξη της Σορβόνης μιλά για αλλαγές στην Ανώτατη Εκπαίδευση, με στόχο τις διεθνείς ανταλλαγές φοιτητών, διδασκόντων και διπλωμάτων, αύξηση της εθνικής και διεθνούς συνεργασίας, αναγνώριση τίτλων. Επιπλέον, διατυπωνόταν ότι τα πανεπιστημιακά διπλώματα καθορίζονται ως προπτυχιακά και μεταπτυχιακά (μάστερ και διδακτορικά). Οι αλλαγές εισήχθησαν σε σύνδεση με τις αλλαγές στην απασχόληση και στο πνεύμα της «διά βίου κατάρτισης», περιγράφοντας σπουδές σύντομες, κατηγοριοποιημένες σε κύκλους, με τη μάζα των αποφοίτων να μειώνεται όσο προχωρούν. Εναν χρόνο μετά οι υπουργοί Παιδείας υπογράφουν την Κοινή Διακήρυξη της Μπολόνια, που δίνει την ονομασία σε μια διαδικασία αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων. Βασικοί στόχοι οι συγκρίσιμοι τίτλοι σπουδών, το ενιαίο σύστημα πιστωτικών μονάδων, κοινά κριτήρια για τη διάρθρωση προπτυχιακών και μεταπτυχιακών τίτλων με το πνεύμα της «αγοράς» στη διάρθρωση, στο περιεχόμενο, στα πτυχία. Οι βασικές αρχές της έχουν αποτελέσει τον κορμό για τους νόμους - πλαίσιο και για τις επιμέρους αναδιαρθρώσεις στις σπουδές, αλλά και τη διαδρομή προς την Ανώτατη Εκπαίδευση.

Το 2015 το Συμβούλιο της ΕΕ, αποτιμώντας την πορεία εφαρμογής του στρατηγικού πλαισίου για την ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της Εκπαίδευσης και της Κατάρτισης (ΕΚ2020), σημειώνει ότι «τα συστήματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης θα πρέπει να ενισχύουν την οικονομία της γνώσης» και κάνει λόγο για «στενότερη διασύνδεση Εκπαίδευσης, επιχειρήσεων και Ερευνας, καθώς επίσης συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και της κοινωνίας των πολιτών».

Λειτουργία των πανεπιστημίων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, καθηγητές που αναζητούν επιχορηγήσεις της Ερευνας και των προγραμμάτων από επιχειρηματίες, με ένα νομοθετικό πλαίσιο να κατευθύνει εκεί μεταφορά απαραίτητης γνώσης στο μεταπτυχιακό επίπεδο, αξιολόγηση για την απόδοση των παραπάνω, είναι η πορεία που προδιαγράφεται. Την ίδια ώρα, νέα εμπόδια υψώνονται στις ολοκληρωμένες σπουδές, τα πανεπιστήμια ασφυκτιούν από την υποχρηματοδότηση, με επιπτώσεις στους φοιτητές και αυριανούς επιστήμονες.

Τα παραπάνω δεν προχωρούν χωρίς σθεναρή συλλογική αντίσταση, με μεγάλες κινητοποιήσεις να έχουν αναδείξει την ουσία αυτής της πολιτικής και πόσο εχθρική είναι προς τις λαϊκές ανάγκες. Ιστορικές είναι οι μεγάλες κινητοποιήσεις μαθητών και εκπαιδευτικών απέναντι στη μεταρρύθμιση 1997 - 1998, που ανάγκασαν την κυβέρνηση να πάρει πίσω μια σειρά μέτρα. Η πορεία προς την πλήρη ιδιωτικοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης που επιχειρείται έχει βρει απέναντι μεγάλες κινητοποιήσεις κατά την προώθηση των νόμων - πλαίσιο της προηγούμενης δεκαετίας και του 2021, όπως και τις πρόσφατες μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, οι οποίες έχουν φέρει στο επίκεντρο τις σύγχρονες ανάγκες για δημόσιες και δωρεάν σπουδές, πτυχία με αξία και δικαιώματα. Εχουν αφήσει ανεφάρμοστα κομμάτια του νόμου και έχουν βάλει φραγμό στην ενσωμάτωση, στο ελληνικό Δίκαιο, μέτρων όπως η Σύμβαση της Λισαβόνας, του 1997, η αναγνώριση δηλαδή κάθε πτυχίου από δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, εφόσον σε μια χώρα αναγνωρίζονται ως ανώτατα.

Μια ατζέντα που επανέρχεται και εμπλουτίζεται

Στο πλαίσιο της Στρατηγικής της Λισαβόνας, που είναι κομβικό σημείο για την Εκπαίδευση, τέθηκε ως στόχος για την ΕΕ μια «ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης» μέχρι το 2010, έχοντας στο επίκεντρο όχι βέβαια εκπαιδευτικούς στόχους αλλά τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα ευνοεί με κάθε μέσο την κερδοφορία των επιχειρήσεων, με το σάρωμα κατακτήσεων. Τον στόχο αυτόν εξειδίκευε το πρόγραμμα «Εκπαίδευση 2010», που ουσιαστικά επιταχύνει τη σταθερή ατζέντα της ΕΕ για την Εκπαίδευση.

Το 2006 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης ενέκριναν τη σύσταση σχετικά με τις βασικές ικανότητες της διά βίου μάθησης. Στην εν λόγω σύσταση ζητούνταν από τα κράτη - μέλη να αναπτύξουν την παροχή βασικών ικανοτήτων για όλους, ως μέρος των στρατηγικών τους για τη διά βίου μάθηση. Από τη στιγμή της έγκρισής της η σύσταση αποτέλεσε βασικό έγγραφο αναφοράς για την ανάπτυξη Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Μάθησης με σκοπό την απόκτηση ικανοτήτων, με τη γενική, ολοκληρωμένη, πολύπλευρη μόρφωση να παραμερίζεται. Είναι η περίοδος που η λογική των βασικών ικανοτήτων αρχίζει να αποτυπώνεται στα αναλυτικά προγράμματα και στα σχολικά βιβλία, που και στη χώρα μας γεμίζουν με αποστεωμένη γνώση και πληροφορίες τις οποίες μπορούν να βρουν οι μαθητές και σε ...βιβλία μαγειρικής. Τα αποτελέσματα στο μορφωτικό επίπεδο αποτυπώνονται και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που διαπιστώνει ότι στη δεκαετία 2011 - 2021 η ικανότητα π.χ. ανάγνωσης των μαθητών έχει υποχωρήσει στο σύνολο των κρατών - μελών της ΕΕ.

Με το βλέμμα στη δημιουργία φτηνού - «ευέλικτου» εργαζόμενου

Το 2002 εγκαινιάζεται η «Διαδικασία της Κοπεγχάγης». Ενδεικτική της κάθετης πολιτικής της ΕΕ στον τομέα της Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, εκτιμάται από την ίδια την ΕΕ ότι «συνετέλεσε στην εναρμόνιση μεταξύ των ευρωπαϊκών και των εθνικών πολιτικών για την Κατάρτιση και επέτρεψε την εκπόνηση μιας συνολικής ευρωπαϊκής πολιτικής» (cedefop 2010). Από αυτήν προέκυψαν μεταξύ άλλων το «Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Επαγγελματικών Προσόντων», το «Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς Ακαδημαϊκών Μονάδων για την ΕΕΚ», το Europass, το «Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση».

Το 2009, στο πλαίσιο της απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με ένα στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της Εκπαίδευσης και της Κατάρτισης (ΕΚ 2020), εξειδικεύονται μια σειρά «προκλήσεις» που έχουν περιγραφεί. Ξεχωρίζει μεταξύ άλλων η έμφαση στην καινοτομία που βρίσκεται στον πυρήνα της ανάπτυξης νέας γνώσης, ορίζεται σαν η δυνατότητα να μετασχηματίζεται αυτή σε εμπορεύσιμο προϊόν και τονίζεται η σημασία της καινοτομίας για την ανάπτυξη επιχειρήσεων και για τη δυνατότητα της Ευρώπης να ανταγωνίζεται σε διεθνές επίπεδο. Με απλά λόγια, Ερευνα και νέα γνώση δεν διαχέονται στην κοινωνία ως συλλογική κατάκτηση, αλλά παράγονται για να αποτελέσουν νέα προϊόντα προς πώληση από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ως αποτέλεσμα, λαϊκές ανάγκες που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με βάση την πρόοδο της επιστήμης μένουν ανικανοποίητες, ενώ σε επιστημονικά πεδία που δεν έχουν άμεση σύνδεση με τα ...ράφια της αγοράς, έως και εγκαταλείπεται το ερευνητικό κομμάτι.

Χρηματοδοτικά εργαλεία επιβολής πολιτικών

Πέρα από τις αποφάσεις - συστάσεις της ΕΕ για τη διαμόρφωση εκπαιδευτικής πολιτικής, κύριο ρόλο παίζουν τα χρηματοδοτικά εργαλεία. Σταθμό αποτελεί το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΠΕΑΕΚ), στο πλαίσιο του Γ' ΚΠΣ, που έρχεται να χρηματοδοτήσει συγκεκριμένες και εφάπαξ δράσεις προώθησης των κεντρικών στρατηγικών. Οι δράσεις του συνδέονται με τις προτεραιότητες του συνολικού σχεδίου αντεργατικής πολιτικής και συγκεκριμένα, στις εργασιακές σχέσεις, με την πλήρη καθιέρωση της μερικής απασχόλησης, της «διευθέτησης» του συνολικού εργάσιμου χρόνου κ.λπ., στο όνομα της αντιμετώπισης της ανεργίας. Η σύνδεση της Εκπαίδευσης - Κατάρτισης με την απασχολησιμότητα διαπνέει όλο το ΕΠΕΑΕΚ, με ιδιαίτερη έμφαση στην καλλιέργεια «συνείδησης Ευρωπαίου πολίτη» και της προσήλωσης στις αρχές των μονοπωλίων.

Το 2021 το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έρχεται να επιταχύνει πολιτικές και στην Εκπαίδευση. Χρηματοδότηση της μίας φοράς, στοχευμένη στην προώθηση αντιδραστικών αλλαγών, με τις ανάγκες σε βασικές προϋποθέσεις της Εκπαίδευσης, π.χ. υποδομές και προσωπικό, να μένουν ανικανοποίητες. Στους τομείς του Ταμείου Ανάκαμψης που αφορούν την Παιδεία μπορεί να διακρίνει κανείς όλες τις στρατηγικές κατευθύνσεις για την Εκπαίδευση, μεταξύ τους και αυτή της αύξησης της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Χρηματοδότηση της επιχειρηματικής δράσης στα ΑΕΙ, ξενόγλωσσα προπτυχιακά με δίδακτρα, Συμπράξεις Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα, προώθηση του «ψηφιακού σχολείου», που όπως φάνηκε και από τις πρόσφατες ανακοινώσεις της κυβέρνησης ανοίγει και επικίνδυνους δρόμους, για σχολεία χωρίς εκπαιδευτικούς παρόντες, για τηλεφροντιστήρια αντί για ουσιαστική στήριξη των μαθητών, για νέο χτύπημα στο μορφωτικό δικαίωμα.

Η μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στις σύγχρονες τεράστιες δυνατότητες για διεύρυνση του μορφωτικού δικαιώματος και στην εξασφάλιση των όρων, του περιεχομένου, της προοπτικής και των πολιτικών που συμπιέζουν την παρεχόμενη Εκπαίδευση στις «αξίες» των επιχειρηματικών κερδών, είναι ορατή κάθε μέρα. Και έχει την υπογραφή της ΕΕ και των κυβερνήσεων που την υπηρετούν, των κομμάτων που αντιγράφουν στα προγράμματά τους τις επιταγές της. Η καθημερινή αγωνία των γονιών, των μαθητών, των εκπαιδευτικών, των φοιτητών, η απόρριψη αυτού του δοκιμασμένου δρόμου, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει κριτήριο μπροστά στην κάλπη, όπως δίνει και ώθηση στους αγώνες. Να εκφραστεί και εκεί που παίρνονται οι αποφάσεις που υπονομεύουν το μέλλον των παιδιών της λαϊκής οικογένειας, και εκεί που ανατρέπονται.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ