Διαβάζουμε στον Τύπο ότι μια «παράπλευρη απώλεια» από την πτώχευση της εταιρείας BHS («British Home Stores») είναι το συνταξιοδοτικό ταμείο των εργαζομένων, το οποίο λειτουργούσε με τη μορφή του επαγγελματικού ταμείου. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το Ταμείο αυτό έχει έλλειμμα 571 εκατ. στερλίνες (737 εκατ. ευρώ) και ο ιδιοκτήτης της εταιρείας, ο οποίος κάθε άλλο παρά φτώχυνε μετά το φαλίρισμα της BHS, δήλωσε ότι προσφέρεται εθελοντικά να καλύψει τα 80 εκατ. στερλίνες (περίπου 103 εκατ. ευρώ). Δηλαδή, μια τρύπα στο νερό και αυτή υπό την αίρεση των μελλοντικών διαθέσεων του εργοδότη. Το Ταμείο αυτό καλύπτει τους χιλιάδες εργαζόμενους και συνταξιούχους της εταιρείας, οι οποίοι τώρα μένουν μετέωροι σε ό,τι αφορά τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα, καθώς η τύχη του επαγγελματικού τους ταμείου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πορεία της εταιρείας. Στον καπιταλισμό, όμως, εταιρείες πάνε κι έρχονται, άλλες καταστρέφονται από τον ανταγωνισμό, άλλες συγχωνεύονται, άλλες ευημερούν για κάποια χρόνια και μετά εξαφανίζονται από το χάρτη. Επαγγελματικά ταμεία, επομένως, σημαίνει ότι το δικαίωμα στην ασφάλιση και στη σύνταξη δεν είναι κατοχυρωμένο ούτε σίγουρο. Σήμερα έχεις, αύριο δεν έχεις, αν η εταιρεία στην οποία δουλεύεις φαλιρίσει ή δεν πάνε καλά οι δουλειές της. Αυτό το μέλλον επιφυλάσσουν στους εργαζόμενους και στην Ελλάδα, αυτόν το δρόμο διευρύνει τώρα η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού που προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Τα κοράκια παραμονεύουν. Αυτό επιβεβαιώνει η αρθρογραφία που αναπτύσσεται τον τελευταίο καιρό γύρω από το ζήτημα του ΕΔΟΕΑΠ, του επικουρικού ταμείου των δημοσιογράφων και άλλων εργαζομένων στον Τύπο. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε χτες σε ιστοσελίδα ειδικευμένη σε ασφαλιστικά ζητήματα, με τον τίτλο «Η κατάρρευση του επικουρικού Ταμείου των Δημοσιογράφων και η ιδιωτική ασφάλιση». Εκεί γράφεται, μεταξύ άλλων: «Οι ασφαλιστικές δεν έχουν καταλάβει ακόμη ότι τους ανοίγεται πεδίο δόξης λαμπρό μέσα από την κατάρρευση της κοινωνικής ασφάλισης και ότι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες σε επαγγελματίες που ζητούν απεγνωσμένα κάποια λύση (...) Ουσιαστικό αδιέξοδο και μάλλον οι "τίτλοι τέλους" (για τον ΕΔΟΕΑΠ, μετά την κατάργηση του αγγελιόσημου που προβλέπει ο νόμος - λαιμητόμος). Το δεύτερο και σημαντικότερο είναι ότι ανοίγεται δρόμος στις ιδιωτικές ασφαλιστικές να δράσουν ως μία μεγάλη κοινοπραξία προκειμένου είτε να δημιουργήσουν μαζί με τον κοινωνικό φορέα ένα νέο επαγγελματικό ταμείο είτε ένα νέο τεράστιο ομαδικό συμβόλαιο που θα καλύπτει επαρκώς τον κλάδο Υγείας (...) θα περάσουν έμπρακτο μήνυμα προς την υπόλοιπη κοινωνία ότι οι ιδιωτικές ασφαλιστικές μπορούν να γίνουν λύση του προβλήματος και όχι να παραμείνουν στο περιθώριο των ασφαλιστικών εξελίξεων». Δεν πρόλαβε να ψηφιστεί ο νόμος της κυβέρνησης και τα κοράκια των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών άρχισαν να κάνουν βόλτες πάνω από την Κοινωνική Ασφάλιση, δείχνοντας ποιοι κερδίζουν αντικειμενικά από μια ακόμα αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση.
Από ενημερωτικό δελτίο των ελληνικών διπλωματικών αρχών στη Μόσχα: «Σύμφωνα με τη μηνιαία έκθεση παρακολούθησης της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης που εκπονεί το Ινστιτούτο Κοινωνικών Αναλύσεων και Προβλέψεων της Προεδρικής Ακαδημίας Εθνικής Οικονομίας και Δημόσιας Διοίκησης, οι Ρώσοι δαπανούν πλέον το 50,1% των αποδοχών τους για την αγορά προϊόντων τροφίμων. Για πρώτη φορά από το 2008, το μερίδιο των τροφίμων στον συνολικό όγκο λιανικών πωλήσεων ξεπέρασε αυτό των βιομηχανικών προϊόντων, με τα ποσοστά να διαμορφώνονται τον Φεβρουάριο του 2016 στο 50,1% και 49,9%, αντίστοιχα. Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, η τελευταία φορά που οι δαπάνες των Ρώσων για τρόφιμα υπερέβησαν αυτές για μη διατροφικά προϊόντα ήταν κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008 - 2009. Η τάση αυτή προς αύξηση των δαπανών των πολιτών για τρόφιμα αντανακλά τη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων του πληθυσμού και την αύξηση της φτώχειας, καθώς όσο φτωχότερο είναι ένα νοικοκυριό, τόσο μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του ξοδεύει για τρόφιμα. Σημειώνουμε ότι το 2015, το ποσοστό φτώχειας στη Ρωσία διαμορφώθηκε σε 13,4% ή 19,2 εκατομμύρια ανθρώπους, που αποτελεί τον υψηλότερο αριθμό που έχει καταγραφεί τα τελευταία εννέα χρόνια».
Είκοσι πέντε μόλις χρόνια μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης, ο καπιταλισμός δείχνει άγρια τα δόντια του.