Εδώ και πολλές μέρες, η κυβέρνηση έχει βαλθεί να πείσει τους αγρότες και κυρίως όσους βλέπουν με συμπάθεια το δίκαιο αγώνα τους, ότι δεν θα πληρώσουν φόρους, ότι το εισόδημά τους μεγάλωσε σε σχέση με άλλα χρόνια, ότι οι επιδοτήσεις/ενισχύσεις ρέουν με το τσουβάλι, ότι νέες ευκαιρίες ανοίγονται μπροστά τους από την ανάκαμψη της οικονομίας, στο πλαίσιο του νέου «παραγωγικού μοντέλου», ότι η ρευστότητα για τα καλλιεργητικά τους έξοδα διασφαλίζεται στο ακέραιο με την κάρτα του αγρότη και άλλα παρόμοια. Εκεί όμως που «δεν πίπτει λόγος», δηλαδή η κυβέρνηση δεν μπορεί να πείσει με τα μαγειρεμένα στοιχεία της, «πίπτει ράβδος». Τέτοιο είναι, για παράδειγμα, το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι οι αγρότες ζουν καλύτερα από άλλα λαϊκά στρώματα, που σημαίνει ότι δεν πρέπει ούτε να το σκέφτονται να βγουν στους δρόμους και στα μπλόκα. Οσο ...αθώο κι αν φαίνεται, η κυβέρνηση επιδιώκει με τέτοια σοφίσματα να ενεργοποιήσει προληπτικά τον «κοινωνικό αυτοματισμό» και να αποθαρρύνει την αλληλεγγύη από τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα που στάθηκαν στο πλευρό των αγροτών πέρυσι και τα προηγούμενα χρόνια. Τον ίδιο στόχο υπηρετεί και η προσπάθεια να δειχτεί ότι οι αγρότες δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν αυτήν την περίοδο, γι' αυτό επιλέγουν να διοργανώσουν τις «καθιερωμένες» κινητοποιήσεις τους, όπως ξεδιάντροπα έγραφε την Κυριακή η «Αυγή». Τέτοιες αθλιότητες δεν πρέπει να μείνουν αναπάντητες. Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να αντιληφθεί η κυβέρνηση την αγανάκτηση των μικρομεσαίων αγροτών, που δίνουν αγώνα επιβίωσης, από το να είναι μαζικά τα μπλόκα που θα στηθούν στο τέλος του μήνα, όπως αποφάσισε η Πανελλαδική Επιτροπή των Μπλόκων.
Την εικόνα ότι το κρατικό σύστημα Υγείας «σταθεροποιείται και αναβαθμίζεται καθημερινά» αναπαράγει συστηματικά η κυβέρνηση, κόντρα στην άθλια κατάσταση που βιώνουν στην πραγματικότητα οι εργαζόμενοι και ο λαός, οι υγειονομικοί και οι ασθενείς, με τη συνέχιση της πολιτικής που οδηγεί στην παραπέρα υποβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχει το δημόσιο σύστημα Υγείας στο λαό και ταυτόχρονα στην ενίσχυση της ανταποδοτικής και εμπορευματοποιημένης λειτουργίας του. Κάπως έτσι, πότε με συνεντεύξεις (όπως η πρόσφατη στην «Αυγή»), πότε με δηλώσεις του (όπως για δημοσίευμα βρετανικού Μέσου Ενημέρωσης), ο υπουργός Υγείας κάνει λόγο για «δραστικό περιορισμό της υγειονομικής φτώχειας», την ίδια ώρα που ο λαός αναγκάζεται να πληρώνει όλο και περισσότερα για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, έρχεται αντιμέτωπος με τεράστιες ελλείψεις υγειονομικού προσωπικού, εξοπλισμού και αναλώσιμων στα νοσοκομεία και τις κρατικές υπηρεσίας Υγείας.
Αναφέρεται ο υπουργός με κάθε ευκαιρία στην «πραγματικά συγκινητική υπερπροσπάθεια των γιατρών και των υπόλοιπων εργαζομένων στο ΕΣΥ», επιχειρώντας να συγκαλύψει το γεγονός ότι αιτία της υπερπροσπάθειας των υγειονομικών - δηλαδή της δουλειάς με εξοντωτικούς όρους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τους ίδιους τους ασθενείς - είναι ακριβώς η πολιτική και της δικής του κυβέρνησης, η πολιτική του περιβόητου «εξορθολογισμού» δαπανών, των συγχωνεύσεων, του «μπαλώματος» των κενών με συνεχή ανακύκλωση προσωπικού (όπως π.χ. με τις πολυδιαφημιζόμενες προσωρινές προσλήψεις μέσω ΟΑΕΔ), πολιτική που αποτυπώθηκε και στον αντιλαϊκό Κρατικό Προϋπολογισμό για το 2017. Πέρα από προκλητική, μάλιστα, η κυβερνητική προπαγάνδα είναι και επικίνδυνη, καθώς επιχειρεί να κατοχυρώσει ως κριτήριο τη σύγκριση με «τις πληγές της προηγούμενης εξαετίας», με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, την πολιτική των οποίων συνεχίζει. Κριτήριο για το λαό, όμως, πολύ περισσότερο στη σημερινή εποχή, που υπάρχει επάρκεια επιστημονικού προσωπικού αλλά και τέτοια πρόοδος της επιστημονικής γνώσης, πρέπει να είναι οι σύγχρονες ανάγκες του, η δυνατότητα για κάλυψή τους με υψηλού επιπέδου υπηρεσίες Υγείας και Πρόνοιας, δημόσιες και δωρεάν για όλους.