Βεβαίως, το αν, το πώς και το πόσο θα μπει τελικά ένα «φρένο» στην επένδυση «ξένων» κεφαλαίων στην ευρωπαϊκή αγορά, θα καθοριστούν από ένα σύνθετο πλέγμα αντιθέσεων και συμβιβασμών. Μπορεί η σημερινή καπιταλιστική Γαλλία να θέλει «ρέγουλα» στην κινεζική διείσδυση, αναζητώντας «συνταγές» συνεργασίας πιο ευνοϊκές για τα συμφέροντα που η ίδια εκπροσωπεί, αλλά δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη. Είναι ενδεικτικές οι πληροφορίες που λένε ότι «χώρες του ευρωπαϊκού Νότου» αντιδρούν σε προτάσεις όπως αυτές του Μακρόν, επειδή «χρειάζονται τέτοιες επενδύσεις». Είναι κι αυτό ενδεικτικό του εύθραυστου χαρακτήρα των συμμαχιών για τις οποίες κομπάζουν οι αστοί, όπως η «συμμαχία των χωρών του Νότου», λανσάροντάς τες ως «ελπιδοφόρες» τάχα για τους λαούς.
Θύματα μιας πολιτικής που χτυπά τη μόνιμη και σταθερή εργασία, οι συμβασιούχοι των δήμων βλέπουν να εκτυλίσσεται πάνω στην αγωνία τους ένα παιχνίδι εντυπώσεων από την κυβέρνηση και την Κεντρική Ενωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ). Στην πραγματικότητα, αυτό που επιχειρούν αμφότεροι είναι να απαλλαγούν απ' αυτούς τους εργαζόμενους. Μάλιστα η ΚΕΔΕ αξιοποιεί το πρόβλημα που με βεβαιότητα θα προκύψει με την απόλυση των συμβασιούχων, για να προωθήσει τη θέση της για «αυτοτέλεια» στη λειτουργία των δήμων, που προϋποθέτει τη διαχείριση και την επιβολή φόρων από τις δημοτικές αρχές. Καθόλου τυχαία, η ηγεσία της διατύπωσε τη θέση να αποφασίζουν οι δήμοι «για τον αριθμό και τις ειδικότητες των εργαζομένων που χρειάζονται», με το επιχείρημα ότι αυτοί που πληρώνουν είναι οι δημότες και άρα αποκλειστικό κριτήριο των προσλήψεων θα πρέπει είναι τα έσοδα από τα ανταποδοτικά τέλη και όχι βέβαια οι σύγχρονες ανάγκες των κατοίκων και των εργαζομένων. Με δεδομένο επίσης ότι η αναθεώρηση του «Καλλικράτη» στρώνει το έδαφος στην παραπέρα ανταποδοτική λειτουργία των δήμων, στις ιδιωτικοποιήσεις και τις συμπράξεις με το κεφάλαιο, η θέση της ΚΕΔΕ σηματοδοτεί την πρόθεσή της να παίξει ενεργότερο ρόλο τόσο στην παραπέρα διάλυση των εργασιακών σχέσεων στους δήμους, όσο και στη φοροαφαίμαξη του λαού και στο άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφόρας δράσης για το κεφάλαιο, συμπράττοντας επί της ουσίας στα σχέδια της κυβέρνησης.
«Ερρίκος Ντυνάν» από τη μια, «Noor 1» από την άλλη. Πρωθυπουργοί και στελέχη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ από τη μια, ο υπουργός Αμυνας και κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη. Ολοι βουτηγμένοι στην ...ακολασία και στη διαπλοκή, αν ευσταθούν οι κατηγορίες που εκτοξεύουν ο ένας σε βάρος του άλλου, «σκανδαλολογώντας» ανελλιπώς αυτές τις μέρες και αποδίδοντας ο ένας στον άλλο προνομιακές σχέσεις με τμήματα του κεφαλαίου και συγκεκριμένους επιχειρηματίες. Ανεξάρτητα από τα πραγματικά γεγονότα και το βάσιμο των κατηγοριών, που είναι αμφίβολο αν θα αποδειχτεί ποτέ, το σίγουρο είναι ότι ο καβγάς τους για τη διαπλοκή αξιοποιείται για να σκεπαστεί η συμφωνία τους στα βασικά και στα ουσιώδη, όπως στα ζητήματα της οικονομίας και της ανάκαμψης, αλλά και της βαθύτερης εμπλοκής της χώρας στους ΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς και τις επεμβάσεις. Οπως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η σκανδαλολογία υπήρξε ανέκαθεν καταλύτης σε διεργασίες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, ανεξάρτητα από την αφορμή, που δεν είναι δύσκολο να βρεθεί, με δεδομένη τη διαπλοκή του κεφαλαίου με το κράτος και τα κόμματά του, που είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό. Επομένως, ας κρατάει ο λαός μικρό καλάθι για το τι πραγματικά θα βγάλει η έρευνα των αλληλοκατηγοριών περί διαπλοκής κι ας έχει τα μάτια του ανοιχτά για να αποφύγει τις καινούργιες παγίδες που του στήνουν, με την αξιοποίηση της αντιπαράθεσης για τη διαπλοκή.