Είναι σαφές: Η «διαμόρφωση νέου επιχειρηματικού περιβάλλοντος», την οποία διαφήμισε προς το κεφάλαιο και από την Κοζάνη ο πρωθυπουργός, δεν χωράει το δικαίωμα στην απεργία. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι το αντιαπεργιακό μπαράζ των αστικών επιτελείων μπροστά στην τρίτη «αξιολόγηση» ξεδιπλώθηκε ταυτόχρονα με τις απεργίες των εργαζομένων στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, στο Εμπόριο, στον Επισιτισμό - Τουρισμό, σε κλάδους δηλαδή που ιεραρχούν ανάμεσα σε άλλους στους σχεδιασμούς τους οι επιχειρηματικοί όμιλοι. Η προετοιμασία τους για παραπέρα χτύπημα του απεργιακού δικαιώματος βγάζει μάτι και χρειάζεται εγρήγορση από τους εργαζόμενους.
Οι ιδιωτικοποιήσεις στα λιμάνια παρουσιάζονται ως εμβληματικές από την κυβέρνηση και τα αστικά επιτελεία, για τον επιπλέον λόγο ότι αποτελούν κρίκο στην ανάδειξη της χώρας σε διαμετακομιστικό κόμβο, που θα συμβάλει στη γενικότερη ανάκαμψη της οικονομίας. Οπως όμως στον Τουρισμό, έτσι και στην περίπτωση των Μεταφορών, επιβεβαιώνεται περίτρανα ότι η ανάκαμψη είναι για το κεφάλαιο και θεμελιώνεται στα αποκαΐδια των εργατικών δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ΟΛΠ ΑΕ που πουλήθηκε πρόσφατα στον κινέζικο πολυεθνικό κολοσσό της «Cosco», καταγράφοντας ήδη θεαματική αύξηση της εμπορευματικής κίνησης στις προβλήτες του. Πώς μεταφράζεται, όμως, για τους εργαζόμενους αυτή η «νέα σελίδα» για τον ΟΛΠ; Ο νέος Γενικός Κανονισμός Προσωπικού, που διαπραγματεύεται η συνδικαλιστική πλειοψηφία με την εργοδοσία, περιλαμβάνει, ανάμεσα σε άλλα, τα εξής: Επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου σε 8ωρο - 40ωρο, από 7ωρο - 35ωρο, σπαστό ή διακεκομμένο ωράριο εργασίας, ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης, κατάργηση του σταθερού πενθήμερου (Δευτέρα - Παρασκευή) και διευθέτηση του χρόνου εργασίας όλη τη βδομάδα, για να μη θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η εργασία τα Σάββατα, Κυριακές ή αργίες, εισαγωγή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και άλλες ευέλικτες μορφές, αλλαγή πόστων και ειδικοτήτων, διευθυντικό δικαίωμα της εταιρείας για ζητήματα που δεν προβλέπονται στον Κανονισμό. Από κοντά έρχεται και η νέα ΣΣΕ, για την οποία η εργοδοσία έχει ρίξει τροχιοδεικτικές, μιλώντας για υπέρογκο «μισθολογικό κόστος». Οπως και να το δει κανείς, τα ...καλά της ανάπτυξης έπιασαν ήδη λιμάνι.
Ο καβγάς που στήνεται πάλι με φόντο τα ποσά που θα διαθέσουν οι καναλάρχες, παλιοί ή επίδοξοι νέοι, είναι τουλάχιστον προκλητικός για τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ, αλλά και για όλη την εργατική τάξη. Καπιταλιστές και εκπρόσωποί τους παζαρεύουν ανοιχτά με την κυβέρνηση, μιλώντας για εκατομμύρια ευρώ σαν να είναι μαρουλόφυλλα, την ίδια στιγμή που στα ΜΜΕ επικρατεί κόλαση για τους εργαζόμενους. Καθυστερήσεις μηνών στα δεδουλευμένα, απολύσεις, ανασφάλιστη δουλειά, εντατικοποίηση, πλήρης αβεβαιότητα για το αύριο είναι η πραγματικότητα για χιλιάδες εργαζόμενους όλων των ειδικοτήτων. Και από τη συζήτηση που έχει ανοίξει από την κυβέρνηση για το «ύψος του τιμήματος» απουσιάζει κάθε συγκεκριμένη αναφορά για το μέλλον όλων αυτών των εργαζομένων. Χώρια που αξιοποιεί προπαγανδιστικά όλη αυτήν τη διαμάχη, για να ρίξει στάχτη στα μάτια ότι δήθεν εισπράττει από το κεφάλαιο για να τα δώσει στο λαό. Κι αυτό γιατί όσα και να δώσουν οι καναλάρχες, αυτό δεν θα σημάνει καλυτέρευση των όρων δουλειάς των εργαζομένων στα ΜΜΕ. Μάλιστα, το όποιο τίμημα για τα κανάλια θα είναι σταγόνα στον ωκεανό της κερδοφορίας των καπιταλιστών που διεκδικούν τις άδειες, και ασύγκριτα μικρότερο από τις παροχές και τις διευκολύνσεις που απολαμβάνει συνολικά το κεφάλαιο για να κάνει «επενδύσεις», στο έδαφος του αντεργατικού πλαισίου που διαμορφώθηκε και ενισχύεται για λογαριασμό του.