Ως και την «αυταξία» της γνώσης ανέσυρε από το συρτάρι ο υπουργός Οικονομικών, Ευ. Τσακαλώτος, κατά τη χτεσινή συζήτηση στη Βουλή για το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ, για να επιτεθεί υποτίθεται στη ΝΔ, που ζητάει ακόμα περισσότερα για το κεφάλαιο, βάζοντας κι αυτός τη δική του «πινελιά» δίπλα στις υπόλοιπες ΣΥΡΙΖΑίικες στρακαστρούκες περί «εκδημοκρατισμού» του πανεπιστημίου και άλλα τέτοια που ακούστηκαν χτες. «Αυταξία» βέβαια της γνώσης, πόσο μάλλον αυτής που δίνεται στα πανεπιστήμια, ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει. Αντίθετα, η επιστήμη, η Ερευνα, η Εκπαίδευση δεν μπορεί παρά να υπηρετούν, περισσότερο ή λιγότερο «ολοκληρωμένα» και πετυχημένα, την οικονομία και τις κυρίαρχες κάθε φορά κοινωνικές σχέσεις. Και αυτό το επιβεβαιώνει και το νομοσχέδιο της κυβέρνησης, που, παρά τα παχιά λόγια, προωθεί την ακόμα στενότερη σύνδεση πανεπιστημίων και Ερευνας με τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων και την επιχειρηματική λειτουργία των ιδρυμάτων. Οι ανάγκες των καπιταλιστών άλλωστε είναι η μόνη «αυταξία» που αναγνωρίζεται στο πλαίσιο του σημερινού εκμεταλλευτικού συστήματος.
«Η μεγάλη εικόνα που αναδεικνύουν οι δομικές στατιστικές της ελληνικής οικονομίας είναι ότι (...) η επταετία των Μνημονίων έχει δυο πλευρές. Από τη μια, την καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων και μαζί τους ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας. Από την άλλη, ωστόσο, το πρωτοφανές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα το 2010 - 2016 επέφερε μια σημαντικότατη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας ως προς τις τιμές και το κόστος». Τα παραπάνω διαπιστώνει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) στην περιοδική έκδοση «Ελληνικός Τουρισμός. Εξελίξεις - Προοπτικές», που δημοσίευσε τις προηγούμενες μέρες. Ο ΣΕΤΕ πλέκει το εγκώμιο στο «πρωτοφανές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων», δηλαδή στην επίθεση στους μισθούς, στις Συλλογικές Συμβάσεις, στα εργασιακά δικαιώματα. Και έχει κάθε λόγο να το κάνει, αφού για τους επιχειρηματίες του Τουρισμού η βελτίωση της «διεθνούς ανταγωνιστικότητας» σημαίνει αυξημένα κέρδη.
Η όρεξη των επιχειρηματικών ομίλων έχει ανοίξει. Στόχος τους είναι έως το 2021 να μετρήσουν 35 εκατ. τουρίστες και 20 δισ. ευρώ έσοδα στα ταμεία τους. Για την επίτευξη των στόχων τους οι μεγαλοξενοδόχοι αξιώνουν επενδύσεις ύψους 5 - 7 δισ. ευρώ, μέσα από επιδοτήσεις και χρηματοδοτικά «πακέτα», όπως αυτά που μοιράζουν οι «αναπτυξιακοί νόμοι», «ώστε να είναι σε θέση ο κλάδος να προσελκύσει επισκέπτες υψηλής καταναλωτικής δυνατότητας και να αυξήσει τα έσοδα ανά επισκέπτη». Παράλληλα, ξεκαθαρίζουν πως «η ισχύουσα σήμερα ουσιαστική ευελιξία και αποτελεσματικότητα λειτουργίας της αγοράς εργασίας θα πρέπει να διαφυλαχτεί στο ακέραιο από τις ελληνικές κυβερνήσεις».
Κοιτώντας τη «μεγάλη εικόνα» που περιγράφουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες του Τουρισμού, μπορεί κανείς να διαπιστώσει τόσο τους κερδισμένους της αντιλαϊκής επίθεσης, όσο και τα ...καλά που φέρνει η «επόμενη μέρα» της ανάπτυξης για τους εργαζόμενους.