«Μοριακή βιολογία με το βλέμμα στην αγορά». Ετσι τιτλοφορούσε χτες η «Καθημερινή» τον «ύμνο» της για το Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας και Ανοσιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, με αφορμή και την πρόσφατη επίσκεψη εκεί του Αμερικανού πρέσβη Τζ. Πάιατ, που κι εκείνος δηλώνει στην εφημερίδα ότι «εντυπωσιάστηκα πολύ με την προσήλωση του Πανεπιστημίου σε Ερευνα παγκόσμιας κλάσης, προσανατολισμένη προς την αγορά». Αλλά γιατί ο τόσος ενθουσιασμός; Γιατί την ίδια ώρα που βασικό αντικείμενο του εργαστηρίου είναι η υψηλής ποιότητας Ερευνα και οι μελέτες για την ανταπόκριση ασθενών με συγκεκριμένες νόσους σε συγκεκριμένες θεραπείες, «παράλληλα οι ερευνητές ασχολούνται με ζητήματα που έχουν μεγάλες δυνατότητες εμπορικής εκμετάλλευσης, όπως τα εναλλακτικά προϊόντα καπνού, η παραγωγή κρασιού με περισσότερα αντιοξειδωτικά (...) και η χρήση μικρορευμάτων και μαγνητικών πεδίων για τη θεραπεία μιας σειράς παθήσεων», έργο που όπως μαθαίνουμε «γίνεται συχνά σε συνεργασία με ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, που ενίοτε συμβάλλουν και στη χρηματοδότησή του».
Πρόκειται όντως για ένα θέμα αποκαλυπτικό, στο φόντο και του πρόσφατου νομοσχεδίου της κυβέρνησης που προβλέπει την ακόμα στενότερη σύνδεση της Ερευνας με τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων. Οχι βέβαια για το ότι «οι δομές του ελληνικού πανεπιστημίου δεν δίνουν την αναγκαία ώθηση στην επιχειρηματική διάσταση της Ερευνας», όπως λέγεται στο άρθρο, αλλά γιατί αποτελεί μια εικόνα από το παρόν αλλά και το μέλλον που επιφυλάσσουν στην Ερευνα το κεφάλαιο και όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις του, και η σημερινή. Το πραγματικά αποκαλυπτικό είναι πως την ώρα που όλοι αναγνωρίζουν ότι η χώρα διαθέτει υψηλής ποιότητας επιστημονικό δυναμικό, οι πολύ μεγάλες δυνατότητες όχι μόνο δεν κατευθύνονται στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, αλλά με το «μαστίγιο» της χρηματοδότησης μπαίνουν στην υπηρεσία της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, αναγκάζοντας τους επιστήμονες να ασχολούνται με «εναλλακτικά προϊόντα καπνού» και άλλα τέτοια επιχειρηματικά σχέδια, για να θησαυρίζουν οι επιχειρηματίες.
Ενα ακόμα «διατροφικό σκάνδαλο» ταλανίζει την ΕΕ, αυτήν τη φορά με τα ολλανδικά και βελγικά αυγά που έχουν μολυνθεί από το παρασιτοκτόνο, με το οποίο οι ιδιοκτήτες των πτηνοτροφείων που τα παρήγαγαν «έλουζαν» κυριολεκτικά τα κοτόπουλα για την καταπολέμηση των ψειρών, αν και γνώριζαν την επικινδυνότητα του σκευάσματος και τις επιπτώσεις του στην ανθρώπινη υγεία. Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, μια βελγική εταιρεία απέκτησε μεγάλες ποσότητες του συγκεκριμένου παρασιτοκτόνου από τη Ρουμανία και το διοχέτευσε εύκολα στην αγορά, παρά το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες των πτηνοτροφείων κάνουν τώρα τους ανήξερους και απειλούν με διεκδίκηση αποζημιώσεων. Δεν είναι καθόλου απίθανο, βέβαια, η αποκάλυψη και αυτού του σκανδάλου να είναι η κορυφή στο παγόβουνο των επιχειρηματικών πολέμων και των ανταγωνισμών ανάμεσα σε μονοπώλια και καπιταλιστικά κράτη. Αυτό όμως σε τίποτα δεν αναιρεί την ουσία: Οτι η υγεία του λαού βρίσκεται σε διαρκή κίνδυνο και από τα λεγόμενα «διατροφικά σκάνδαλα», αιτία των οποίων είναι το κυνήγι του κέρδους από τους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους που ελέγχουν από την παραγωγή των πρώτων υλών μέχρι τη διακίνηση των διατροφικών προϊόντων, σερβίροντας στο πιάτο της λαϊκής οικογένειας ό,τι περιέχει περισσότερες ...θερμίδες για την κερδοφορία τους. Παλιότερα σκάνδαλα, όπως αυτό των «τρελών αγελάδων» που ταΐζονταν με απαγορευμένες τροφές, αλλά και νεότερα, όπως αυτό με τα αυγά, το επιβεβαιώνουν.