Τον «κοινωνικό διάλογο» ξαναζεσταίνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και ήδη η υπουργός Εργασίας είχε την πρώτη της συνάντηση με την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ. Τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσουν συναντήσεις με τις εργοδοτικές οργανώσεις (ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ), τους «εθνικούς κοινωνικούς εταίρους», όπως τους αποκαλεί το υπουργείο Εργασίας. Παρά την προσπάθεια του υπουργείου να παραπλανήσει τους εργαζόμενους ότι ο νέος «κύκλος κοινωνικού διαλόγου» γίνεται τάχα για το καλό τους, προβάλλοντας τους γνωστούς παραπλανητικούς ισχυρισμούς για «επεκτασιμότητα των Συμβάσεων Εργασίας, που θα ισχύσει από τον Αύγουστο του 2018...», η εργατική τάξη έχει πικρή πείρα από την κατάληξη όλων προηγούμενων «κοινωνικών διαλόγων» στο Ασφαλιστικό και στα Εργασιακά, καθώς λειτούργησαν ως το «γράσο» στον μηχανισμό επέκτασης των ανατροπών. Εξάλλου, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ και οι εργοδοτικοί φορείς έχουν από κοινού θέσει το αντεργατικό πλαίσιο στο οποίο θα πορευτούν και για τις ΣΣΕ, που δεν είναι άλλο από την «Κοινή Δήλωση για το Εθνικό Αναπτυξιακό Σχέδιο», στο πλαίσιο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ). Μια συμφωνία που κάτω από τα τροπάρια για «εθνική συναίνεση» επιχειρεί να στρατεύσει την εργατική τάξη στους «αναπτυξιακούς» στόχους του κεφαλαίου, ώστε να υπηρετηθεί χωρίς αντιδράσεις ο στόχος της ανταγωνιστικότητας, που απαιτεί νέες απώλειες για τους εργαζόμενους και στη «μεταμνημονιακή» εποχή.
Κάθε φορά που στριμώχνεται από τις κινητοποιήσεις και τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων, η κυβέρνηση παπαγαλίζει το γνωστό, άθλιο τροπάρι, ότι το ΚΚΕ πρωτοστατεί, για να εκφραστεί η λαϊκή δυσαρέσκεια και οι εργατικές διεκδικήσεις απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δεν έκανε τα ίδια με τους προηγούμενους. Αυτήν τη φορά, αφορμή στάθηκαν οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στο νοσοκομείο ΠΑΓΝΗ, ενάντια στην απληρωσιά και με αίτημα τη μόνιμη και σταθερή δουλειά. Εμφανώς ενοχλημένος, ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση κάνει «αγώνα χαρακωμάτων ενάντια στη διαπλοκή» και ότι οι εργαζόμενοι και το ΚΚΕ κάνουν «επιλεκτικές κινητοποιήσεις». «Στα μαύρα χρόνια (...) δεν κάνατε τίποτα» και «τώρα που αυτή η κυβέρνηση κάνει κάτι φιλεργατικό, θέλετε το μέγιστο», είπε ο Π. Πολάκης, απαντώντας σε σχετική Ερώτηση του ΚΚΕ.
Καλό θα ήταν ο Πολάκης και οι άλλοι της κυβέρνησης, πριν ανοίξουν το στόμα τους, να ανατρέξουν στις εκατοντάδες κινητοποιήσεις όπου πρωτοστάτησαν τα ταξικά συνδικάτα και οι Λαϊκές Επιτροπές, με αιτήματα που απαντούν στις σύγχρονες ανάγκες του λαού και όχι των επιχειρηματικών ομίλων, τους οποίους με θέρμη υπηρετούν η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Τα ξέρει αυτά ο Πολάκης, αλλά προσπαθεί να κάνει αντιπερισπασμό με ψέματα και προβοκάτσιες, νομίζοντας ότι έτσι θα μπερδέψει και θα κάμψει την αγανάκτηση των εργαζομένων, στους οποίους η κυβέρνηση τάζει «δίκαιη ανάπτυξη» κι αυτοί αντιλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο ότι μόνο τέτοια δεν είναι.
Πολλές πλευρές και «αναγνώσεις» έχει το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία, αν και πολλά μένουν να ξεκαθαριστούν. Πάντως, αν κάτι έρχεται με ορμή στην επιφάνεια, είναι οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, που όχι μόνο δεν κοπάζουν στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά ακουμπάνε τον πυρήνα της, τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη που τη συγκροτούν. Δηλώνει, για παράδειγμα, ο Μ. Σαλβίνι, της «Λέγκας του Βορρά», ως ο «κερδισμένος» των εκλογών: «Θα εργαστώ για να τροποποιήσω και να εξαλείψω ορισμένες ευρωπαϊκές παραμέτρους. Παραμένω πεπεισμένος ότι το ευρώ είναι ένα νόμισμα καταδικασμένο να τελειώσει, όχι γιατί το θέλω εγώ, αλλά γιατί το λένε τα γεγονότα, η κοινή αίσθηση, η πραγματική οικονομία». Φανερώνεται, επομένως, το παζάρι που γίνεται στο παρασκήνιο και οι «δεύτερες σκέψεις» που κάνουν ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης, στην προσπάθεια να θωρακίσουν τα συμφέροντά τους και ενώ η καπιταλιστική κρίση - σε συνδυασμό με το μεγάλο κρατικό χρέος - άφησε την Ιταλία ακόμα πιο πίσω από τους ανταγωνιστές της στον πυρήνα της ένωσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αλλαγές που συζητιούνται σε επίπεδο ΕΕ (Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, «εμβάθυνση της ΟΝΕ» κ.ο.κ.), ως αντίδοτο σε μελλοντικούς κλυδωνισμούς, όχι μόνο δεν επιλύουν τις σφοδρές αντιθέσεις, αλλά δίνουν το έναυσμα για να οξυνθούν ακόμα περισσότερο οι τριβές στην ιμπεριαλιστική ευρωένωση.