Ενα από τα «επιχειρήματα» που ακούστηκαν αυτές τις μέρες στις προβλήτες του ΣΕΜΠΟ στον Πειραιά, από τα πρωτοπαλίκαρα των εργολάβων που βγήκαν μπροστά για να στηθεί το «σωματείο» - παραμάγαζο της εργοδοσίας, ήταν «να μην ξανακλείσει το λιμάνι». Επιδίωξή τους είναι δηλαδή να μην ξαναγίνει απεργία, όπως αυτή τον περασμένο Μάη, που στρίμωξε την εργοδοσία και την ανάγκασε να κάτσει στο τραπέζι και να συζητήσει την υπογραφή Σύμβασης. Θυμίζουμε ότι και τότε, η εργοδοσία και τα παπαγαλάκια της διέδιδαν στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο ότι «είναι μεγάλη ζημιά να κλείνει το λιμάνι» για τα συμβόλαια της εταιρείας, αλλά και «για τη φήμη της χώρας στους επενδυτές». Με την άποψη αυτή συμφωνούσαν βέβαια και κυβερνητικά στελέχη, που ασκούσαν με κάθε τρόπο πίεση στους εργαζόμενους (και με δικαστικές αποφάσεις που έκριναν παράνομες τις απεργίες τους) να σταματήσουν τον δίκαιο αγώνα, αλλά καμιά πίεση στην εργοδοσία να υποχωρήσει και να δεχτεί την υπογραφή Σύμβασης.
Στην πραγματικότητα, το «να μην ξανακλείσει το λιμάνι» σημαίνει να πάψει κάθε διεκδίκηση, πολύ περισσότερο όταν αυτή παίρνει τη μορφή της απεργίας, που χτυπάει στην καρδιά την κερδοφορία της επιχείρησης. Θέλουν δηλαδή το λιμάνι «ανοιχτό» στα κέρδη τους, με εργάτες χωρίς δικαιώματα και με μεροκάματα πείνας, κάνοντας χρήση των αντεργατικών νόμων που ψήφισαν η σημερινή και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Και μια λεπτομέρεια: Οταν οι χρυσαυγίτες έστηναν το αντι-σωματείο στη Ζώνη, έλεγαν κι αυτοί ότι στόχος τους ήταν να μη γίνονται απεργίες «για να μην κλείνει η Ζώνη και φεύγουν οι δουλειές». Τα τσιράκια της εργοδοσίας έφτιαξαν τελικά ένα δουλεμπορικό, που μόνο στόχο έχει να φρενάρει διεκδικήσεις και να συκοφαντεί το ταξικό συνδικάτο του Μετάλλου. Οποιαδήποτε ομοιότητα με τις προβλήτες του ΣΕΜΠΟ, μόνο συμπτωματική δεν είναι. Και ως προς τις στοχεύσεις, και ως προς τους πρωταγωνιστές...
Ανατριχιαστικές είναι οι πληροφορίες για την κατάσταση της γέφυρας που κατέρρευσε στη Γένοβα, παρασέρνοντας στο θάνατο δεκάδες ανθρώπους. Το πιο εξοργιστικό είναι ότι υπήρχαν προειδοποιήσεις για την επικινδυνότητα της παλιάς και υποσυντήρητης κατασκευής, ακόμα και εισηγήσεις για κατεδάφιση και αντικατάστασή της, αλλά καμιά μέριμνα δεν υπήρξε από το κράτος, πόσο μάλλον από τη διαχειρίστρια εταιρεία, η οποία εκμεταλλεύεται συνολικά πάνω από 3.000 χιλιόμετρα δρόμων στην Ιταλία, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Ο νόμος του «κόστους - οφέλους» για το κεφάλαιο είναι αμείλικτος και εφαρμόζεται απαρέγκλιτα σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, σε βάρος των αναγκών, ακόμα και της ίδιας της ζωής του λαού. Οσο για τις «αντιδράσεις» της ιταλικής κυβέρνησης, είναι πραγματικά να εξοργίζεται κανείς. Από τη μια απειλεί τη διαχειρίστρια εταιρεία με πρόστιμα και νέες ρήτρες στα συμβόλαια διαχείρισης, θέλοντας να βγάλει λάδι την αντιλαϊκή πολιτική που η ίδια υπηρετεί, πιθανόν να διευκολύνει και το ξαναμοίρασμα της «πίτας» ανάμεσα στα μεγαθήρια που εκμεταλλεύονται τις υποδομές στη χώρα. Κι από την άλλη, πετάει το μπαλάκι στην ΕΕ, πιέζοντας για εξαιρέσεις από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες, δήθεν για να μπορεί να επισκευάζει και να συντηρεί υποδομές. Το βασικό όμως είναι οι προτεραιότητες και ο σχεδιασμός του αστικού κράτους, που υπηρετεί τα κέρδη του κεφαλαίου, σε βάρος των λαϊκών αναγκών. Και είναι βέβαιο ότι η «δημοσιονομική χαλάρωση», για την οποία ωρύεται η ιταλική κυβέρνηση, τον πρώτο που θα ωφελήσει είναι το κεφάλαιο, που θα δει την τσέπη του να γεμίζει με νέες φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις και κρατική χρηματοδότηση. Για να μπορεί με νέα ορμή να εγκληματεί σε βάρος του λαού και των αναγκών του...