Με φουλ τις μηχανές τρέχει η κυβέρνηση να στηρίξει τους «επενδυτές» - επιχειρηματικούς ομίλους στον χρυσοφόρο τομέα της διαχείρισης των σκουπιδιών. Ο δρόμος αυτός είναι έτσι κι αλλιώς «περπατημένος» από την προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τις περιφερειακές αρχές, όπου μαζί κι αντάμα σηκώνουν το χεράκι τους όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, και βέβαια «σημαδεμένος» από την αντιδραστική πολιτική της ΕΕ και σε αυτό το ζήτημα. Η «συνταγή» που έσπευσε να διαφημίσει ο πρωθυπουργός, κατά την επίσκεψή του σε μια τέτοια μονάδα στην Ηπειρο, την οποία πρόβαλε ως «παράδειγμα», είναι αυτή των λεγόμενων Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), όπου το αστικό κράτος, σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, «στρώνει το χαλί» και οι «επενδυτές» έρχονται να κερδοφορήσουν, με εγγυημένα μάλιστα αποτελέσματα. Νεότερες και παλιότερες κυβερνήσεις αξιοποιούν ως άλλοθι το αίσχος που οι ίδιες προκάλεσαν με την πολιτική τους στη διαχείριση των σκουπιδιών για να προωθήσουν τη βαθύτερη διείσδυση των επιχειρηματικών ομίλων, σε βάρος των πραγματικών λαϊκών αναγκών. Συγκρίνουν μάλιστα τις υπερσύγχρονες μονάδες των ΣΔΙΤ με την αθλιότητα της χωματερής στη Φυλή, για να πείσουν τον κόσμο ότι είναι προς όφελός του να αναλάβει το κεφάλαιο ενεργότερο ρόλο στη διαχείριση των απορριμμάτων, όπου το κράτος «έχει αποτύχει». Κρύβουν όμως ότι η αιτία αυτής της κατάστασης, είτε μιλάμε για την καρκινογόνα καύση των σκουπιδιών, είτε για τα «πράσινα» χαράτσια, είτε για τις συνεχείς επεκτάσεις των χωματερών, είτε για τις ΣΔΙΤ, έχουν τον ίδιο παρονομαστή: Την πολιτική που πετάει τις λαϊκές ανάγκες στη χωματερή και διαχειρίζεται τα σκουπίδια σαν χρυσάφι για τα κέρδη των ομίλων.
Η «ποιότητα» της Εκπαίδευσης είναι η πηγή της υψηλής ανεργίας, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, με τον πρόεδρό του να λέει σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου ότι «οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν τις δεξιότητες που αναζητούν και οι συμπολίτες μας δεν βρίσκουν δουλειά». Κι αυτό επειδή το εκπαιδευτικό σύστημα έχει αποτύχει «να ευθυγραμμιστεί με τις σημερινές παραγωγικές προκλήσεις». Δεν είναι πρωτάκουστες τέτοιες απόψεις, που ουσιαστικά ενοχοποιούν τους ίδιους τους ανέργους για την ανεργία τους. Ομως αυτή η τοποθέτηση έρχεται λίγες μέρες μετά τον ντόρο που σηκώθηκε γύρω από την έκθεση «αξιολόγησης», σύμφωνα με την οποία μεγάλη μερίδα μαθητών κινδυνεύει να ολοκληρώσει το σχολείο «λειτουργικά αναλφάβητη», δηλαδή χωρίς απαιτούμενες «δεξιότητες»... Ανακυκλώνεται δηλαδή μια συζήτηση με στόχο την προετοιμασία νέων αναδιαρθρώσεων στην Εκπαίδευση. Μια συζήτηση που συγκαλύπτει από τη μία τα οξυμένα προβλήματα και τις ελλείψεις του εκπαιδευτικού συστήματος, αφού το «αξιολογεί» από τη σκοπιά των αναγκών των επιχειρηματικών ομίλων, και από την άλλη την πραγματική αιτία που η ανεργία θερίζει στη νεολαία, την πραγματική αιτία που η συντριπτική πλειοψηφία των νέων εργαζομένων βρίσκει δουλειές μερικής απασχόλησης. Μια συζήτηση που δεν μπορεί να κρύψει ότι όσο περισσότερο «δένεται» η Εκπαίδευση με τις ανάγκες της αγοράς, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τις πραγματικές σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων. Και όσο περισσότερο το σύγχρονο σχολείο υπηρετεί τους στόχους της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τόσο περισσότερο ετοιμάζει τους απόφοιτους στα μέτρα αυτής της «ανάπτυξης», δηλαδή μια μεγάλη μάζα φθηνών και «ευέλικτων» αυριανών εργαζομένων.
Τις κάλπικες διαχωριστικές γραμμές «πρόοδος - ακροδεξιά» επανέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ σε ανακοίνωση για την επέτειο των έξι χρόνων από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αναζητάει απελπισμένα αφορμές για να διαχωριστεί από τη ΝΔ, αλλά αυτό σε καμιά περίπτωση δεν τον απαλλάσσει από τις ευθύνες του για τη στάση ανοχής που επέδειξε ως κυβέρνηση απέναντι στην ακροδεξιά, παρά τις «αντιφασιστικές» και αντι-ακροδεξιές κορόνες. Για παράδειγμα, επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια συγκυβερνούσε με τους εθνικιστές - ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, πρώην υπουργοί, δήμαρχοι και περιφερειάρχες του ΣΥΡΙΖΑ χαριεντίζονταν με τους χρυσαυγίτες με κάθε ευκαιρία, ενώ και οι αλλαγές που ψήφισαν στον Ποινικό Κώδικα οδηγούν στο να πέσει στα μαλακά η ηγεσία της Χρυσής Αυγής, αφού βέβαια η δίκη έχει καθυστερήσει να ολοκληρωθεί. Τα μεγάλα λόγια δεν μπορούν να κρύψουν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή της σε κείμενο διακήρυξης - μνημείο αντικομμουνισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τη μέρα της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών, αφήνοντας ελεύθερο το έδαφος στους φασίστες να βυσσοδομούν κυρίως στις συνειδήσεις των νέων, με την αναθεώρηση της Ιστορίας και την αναπαραγωγή της θεωρίας των «δύο άκρων». Απάντηση στην ακροδεξιά δεν μπορούν να δώσουν οι διαχειριστές του συστήματος που γεννά και θρέφει τον φασισμό, που τον συντηρεί ως εναλλακτική για την αστική τάξη και ως δύναμη κρούσης απέναντι στο κίνημα. Απάντηση μπορούν να δώσουν μόνο ο λαός και η νεολαία, παλεύοντας για τα σύγχρονα δικαιώματα και τις ανάγκες τους, ενάντια σ' αυτό το σάπιο σύστημα και την εξουσία των μονοπωλίων.