Η ΓΣΕΕ, ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα της ΣΕΣ, του βραχίονα επιτελείων της ΕΕ, έβγαλε ανακοίνωση για τη βία κατά των γυναικών. Αφού έχει «ναρκοθετήσει» κάθε αγωνιστική κινητοποίηση και διεκδίκηση για τα σύγχρονα δικαιώματα των γυναικών στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, με σταθερό ωράριο, με μέτρα προστασίας του γυναικείου οργανισμού και της μητρότητας στο χώρο εργασίας, με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, η ΓΣΕΕ έρχεται με μπόλικες δόσεις υποκρισίας να καταγγείλει τη «διάσταση της οικονομικής βίας» σε βάρος των εργαζόμενων γυναικών. Για τη ΓΣΕΕ η βία της εργασιακής ζούγκλας, των ελαστικών σχέσεων εργασίας των γυναικών είναι αποτέλεσμα του «ασταθούς και επιθετικού περιβάλλοντος στην εργασία». Αχνα δεν βγάζουν για τις αντεργατικές ανατροπές των αστικών κυβερνήσεων, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της ΝΔ, που ικανοποιούν τις απαιτήσεις του ΣΕΒ για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, στα αποκαΐδια των εργασιακών δικαιωμάτων γυναικών και ανδρών. Γιατί έχουν βάλει πλάτες στο πέρασμα αυτής της πολιτικής, στηρίζοντας ως «κοινωνικοί εταίροι» το στόχο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό είναι το έδαφος για την αξιοποίηση των κοινωνικών διακρίσεων σε βάρος της γυναίκας από το κράτος και την εργοδοσία, ως πηγή πρόσθετου κέρδους για το κεφάλαιο. Για τη συνδικαλιστική μαφία της ΓΣΕΕ οι απολύσεις εγκύων, η καταστρατήγηση ακόμα και της στοιχειώδους προστασίας της μητρότητας (π.χ. μειωμένο ωράριο για τις νέες μητέρες) αποτελεί... «αιφνιδιαστική αφαίρεση δικαιωμάτων»! Μοναδική ασπίδα προστασίας των εργαζόμενων γυναικών είναι η πάλη μέσα από τις γραμμές του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος για τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, κόντρα στην κρατική και εργοδοτική βία, στην πολύμορφη βία που αναπαράγει το σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Το είδαμε κι αυτό: Ολοσέλιδα «ρεπορτάζ» στον κυριακάτικο Τύπο, που διαφημίζουν τα κοράκια των «funds», όπου με «κρατική εγγύηση» και έναντι πινακίου φακής περνάνε σιγά σιγά τα «κόκκινα» δάνεια. Οι διευθυντάδες και οι εκπρόσωποι αυτών των «ευαγών ιδρυμάτων» κάνουν γνωστή την «τεχνογνωσία» και τα συγκριτικά τους «πλεονεκτήματα» στον συγκεκριμένο τομέα. Την ικανότητά τους δηλαδή να σφίξουν κι άλλο τη θηλιά των εκβιασμών και πλειστηριασμών στα εκατοντάδες χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά που αδυνατούν να ανταποκριθούν στους ληστρικούς όρους των τραπεζών. Αν μάλιστα τα παραπάνω συνδυαστούν και με την αξίωση να νομοθετηθεί «η ενδυνάμωση της αγοράς αυτής, προκειμένου, ως συγκοινωνούν δοχείο με τις τράπεζες, να μπορεί να απορροφά με σταθερό ρυθμό τα όποια τοξικά περιουσιακά στοιχεία γεννιούνται σε αυτές», μπορεί να καταλάβει κανείς ότι τα κοράκια αυτά ήρθαν για να μείνουν, αναγορεύοντας σε πηγή κέρδους όχι μόνο την ανάγκη των λαϊκών νοικοκυριών να λύσουν το πρόβλημα της στέγης, αγοράζοντας ένα «κεραμίδι», αλλά ακόμα και την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στους όρους αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων, όπως γίνεται τώρα με χιλιάδες οικογένειες που χτυπήθηκαν ανελέητα από την κρίση.
«Πρότυπο» και για τις υπόλοιπες πρώην ΔΕΚΟ είναι οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις που φέρνει το λεγόμενο «σχέδιο για τη διάσωση της ΔΕΗ», όπως αφήνει να διαρρεύσει η κυβέρνηση. Θυμίζουμε ότι το σχέδιο προβλέπει ανάμεσα σε άλλα το σάρωμα της μονιμότητας για όλους τους νεοπροσλαμβανόμενους, τη μονιμοποίηση των εργασιακών σχέσεων - λάστιχο που ήδη υπάρχουν στην εταιρεία, τις ανατροπές ακόμα και σε όρους της Συλλογικής Σύμβασης, όπως για παράδειγμα την κατάργηση του φτηνότερου τιμολογίου, τις «εθελούσιες» απολύσεις περίπου 4.000 εργαζομένων, τις μετακινήσεις κ.λπ. Τέτοια και άλλα μέτρα, που παίρνονται στο όνομα της προσαρμογής στην «απελευθέρωση», θα είναι - σύμφωνα με δημοσιεύματα - το «κλειδί» για την «εξυγίανση» και των υπόλοιπων ΔΕΚΟ, προκειμένου να πωληθούν σε ομίλους και να ανακτήσουν τη θέση τους στον ανταγωνισμό. Το έργο βέβαια είναι πολυπαιγμένο: Μετά από τη χρόνια απαξίωση επιχειρήσεων όπως η ΛΑΡΚΟ, τα ΕΑΣ κ.ά. από όλες διαχρονικά τις κυβερνήσεις, στο πλαίσιο της οικονομίας που έχει για κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος και όχι τις ανάγκες του λαού, οι κυβερνήσεις δείχνουν με θράσος ως «βασικό ένοχο» τα εργατικά δικαιώματα, τα οποία στοχοποιούνται τώρα στο όνομα της «αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας», επιβεβαιώνοντας ότι αυτή είναι ασύμβατη με τα δικαιώματα των εργαζομένων σε κάθε κλάδο, σε δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Αυτό είναι το «πρότυπο» της καπιταλιστικής ανάπτυξης παντού, και γι' αυτό ενιαία - και χωρίς μάταιες «ελπίδες» - πρέπει να είναι και η απάντηση των εργαζομένων.