Ενα από αυτά είναι η τριλογία του «Χαμένα όνειρα» (γραμμένη το 1837, 1839 και 1843), η οποία, δίτομη, κυκλοφόρησε σε έξοχη μετάφραση του σκηνοθέτη Κώστα Σφήκα, ενδιαφέρουσα και εκτενέστατη εισαγωγή του καθηγητή του Παντείου Γιάνγκου Ανδρεάδη και εικονογραφημένη με έργα τέχνης («Στάχυ»). Μυθιστόρημα εκπληκτικά επίκαιρο, αντλημένο από την πικρή εμπειρία του συνεργαζόμενου με εφημερίδες Μπαλζάκ, το οποίο αποτελεί αποκαλυπτικό, δριμύ «κατηγορώ» για τον αδυσώπητο ρόλο του Τύπου. Για τα ΜΜΕ θα λέγαμε σήμερα, τα ολέθρια διαπλεκόμενα συμφέροντά τους, τους «δαιμονικούς», διεφθαρμένους, «ανθρωποφαγικούς» θύτες και τα εξαρτημένα, ευάλωτα, μη αντιστεκόμενα θύματά τους - δημοσιογράφους, διανοούμενους, καλλιτέχνες. Κεντρικός ήρωας (αντιήρωας ορθότερα), των «Χαμένων ονείρων» είναι ο νέος, ταλαντούχος ποιητής, αλλά αδύνατων αντιστάσεων ποιητής Λουσιέν ντε Ρουμπαπρέ - πρόσωπο «καθρέφτισμα» του συγγραφέα, που εμφανίζεται και σε άλλα μυθιστορήματά του. Ενας δημιουργός που φιλοδοξώντας να γίνει διάσημος εργάστηκε σε εφημερίδα, πουλώντας την «ψυχή του στο διάβολο». Ενας διανοούμενος που υποκύπτοντας στις κάθε είδους πιέσεις του κεφαλαιοκρατικού εκδοτικού «μηχανισμού», «μηχανισμού» διαπλεκόμενου με πολιτικούς, οικονομικούς, τραπεζικούς και κοινωνικούς παράγοντες της μεγαλοαστικής τάξης, εξουθενώθηκε ψυχολογικά από αυτούς και, υπό το βάρος ενός έρωτα, κατέληξε «ιδανικός αυτόχειρας». Μόνον στον Μπαλζάκ συναντάται μια τόσο μαστορική λογοτεχνικά, πολύπλευρα κριτική αποτύπωση της πραγματικότητας στην καπιταλιστική κοινωνία, του ρόλου της διανόησης και της τέχνης και παράλληλα η τέλεια βυθοσκόπηση της ψυχοσύνθεσης, του συνειδησιακού και υποσυνείδητου «κόσμου» της ανθρώπινης ύπαρξης.