Παρ' ότι ελευθερόστιχη, ρεαλιστική, γλωσσικά καθημερινή, «γυμνή» από ποιητικίζοντα τερτίπια, η ποίηση του Γ. Βαρβέρη διαθέτει εκπληκτική ποιητική ρυθμοποιία. Πάλλεται, αδιαλείπτως, μουσικά. Η ποίησή του απεχθάνεται τη μελιστάλαχτη ωραιολογία. Αλλοτε σκληρή, κοφτερή σαν ατσάλινη λεπίδα, άλλοτε οξύτατα καυστική, άλλοτε υποδορίως λυρική, άλλοτε εκλεπτισμένα ειρωνική, αλλά και «παιδικά» παιγνιώδης, επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει τη βαθιά τρυφερότητα, υπερευαισθησία και μελαγχολία της ανθρώπινης και ποιητικής του ιδιοσυγκρασίας. Η μελαγχολία είναι, άλλωστε, η τροφοδότρια «πηγή» της αληθινής ποίησης και όλων των σημαντικών έργων τέχνης. Ενδεικτικά, δίνουμε λίγα ψήγματα από αυτή τη συλλογή του, αρχίζοντας από το προτασσόμενο, πολύσημο δίστιχο «Στην υγειά σας/ πεθαμένοι». «Εζησα κάποτε πολυτελώς./ Με δάκρυα που τα πίστεψα/ από το μέσα αλάτι./ Εζησα πένθος σύμμαχο/θρηνώντας πένθη/ αντί για τους θανάτους/ που τα γέννησαν». «Μονάζουμε στα ξένα καπηλειά/κούτσουρα από φωτιά/ τρέμοντας την απογραφή της./ Α, η πατρίδα/ τι ευσταλείς φρουρούς/ είχε προβλέψει (...)». «Οσοι σε ακολουθήσαν/ στο ταξίδι/ είναι πιο ξένοι/απ' όσο στην πατρίδα./». «Βλέπεις της ξενιτιάς εφόδιο είναι το αίμα/ επειδή πάντα γίνεται νερό./Αφού σε ταπεινώσει η δίψα/ ως το άκρο χείλος/ τότε μονάχα το νερό/ ξαναγυρίζει σε αίμα./». Κι η «θέση» μας; Η «θέση» και της ποίησης; «Είναι κατειλημμένη, θεέ/ από τον ξένο».