Στην παρούσα έκδοση, ο Μ. Μερακλής παραθέτει χαρακτηριστικά αποσπάσματα των παλιών του σημειώσεων, επανελέγχοντας, όμως, την αρχική του άποψη για τις ομοιότητες Σαραντάρη-Σολωμού. Ο Μ. Μερακλής πιστεύει, πια, ότι «ο Κάλβος είναι η ενδιάμεση "φάση", ανάμεσα στο Σολωμό και το Σαραντάρη, συγκερασμού υποκειμενικότητας και συλλογικότητας». Εξάλλου, ο «ελεύθερος πολιορκημένος» Σαραντάρης είχε εκφράσει την αγάπη του για τον ποιητή των επαναστατικών «Ωδών», καθώς στην ψυχή του κυριαρχούσε το «εμείς» κι όχι το «εγώ». Απόδειξη οι στίχοι του: «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε/ Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα/(...)Σημαίνει πως φοβόμαστε/ Και η ζωή μας έγινε ξένη/ Ο θάνατος βραχνάς». Ο φτωχός, μοναχικός, υπεραισθαντικός, ανεξίκακος, ιδεαλιστής, υπέροχα λυρικός Σαραντάρης, ο «Παπαδιαμάντης» της ποίησής μας θα λέγαμε, «πίστευε στην κοινωνική αποστολή της ποίησης». Και ήταν «απ' τους ειλικρινέστερους ανθρωπιστές της ποίησής μας, από τους ευγενέστερους και βαθύτερους κοινωνικούς ποιητές», όπως πιστεύει, και αποδεικνύει με τα ανθολογούμενα ποιήματα, ο Μ. Μερακλής. Ιδού ένα ελάχιστο δείγμα τους: «Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ/ Πάνω στην καταστροφή/ Δεν κοίταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους/ δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε/ από τη συντροφιά μου/ Πως έχασαν τον αγέρα που εγώ αναπνέω/ Και πως η μουσική των λουλουδιών/ Δεν έρχεται στ' αυτιά τους».