Το μυθιστόρημα αρχίζει από ένα κορυφαίο και κρίσιμο στάδιο του μακρόχρονου δράματος που ζει η νέα, ακόμα, ηρωίδα. Ο άντρας της, ο οποίος την είχε, αναίτια, εγκαταλείψει για να δουλέψει στη Γερμανία και να ζει εκεί λεύτερος με την ερωμένη του, μετά από χρόνια σιωπής, αλλά και αρνούμενος να της δώσει διαζύγιο, της στέλνει γράμμα ότι επιστρέφει σε εκείνη και στην κόρη τους. Κοντά είκοσι χρόνια έκανε υπομονή. Μόνη της μεγάλωνε και μόρφωνε την κορούλα της και πικρή κουβέντα για την προδοσία του πατέρα δεν είπε. Απέκρουε για χρόνια τον έρωτα του όμορφου, ευγενικού και τρυφερού Παύλου, ο οποίος, στα χρόνια της κατοχής, ήταν συμμαθητής της στο δημοτικό και από τότε την αγαπούσε και ο οποίος καθώς δούλευε στην ίδια εταιρία με τον άντρα της ήξερε την προδοσία του. Για χάρη της κόρης της, που ζήτησε να δοθεί «μια ακόμη ευκαιρία» στον πατέρα της, τον ξαναδέχτηκε η προδομένη και εγκαταλειμμένη Βέρα. Ομως, «ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του», όπως λέει ο λαός, ο κάλπης άντρας της πάλι την εγκατέλειψε, κόβοντας οριστικά τα δεσμά τους. Η ανταμοιβή, όμως, της αληθινής αγάπης, αν και άργησε χρόνια, ήρθε για την ηρωίδα.