Κυριακή 27 Ιούνη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΑΠΟ ΜΕΡΑ ΣΕ ΜΕΡΑ

ΒΙΒΛΙΟ
«Σπονδή» στον Ν. Καββαδία

«Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,/κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει./ Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά, αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει». Μια «επιστροφή» στην ποίησή του (πολυαγαπημένη από τα εφηβικά χρόνια), ποίηση που «χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία», αλλά και «επιστροφή» σε προσωπικές της αναμνήσεις από εκείνον τον παιδικής καρδιάς, αξέχαστο, αθώο «αμαρτωλό» και παντοτινό ποιητή της εργατιάς στις θάλασσες του κόσμου, είναι για την υπογράφουσα το βιβλίο του Μήτσου Κασόλα «Νίκος Καββαδίας. Γυναίκα - Θάλασσα - Ζωή (Αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο)» (εκδόσεις «Καστανιώτη»). Ο Μ. Κασόλας έχει γράψει και έχει μιλήσει σε πολλές εκδηλώσεις για τον Νίκο Καββαδία, καθώς πολύ αγάπησε την ποίηση του, αλλά και είχε την τύχη να γνωρίσει και να κουβεντιάσει αρκετές βραδιές, στο σπίτι του, δίπλα «στον τοίχο της Καισαριανής», με τον Καββαδία, με καλεσμένους και άλλους φίλους. Οι συναντήσεις αυτές έγιναν από το Δεκέμβρη του 1973 έως τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων του 1974. Αυτή ήταν η τελευταία συνάντηση της φιλικής παρέας με τον ποιητή. Ο Καββαδίας, ξέμπαρκος καιρό, και πληγωμένος κατάβαθα, στα 65 χρόνια του, από την «άγια σκουριά που μας γεννά,/ μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει» πέθανε όπως ποτέ δεν ήθελε. Πέθανε στη στεριά «χωρίς να σχίσει τη θολή γραμμή των οριζόντων», αλλά «κρατώντας στα χεράκια του το λύχνο του Αλαδίνου».

Η παρέα του Κασόλα και ο «σύνδεσμός» της με τον Καββαδία - ο Χρήστος Παντελίδης, που μαγεμένος από το «Μαραμπού» μπαρκάρισε, έγινε φίλος του ποιητή και έπειτα στη στεριά κινηματογραφιστής, όπως κι ο Καββαδίας όταν ήταν ξέμπαρκος - έχασαν τον αγαπημένο ποιητή. Εμεινε, όμως, μια πολύτιμη μαρτυρία του. Η μαγνητοφώνηση, από τον Μ. Κασόλα, της στερνής συνάντησης - συζήτησής τους μαζί του. Σαν θαυματουργός «λύχνος του Αλαδίνου», το βιβλίο του Μ. Κασόλα με τις ηχογραφημένες αφηγήσεις του Καββαδία, εμπλουτισμένες με τον Καββαδία και με την περισσή αγάπη του συγγραφέα για τον ποιητή, τον άνθρωπο, τον αγωνιστή του ΕΑΜ, τον ναυτικό που ένιωσε όσο κανένας άλλος τον πόνο, το μόχθο, τον καημό, το χαμό των ναυτεργατών και «σιχαινόταν το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά./ Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει», αποτελεί μια εξαιρετική, συγκινητική, αλλά και με χιούμορ «σπονδή» στην ποίηση και μνήμη του Καββαδία.


Αρ. ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ