Αναφερόμαστε στη συλλογή του Κώστα Καραχάλιου «Το προτελευταίο» (εκδόσεις «Δωδώνη»), με την ευχή να ακολουθήσουν κι άλλες συλλογές του. Γιατί, έστω κι αν «Τώρα μπορεί να μην είναι καιρός να γράφουμε/ μα να πολεμάμε γι' αυτά που θέλει το ποίημα,/ γι' αυτά που αξιώνει η ζωή/», είναι αναγκαίο το ποίημα που «γυρεύει λέξεις τσεκούρια/ για τα κεφάλια που μηχανεύονται πολέμους,/ λέξεις δυναμίτες για τα εργοστάσια/ που φτιάχνουν όπλα,/(...) Λέξεις δηλητήριο γι' αυτούς που κάνουν αμβροσία/ το λειψό καρβέλι των πεινασμένων». Τέτοια ποίηση γράφει ο παλαίμαχος αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, δικηγόρος, ποιητής (στην ποίηση πρωτοεμφανίστηκε το 1940, ενώ η ποίησή του έχει μεταφραστεί και κυκλοφορήσει σε Αμερική, Ιταλία, Γαλλία, ΕΣΣΔ, Πολωνία, Βουλγαρία, Σλοβενία) και δοκιμιογράφος Κ. Καραχάλιος. Ο Κ. Καραχάλιος ανήκει σε εκείνους που, αδιάψευστα, μπορούν να πουν «Εμείς οδοιπορήσαμε/ σκίζοντας ενάντιους ανέμους./ Ζήσαμε πολεμώντας/ για το λαό και το δίκιο του,/ την ημέρα και το ψωμί της./ Για τις μέρες που θα τραγουδάνε» και να υπερηφανεύονται: «Ο λόγος μου ήταν για τους αδικημένους/ γιατί, κάτι λίγο, πολέμησα μαζί τους/». Γι' αυτό, αν και 86χρονος σήμερα, λέει «Θα είμαι ένας έφηβος πάντα,/όσο μπορώ να γράφω ποιήματα/ για τον απάνθρωπο κόσμο που ψυχορραγεί». Γι' αυτό κι αποκαλύπτει τι σημαίνει αυτό που ο «σοσιαλιστικός εκσυγχρονισμός» αποκαλεί «κοινωνική συνοχή»: «Δίνει καλά κέρδη να τα βρίσκουν μεταξύ τους/ πλούσιοι και φτωχοί./ Οπως και να 'ναι/ πάντα η παλάντζα γέρνει/ κατά των πλουσίων τη μεριά./ Αλλος παχαίνει, άλλος πεθαίνει./ Αυτή 'ναι η δικαιοσύνη του θεού».