Το μέγιστο προσόν της παράστασης είναι οι ερμηνείες των ταλαντούχων ηθοποιών. Ηθοποιοί με γερή θεατρική παιδεία, ασκημένη για τη λεπτομερειακή επεξεργασία του χαρακτήρα του ρόλου τους, του λόγου, της χειρονομίας, της στάσης και κίνησής τους. Ηθοποιοί, πολλά υποσχόμενοι, σε μια αξιέπαινη ατομική και συλλογική κατάθεση, τόσο «δεμένη» που δυσκολεύεται κανείς να πει ποια είναι η καλύτερη. Σίγουρα ξεχωρίζει, με το δαιμόνιο, απολαυστικό χιούμορ και την εύπλαστη υποκριτική του, ο Κώστας Βασαρδάνης. Ερμηνευτικά «διαμαντάκια» προσφέρουν και οι Μαρία Καλλιμάνη, Δανάη Σαριδάκη, Φανή Παναγιωτίδου, Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Ασπασία Παπαϊωσήφ. Αδύνατη, αλλά συμπαθής, η προσπάθεια και των Βαγγέλη Χρήστου και Περικλή Ασημακόπουλου.
Οσο κι αν είναι «αδελφές» τέχνες το θέατρο και ο κινηματογράφος οι «γλώσσες», οι «κανόνες», οι μορφολογικές συνιστώσες τους διαφέρουν πολύ. Και σε μερικές περιπτώσεις ουδόλως ταιριάζουν. Η μεταφορά ενός θεατρικού έργου στον κινηματογράφο ή το αντίστροφο δεν είναι εύκολη υπόθεση και συνήθως η πρώτη εκδοχή ενός έργου (θεατρική ή κινηματογραφική), αν μάλιστα είναι επιτυχής, αποτελώντας μέτρο σύγκρισης, θέτει σε δυσκολότερη θέση τη δεύτερη εκδοχή. Αυτό συμβαίνει και με το έργο του Ντέιβιντ Μπέρρυ «Οι φάλαινες τον Αύγουστο». Πρόκειται για τη θεατρική μεταφορά της επιτυχούς ταινίας «Οι φάλαινες τον Αύγουστο», που παρουσιάζει η Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε διασκευή -μετάφραση Λευτέρη Γιοβανίδη. Στην ταινία, η εικόνα της θάλασσας με την απεραντοσύνη και τη γοητεία της «έδενε» με τα νεανικά όνειρα των τριών ηρωίδων και με την «υγρασία» της τροφοδοτούσε τη μελαγχολία, την πίκρα, τη μοναξιά στα γεράματά τους. Στη θεατρική μεταφορά του έργου μόνο διά της θαυματουργού ερμηνείας των ηθοποιών μπορεί -έως ένα βαθμό- να «υπάρξει» η θάλασσα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η θάλασσα είναι ο «πρωταγωνιστικός» κινητήριος μοχλός του συμπαθούς μεν, βαθύτατα ανθρώπινου θεματικά αλλά χωρίς δραματουργικό βάθος έργου, που αφορά στο δράμα της μοναξιάς των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας. Το δράμα της μοναξιάς βασανίζει δυο χήρες αδελφές (τη Λίμπυ, τυφλή, εγκαταλειμμένη από το γιο της και αγκιστρωμένη πάνω στην αδελφή της Σάρα, η οποία ακόμα διψά ακόμα για ζωή, ανδρική συντροφιά), την παιδική τους φίλη, επίσης μοναχική Τίσα και τον περιπλανώμενο, αριστοκρατικής καταγωγής, ανεπάγγελτο και άστεγο Ρώσο εμιγκρέ Μαράνοφ. Μοναχικά θα περάσουν όλα τα πρόσωπα τον καιρό που τους απομένει να ζήσουν, καθώς δε θα ξαναζήσουν τα καλοκαίρια της νιότης τους και τα παιχνιδίσματα των φαλαινών στη θάλασσα.
Ο Κοραής Δαμάτης, με τη συμπαράσταση του ρεαλιστικού σκηνικού και των όμορφων κοστουμιών εποχής που σχεδίασε ο Νίκος Σαριδάκης και της αισθαντικής μουσικής της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, σκηνοθέτησε το έργο με ευαισθησία, ρεαλιστική απλότητα και συμπάθεια για τα πρόσωπα. Η σκηνοθεσία, ως ένα βαθμό, άμβλυνε τη δραματουργική αδυναμία της διασκευής, στηριζόμενη στη μεγάλη σκηνική πείρα, το υποκριτικό ταλέντο, την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία τεσσάρων «στυλοβατών» του θεάτρου μας. Της Αντιγόνης Βαλάκου, που πλάθει μια τρυφερή, νεανική ψυχή Σάρα. Της Βέρας Ζαβιτσιάνου που μεγεθύνει -ψυχολογικά και χαρακτηρολογικά- τον αβαθή ρόλο της Λίμπυ. Της Νέλλης Αγγελίδου, που ερμηνεύει την Τίσα, με έξοχο, ανάλαφρο, λεπτό χιούμορ -ερμηνεία η οποία, ενώ φαινομενικά αποδραματοποιεί την ατμόσφαιρα, ουσιαστικά υπογραμμίζει το δράμα όλων των προσώπων. Του Γιώργου Τσιτσόπουλου που λιτότατα μορφοποιεί και μεγεθύνει το μικρό ρόλο του. Ο Ντίνος Δουλγεράκης πλάθει με γνήσια «υλικά» ένα λαϊκό άνθρωπο. Θετική είναι η υποκριτική παρουσία των τριών νέων ηθοποιών, Χριστίνας Κορτεσάκη, Μαρίας Ζερβού, Κλεοπάτρας Μανιάτη.