Τρίτη 16 Απρίλη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
Θέατρο

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Η κυρία Κλάιν» στο «Θέατρο Εξαρχείων»

«Η κυρία Κλάιν» στο «Θέατρο Εξαρχείων»
«Η κυρία Κλάιν» στο «Θέατρο Εξαρχείων»
Το θέατρο - η τραγική και δραματική ποίηση - αναμφίβολα υπήρξε για τον Φρόυντ σπουδαία «πηγή» προβληματισμών, συλλογισμών, επιχειρημάτων, «αποδείξεων» για τη διαμόρφωση της ψυχαναλυτικής θεωρίας του περί του χαοτικού, ενοχικού, καταπιεσμένου και καταπιεστικού «κόσμου» της ανθρώπινης ύπαρξης. Περί της αιμομεικτικής «καταγωγής», των οιδιπόδειων συμπλεγμάτων, των ακατανίκητων φόβων, των ανομολόγητων παθών και της κυριαρχίας της φαντασίωσής της επί της πραγματικότητας. Αντίστροφα, πολλά ψυχογραφικά δράματα του 20ού αιώνα, απηχούν έντονες επιρροές από τη φροϋδική θεωρία και τους επιγόνους της. Απόηχος αυτής της αμφίδρομης σχέσης θεάτρου - ψυχανάλυσης, με επίκεντρο αναφοράς την ψυχαναλυτική θεωρία της φημισμένης ψυχαναλύτριας Μέλανι Κλάιν (1882 - 1960)και ταυτόχρονα ένα δυνατό οικογενειακό ψυχολογικό δράμα, αποτελεί το έργο του Νίκολας Ράιτ «Κυρία Κλάιν», το οποίο παρουσιάζεται στο «Θέατρο Εξαρχείων».

Ο συγγραφέας με δραματουργική μαεστρία μεταπλάθει υπαρκτά πρόσωπα, όπως η Μέλανι Κλάιν και η επίσης ψυχαναλύτρια κόρη της Μελίτα, με «μάρτυρα» μια ευνοούμενη «μαθήτρια» της Κλάιν (Πάουλα στο έργο) σε πρόσωπα δράματος. Ενός δράματος πικρού και σκληρού, καθώς η κυρία Κλάιν και η κόρη της, μέσω των «ανταγωνιστικών» ψυχαναλυτικών απόψεών τους, εκθέτουν τη συγκρουσιακή σχέση τους. Η σύγκρουσή τους αποτελεί μια διαδικασία αλληλοψυχανάλυσης και εν τέλει οδυνηρή επαλήθευση της θεωρίας της Κλάιν ότι η σχέση μητέρας - παιδιού είναι σχέση αγάπης - μίσους, καταπιεστή - καταπιεζόμενου και ένα αλάνθαστο συμπέρασμα. Οτι και ο ψυχαναλυτής, παρά τη γνώση του, στην προσωπική του ζωή χάνει τον αυτοέλεγχό του, διέπεται και πάσχει, όπως όλοι οι άνθρωποι, από τα λάθη, τα πάθη, τις φαντασιώσεις, τις ενοχές του.

«Οι σχέσεις του κυρίου Πίτερς» στις «Ροές»
«Οι σχέσεις του κυρίου Πίτερς» στις «Ροές»
Το έργο του Ράιτ, ευτύχησε μεταφραστικά, καθώς η γλώσσα της Αννίτας Δεκαββάλα απέδωσε εξαιρετικά όλες τις συνισταμένες του κειμένου. Το μορφωτικό και επιστημονικό επίπεδο, την κοινωνική ευπρέπεια του λόγου των τριών προσώπων, αλλά και τα υπόγεια δραματικά φορτία, τις αδιόρατες και έντονες αποχρώσεις της αλληλοσπαρακτικής σχέσης μάνας - κόρης και της αντίζηλης σχέσης κόρης - μαθήτριας. Η λεπτομερειακή, αλλά αφανής σκηνοθετική καθοδήγηση του Τάκη Βουτέρη, κατόρθωσε να μοιάζουν ο λόγος, τα πρόσωπα και οι σχέσεις τους, σαν μια υπόγεια, «ψυχρή» επιφανειακά, αλλά «καυτή» ψυχολογικά «λάβα», έτοιμη να εκραγεί μέσα στο συμβολικότατο ρεαλιστικό σκηνικό του Γιώργου Βαφιά, υπό την ανησυχαστική μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη.

Μέγιστο προνόμιο στην παράσταση προσφέρει η ερμηνεία της Ελένης Χατζηαργύρη (κυρία Κλάιν). Η σπουδαία ηθοποιός, με εκπληκτική ακρίβεια, αυτοκυριαρχία, μοναδική λιτότητα μέσων, με τη φυσική της αρχοντιά και λεπτότητα, την πνευματικότητα, το υποδόριας ειρωνείας χιούμορ, την υπόκρυφη ευαισθησία που διακρίνει την υποκριτική της, πλάθει μια πολύπλευρη ανθρώπινη φύση, ρίχνοντας «φως» στα σκοτάδια της ψυχής της. Πλάι της στέκουν άξια, με τις αισθαντικές, επίσης λιτές ερμηνείες τους η Αννίτα Δεκαββάλα και η Χριστίνα Αλεξιάν.

«Οι σχέσεις του κυρίου Πίτερς» στις «Ροές»

Με αυτοβιογραφική εν πολλοίς, και εμμέσως αυτοψυχαναλυτική «ύλη», συνέθεσε ο κορυφαίος Αμερικανός δραματουργός Αρθουρ Μίλερ το τελευταίο του έργο, του οποίου την παράσταση από τη «νέα Σκηνή» του Λευτέρη Βογιατζή στις «Ροές», δεν πρέπει να χάσει κανείς θεατρόφιλος. Ο Μίλερ, αντιμέτωπος με το αναπόφευκτο του θανάτου, έχοντας ζήσει όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα και ανησυχώντας για το πού βαδίζει ο 21ος, με τις «Σχέσεις του κυρίου Πίτερς» επιχειρεί ένα έμμεσο, - μέσα από μια αλληγορική, ελλειπτική αναδρομή στη δική του ζωή - «απολογισμό» του 20ού αιώνα. Ο Μίλερ φιλοσοφεί εφ' όλης της ύλης για τη ζωή και το θάνατο. Μιλά υπαινικτικά για τις αξίες, τις ιδέες, τις δομές, τα ήθη, τις συνήθειες, τις συμπεριφορές, ακόμα και για τον «πατριωτικό» ιμπεριαλισμό της αμερικάνικης κοινωνίας του 20ού αιώνα. Αναδράμει σε μνήμες του από το οικείο και κοινωνικό περιβάλλον του, σε προσδοκίες και απογοητεύσεις του, σε έρωτες και χωρισμούς του, σε πρόσωπα που σημάδεψαν τη ζωή του και των οποίων τα «φαντάσματα» στοιχειώνουν τα γηρατειά του. Αναρωτιέται, μέσα στο σύγχρονο «θολό», συγχυσμένο, απαξιωμένο κοινωνικό «τοπίο», από τι μπορεί να κρατηθεί η ζωή του ανθρώπου, ποιο μπορεί να είναι το σπουδαιότερο «θέμα» της, αν όχι η αγάπη. Ο Μίλερ, με ποιητική διάθεση αλλά και με πικρό χιούμορ, συνθέτει ένα ρευστό πεδίο, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Μεταξύ 20ού και 21ου αιώνα. Μεταξύ ζωής και θανάτου, χρησιμοποιώντας μάλιστα ένα έξοχο εύρημα. Ενα καινούριο ζευγάρι παπούτσια που αγοράζει ο ηλικιωμένος κύριος Πίτερς (προσωπείο του συγγραφέα), για να διαβεί με αυτά από τον «τόπο» της ζωής και της μνήμης στον «ουτόπο» του θανάτου και της λησμονιάς. Η μελαγχολική, εξομολογητική - απολογιστική «διαδρομή» του κυρίου Πίτερς στον αιώνα που πέρασε και στα «θέματα» που τον απασχόλησαν, συνοδεύεται από τη νυν σύζυγό του (Σάρλοτ), την κόρη του (Ρόουζ), το νεαρό μουσικό φίλο της (Λέοναρντ) αλλά κυριεύεται από «στοιχειωμένα» πρόσωπα. Από του πεθαμένου αδελφού του (Κάλβιν), του μεγάλου έρωτά του (Μέριλιν Μονρό) και του πρώτου συζύγου της (Λάρι) και μιας μαύρης, της Αντέλ - αλλά και «στοιχειωμένα» στη μνήμη του περιβάλλοντα, όπως το παλιό αραχνιασμένο τζαζ κλαμπ. Από το «στοιχειωμένο» παρελθόν και πορευόμενος στην αντίπερα όχθη, ο κύριος Πίτερς, αγκαλιασμένος με την κόρη του, ελπίζοντας ότι η αγάπη μπορεί να παραμείνει το κυρίαρχο «θέμα» της ζωής, γαλήνιος περνά στην αντίπερα όχθη.

Το έργο, μεταφρασμένο με ποιητικό αίσθημα από τη Μαρία Λαϊνά, διαδραματιζόμενο στο θαυμάσιο, αφαιρετικά ρεαλιστικό και ταυτόχρονα ονειρικό περιβάλλον που σχεδίασε ο Γιώργος Πάτσας, φωτισμένο ατμοσφαιρικά από τον Λευτέρη Παυλόπουλο και μελισμένο μελαγχολικά από τον Νίκο Κυπουργό, αναδεικνύει την εξελισσόμενη σκηνοθετική ικανότητα, την ευρηματικότητα και την ευαισθησία της Νικαίτης Κουντούρη. Αποτέλεσμα της αγαστής συνεργασίας της σκηνοθέτριας και του τελειομανούς Λευτέρη Βογιατζή είναι οι λιτές, αλλά ουσιώδεις ερμηνείες όλων των ηθοποιών. Οχι μόνον του ταλαντούχου, κυρίαρχου των μέσων του, ώριμου πλέον για δύσκολους ρόλους, ενός από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, Γιάννη Νταλιάνη και των άξιων και έμπειρων Ελένης Κοκκίδου και Αλεξάνδρας Παντελάκη, αλλά και των νέων ηθοποιών. Του αισθαντικού, πολλά υποσχόμενου Χρήστου Λούλη, της πρωτόπειρης, αλλά με αίσθηση του μέτρου Εμιλυ Κολιανδρή, της εκφραστικής στο βουβό ρόλο της Θεοδώρας Τζήμου. Την παράσταση αξίζει να τη δει κανείς και μόνον για να θαυμάσει την απείρου ψυχοδιανοητικού βάθους ερμηνεία του Λευτέρη Βογιατζή. Ο ρόλος του κυρίου Πίτερς προσέφερε μια ακόμη επιβεβαίωση του πόσο σπουδαίος ηθοποιός είναι. Για να αποδείξει και πάλι τη σπάνια υποκριτική στόφα του, αλλά και την ακαταπόνητα, ανικανοποίητα τελειοθηρική επεξεργασία των ρόλων του και στην παραμικρότερη λεπτομέρειά τους.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ