Η στήλη χαιρετίζει το γεγονός ότι το Εθνικό Θέατρο ανέβασε αυτό το (σπανιότατα παιζόμενο, λόγω των τεραστίων καλλιτεχνικών απαιτήσεών του) φιλοσοφικό, κοινωνικό και ποιητικό αριστούργημα (πρωτοπαίχτηκε το 1935 στο Εθνικό Θέατρο και το 1967 από το «Προσκήνιο» του Αλ. Σολομού). Η μετάφραση και κυρίως η σκηνοθεσία αυτού του ποιητικού «ογκόλιθου» αποτελεί μεγάλη εύνοια, αλλά και μεγάλη δοκιμασία για όποιον την αναλαμβάνει. Η πεντάωρη διάρκεια, η πληθώρα προσώπων και οι συμβολικές μεταμορφώσεις τους, ο πολυεπίπεδος χωροχρόνος της πλοκής, η πολυσημία του μύθου, η εξισορρόπηση φανταστικού - πραγματικού, η κατανόηση από τον θεατή της οικονομικοκοινωνικής πορείας του πρωταγωνιστικού προσώπου από τα νορβηγικά βουνά στα πέρατα των θαλασσών, της Αμερικής, της οθωμανικής αυτοκρατορίας, της πτώχευσης και της επιστροφής του στη γενέτειρά του, είναι μερικά από τα πάμπολλα δυσεπίλυτα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαΐδης. Υπολογίζοντας τα δυσβάχτατα αυτά προβλήματα με το σκηνικό αποτέλεσμα θεωρούμε ότι ο Β. Νικολαΐδης επέτυχε να στήσει μια θεαματική παράσταση, να καταστήσει κατανοητό στο θεατή το μύθο, να διασαφηνίσει τις μεταμορφώσεις, το συμβολισμό των προσώπων, να ιστορικοποιήσει την κοινωνική θέση τους, να αναδείξει τα ρομαντικά στοιχεία, αλλά και την καυστικότητα του μύθου και να υπογραμμίσει το τελικό του μήνυμα, ότι «πλούτος» και «ευτυχία» είναι μόνο η ανιδιοτελής αγάπη. Καθοριστικοί συμπαραστάτες του ήταν η ρέουσα μετάφραση -διασκευή του Γιώργου Ξένια, το εξαιρετικής λιτότητας και λειτουργικότητας σκηνικό του Γιώργου Ζιάκα (μια πολυεπίπεδη χοάνη πρόσφορη για τις αλλεπάλληλες χωροχρονικές αλλαγές), άλλοτε ολόφωτο, άλλοτε ατμοσφαιρικά κι άλλοτε μυστηριακά φωτισμένο από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, τα καλαίσθητα, ευφάνταστα κοστούμια της Αφροδίτης Κουτσουδάκη και οι γκροτέσκες μάσκες, η εκφραστική κίνηση της Ερσης Πίττα, η διακριτική ενορχήστρωση της σύνθεσης του Εντβαρντ Γκρηγκ από τον Θόδωρο Καπετάνο και η μουσική διδασκαλία της Ολυμπίας Κυριακάκη.
Ο σκηνοθέτης επέτυχε να ενοποιήσει υποκριτικά το πολυάριθμο ερμηνευτικό σύνολο των μικρών και βουβών ρόλων και να αποσπάσει μερικές πολύ αξιόλογες ερμηνείες. Με σημαντικότερη της Μπέττυς Βαλάση, που με πληθωρική λαϊκότητα, με τρυφεράδα, «νεύρο», χιούμορ, αλλά και δραματικότητα υποδύεται τη μάνα του Πέερ Γκυντ. Η Μαριάνθη Σοντάκη λιτά, αισθαντικά, αέρινα ερμηνεύει την αγνή Σολβέιγ. Ο έμπειρος και ασκημένος στο γκροτέσκο Νίκος Μπουσδούκος αποδεικνύει τη μεταμορφωτική υποκριτική του ικανότητα. Αξιόλογες ερμηνείες καταθέτουν οι Κώστας Ζαχαράκης, Χριστίνα Βαρζοπούλου, Θωμαΐς Ανδρούτσου, Γιάννης Κρανάς, Ιλιάνα Παζαρζή, Δημήτρης Παπαγιάννης, Νίκη Τουλουπάκη.
Αφήσαμε τελευταίο τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο (Πέερ Γκυντ), στον οποίο δόθηκε το προνόμιο να παίξει ένα «γιγάντιο» ρόλο. Ρόλο, τον οποίο δεν τολμούν να ονειρευτούν ούτε οι μεγαλύτεροι ηθοποιοί του κόσμου. Ο Λ. Γεωργακόπουλος, του οποίου το ξεκίνημα υπήρξε ιδιαιτέρως ελπιδοφόρο, κάθε άλλο παρά άμοιρος ταλέντου είναι. Διαθέτει ευαισθησία, πνευματικότητα και σκηνική ακτινοβολία. Ομως, δε συνέχισε να ασκεί και καλλιεργεί τα μέσα του (κυρίως φωνή και άρθρωση), επαναπαύτηκε σε ευκολίες του και τις μανιέρισε στο έπακρο. Το σοβαρότερο, το πιο επικίνδυνο για την τέχνη κάθε ηθοποιού, ανέπτυξε ένα ανεξέλεγκτο υποκριτικό ναρκισσισμό, με τον οποίο αυτοϋπονόμευσε την ερμηνεία του. Ναρκισσευόμενη, δίκην αισθαντικότητας και φυσικότητας, εκφορά του λόγου (μεγάλο μέρος του ρόλου του μισοχάνεται και στις πρώτες σειρές του θεάτρου) και ακατάσχετες, «ζενπρεμιέδικα» ναρκισσευόμενες μικροχειρονομίες γύρω από το πρόσωπό του. Είναι λυπηρό να βλέπεις έναν ταλαντούχο ηθοποιό, ο οποίος θα μπορούσε -όπως διαφαίνεται από ορισμένες σημαντικές υποκριτικές στιγμές του- να επιτύχει πολλά σε αυτή τη μάχη, να παρασύρεται από μια υποκριτική φιλαρέσκεια, την οποία έπρεπε να διακρίνει και να καταπολεμήσει, με αυστηρότητα προς κέρδος της παράστασης και του ηθοποιού και ο σκηνοθέτης. Κάθε σκηνοθέτης πρέπει να αγαπά τον ηθοποιό -συνεργάτη του. Να εμπιστεύεται το υποκριτικό ένστικτο και την πείρα του ηθοποιού. Εξίσου, όμως, πρέπει και να θέτει σε κρίση, σε αμφισβήτηση, σε έλεγχο, και σε απόρριψη τη «σιγουριά», τις ευκολίες και τη σκηνική του «γοητεία».