Τετάρτη 19 Φλεβάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Ο γλάρος» από την «Πράξη»

Την «τιμητική» του έχει φέτος στις ελληνικές σκηνές ο τσεχοφικός «Γλάρος». Η μέγιστη τιμή, όμως, σ' αυτό το έργο -«σπέρμα» των κατοπινών αριστουργημάτων του Ρώσου δραματουργού («Τρεις αδελφές», «Θείος Βάνιας», «Βυσσινόκηπος») και στη θεατρική τέχνη, συντελείται στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας», από το θίασο «Πράξη», με την καθ' όλα σπουδαία παράσταση του Νίκου Μαστοράκη. Η σκηνοθεσία του Ν. Μαστοράκη αποτελεί μια πραγματικά μοντέρνα, απολύτως συγκροτημένη αισθητική άποψη, μια τολμηρότατη και εντελώς καινούρια πρόταση «ανάγνωσης» του συγκεκριμένου έργου, αν όχι μια σκηνική επιτομή αναφορικά με την τσεχοφική δραματουργία, την αλυσιδωτή αλληλουχία (θεματολογίας, ήθους, κλίματος) των τσεχοφικών έργων και των «συγκοινωνούντων δοχείων» μεταξύ των ηρώων του.

Ο Ν. Μαστοράκης απέκλεισε τις συνήθεις - παραδοσιακές, ή «νεοτερίζουσες» - ερμηνείες του τσεχοφικού θεάτρου, ανέτρεψε τη συμβατική σχέση σκηνής-πλατείας, θεωμένων-θεατών και «διάβασε» όλο το έργο σαν «θέατρο μέσα στο θέατρο» και μάλιστα μέσα από δυο πορείες, παράλληλες αλλά και τεμνόμενες. Πορείες, οι οποίες αποκαλύπτουν το «θέατρο» που εμπεριέχει η ζωή και τη «ζωή» που εμπεριέχει το θέατρο. Η σκηνοθεσία ενοποίησε τον εσωτερικό και περιβάλλοντα σκηνικό χώρο και τον μετέτρεψε σε σκηνικό πατάρι, επάνω και κάτω από το οποίο διαδραματίζεται το έργο. Εκτός από το κοινό της παράστασης, «θεατές» όσων συμβαίνουν και λέγονται πάνω στο πατάρι, γίνονται - εκ περιτροπής - και όλα τα πρόσωπα του έργου. Ο Μαστοράκης συνέλαβε μια εξαιρετική ιδέα. Κατεβάζει από τη σκηνή-πατάρι τους ηθοποιούς-ρόλους και, εναλλάξ, τους βάζει να κάθονται στην πρώτη σειρά των καθισμάτων της πλατείας. Καθιστά κάθε ρόλο, θεατή-παρατηρητή-κριτή του «είναι» και του «φαίνεσθαι» των - εκάστοτε - επί σκηνής προσώπων. Ολα τα πρόσωπα του έργου, γίνονται και «θέα» και «θεατές» των άλλων, εκθέτοντας τον ατομικό και συλλογικό βίο τους. Η σκηνοθετική «ανάγνωση» του Μαστοράκη αναδεικνύει μια μεγάλη αλήθεια. Οτι η ζωή είναι μια «σκηνή», όπου, όλοι, άλλοτε είμαστε οι «παίκτες» κι άλλοτε «θεατές». Οτι και ο δημιουργός «θεάται» μέσα από το έργο του. Αναμφίβολα, στο «Γλάρο» διακρίνονται τα πρώτα, γεμάτα οράματα αλλά και πικρίες, δραματουργικά βήματα του Τσέχοφ. Η επίκρισή του για το ανούσιο, μακράν της ζωής και της πραγματικότητας, θέατρο της εποχής του. Η αντιπάθειά του στο «βεντετισμό». Η θλίψη του για τους βασανισμένους περιπλανώμενους θεατρίνους. Η ζωή του και η σχέση του με το θέατρο «τροφοδότησε» το «Γλάρο» του. Ο ίδιος και οι προβληματισμοί του «θεώνται» μέσα από τον Τρέπλιεφ, τη Νίνα, την Αρκάντινα, τον Τριγκόριν. Ο Τσέχοφ όχι μόνο πίστευε αλλά και έκανε το θέατρο «σκηνή» της ζωής.

Η σκηνοθεσία του Μαστοράκη δεν αριστεύει μόνο στη σκηνική υλοποίηση αυτών των στοχασμών. Αποπνέει το ποιητικό ήθος του έργου, χωρίς «ποιητικίζοντα» ευρήματα. Φωτίζει το δραματικό του βάθος, αντιδιαστέλλοντας σ' αυτό μια λεπτή, αποστασιοποιητική ειρωνεία. Ανατέμνει τα πρόσωπα - τα βιώματα, το χαρακτήρα, τις συμπεριφορές, τους πόθους, τις απογοητεύσεις, τις μεταξύ τους σχέσεις - αποκλείοντας από τις ερμηνείες των ηθοποιών μελοδραματισμούς, ωραιοποιήσεις, πόζες, υποκριτικά «κόλπα».

Η παράσταση είναι ένα σύνολο επιτευγμάτων. Η μετάφραση της Ξένιας Καλογεροπούλου, σε σημερινή, άμεση, εύφορη γλώσσα, συνταιριάζει το ρεαλισμό και το ποιητικό «άρωμα» του τσεχοφικού λόγου. Η Ντόρα Λελούδα σχεδίασε ένα απέριττο σκηνικό και κοστούμια με διαχρονικά και εκσυγχρονιστικά στοιχεία, κοστούμια που χαρακτηρίζουν εύστοχα τα πρόσωπα. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου «ενοποίησαν» αρμονικά το σκηνικό χώρο με τους θεατές. Η κίνηση της Μαρίας Αλβανού εμπλούτισε τις υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών. Η σκηνοθεσία καθοδήγησε ευφυώς τις ερμηνείες των ηθοποιών, αλλά και ευεργετήθηκε από αυτές.

Η Αγγελική Παπαθεμελή (Νίνα), με «γυμνή», βαθύτατη αλήθεια, ευαισθησία και απλότητα, ήταν συνταρακτική στη δεύτερη πράξη. Η Μπέττυ Αρβανίτη έκανε μια σπουδαία ερμηνεία, πλάθοντας με οξύτατη αλλά και φινετσάτη ειρωνεία την επηρμένη, εγωπαθή, ωραιοπαθή, νάρκισση, καλοζωισμένη ατομίστρια, Αρκάντινα. Ο Στέλιος Μάινας, απλά, άμεσα, αληθινά, έπλασε τον Τριγκόριν σαν άβουλο, καλοπερασάκια και ερωτικό υποχείριο της Αρκάντινα. Στο «υπέδαφος» της ερμηνείας του διακρίνεται και η αμυδρή σχέση του ρόλου με τον Τσέχοφ, τότε που θεωρούνταν επιτυχημένος πεζογράφος, αλλά όχι και δραματουργός Τσέχοφ. Ο Τσέχοφ, ως νέος αλλά αμφισβητούμενου ταλέντου, δραματουργός Τσέχοφ ενυπάρχει στον Τρέπλιεφ, τον οποίο ερμηνεύει με μεγάλη ευαισθησία, αλλά και κάποιες στιγμές υπερδραματικά, ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος. Αποκάλυψη ήταν ο Παναγιώτης Παναγόπουλος, του οποίου ο Μεντβεντένκο, είναι ένα υποκριτικό «διαμαντάκι». Η Σοφία Σεϊρλή, με πίκρα και χιούμορ, ερμηνεύει την ερωτική στέρηση και ενοχή της Πωλίνας. Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, ηθοποιός με υποκριτικό ταλέντο και πνευματικότητα, πλάθει μια ενδιαφέρουσα, αλλά κάπως ακραία και έντονα «θεατρινίζουσα» Μάσα. Πολύ καλές ερμηνείες καταθέτουν και οι Μπάμπης Γιωτόπουλος, Αλκης Παναγιωτίδης, ενώ στην καθαρόαιμη, σαρκαστική τσεχοφική κωμωδία παραπέμπει ο γραφικός, πληθωρικός επιστάτης Σαμράγιεφ του Γιώργου Χαραλαμπίδη.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ