Τετάρτη 7 Μάη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
ΚΡΙΤΙΚΗ
Νέες σκηνικές δυνάμεις

«Η τριλογία του παραθερισμού»
«Η τριλογία του παραθερισμού»
Ολο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, οι ανοιξιάτικοι μήνες ταυτίζονται με παραστάσεις νέων ή και πρωοεμφανιζόμενων θεατρικών ομάδων, μερικές από τις οποίες δείχνουν να κυοφορούν ελπιδοφόρες καλλιτεχνικές δυνάμεις για το αύριο του θεάτρου μας. Σε τρεις πολύ αξιόλογες παραστάσεις νέων ομάδων θα αναφερθεί η σημερινή στήλη.

Θηλυκή «Πόλις»

Μια εξαιρετικά ελπιδοφόρα έκπληξη ήταν η παράσταση «Ούτος είναι ο αστήρ μου» από την πρωτοεμφανιζόμενη στην Αθήνα θεατρική ομάδα «Πόλις», στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου». Πέντε νέες - με γερή ακαδημαϊκή και καλλιτεχνική παιδεία - καλλιτέχνιδες, κατάφεραν να πλάσουν ένα πολύεδρο, λεπταίσθητο, καθ' όλα πανέμορφο σκηνικό «ποίημα». Το κείμενο της παράστασης βασίζεται σε πεζογραφικά κείμενα των Δημητρίου Βικέλα και Εμμανουήλ Ροΐδη, τα οποία αναφέρονται στις διώξεις και οδύνες της ελληνικής προσφυγιάς - Σμυρνιών, Κυδωνιατών, Χιωτών - λόγω της καταστροφής της Χίου και των Ψαρών από την τουρκοκρατία, στον αγώνα μετεγκατάστασης και βιοπορισμού τους στη Σύρο, την οποία μέσα σε ελάχιστα χρόνια την κατέστησαν μεγάλο ναυτικό, οικονομο-εμπορικό κέντρο αλλά και πανελλαδικό πρότυπο πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Η σύνθεση των κειμένων από την ηθοποιό Αιμιλία Βάλβη, αντανακλά συστηματική ιστορικο-φιλολογική μελέτη, καλλιεργημένη σχέση με τη γλώσσα των δύο συγγραφέων του 19ου αιώνα, και ικανότητα δραματουργικής ανάπλασης των πεζών κειμένων. Η κειμενική σύνθεση, όμως, επουδενί θα καρποφορούσε αν δε γονιμοποιούνταν με την ευφάνταστη, λαογραφικά ρεαλιστική, γυναικείας ευαισθησίας και ποιητικής διάθεσης σκηνοθεσία της Ελένης Γεωργοπούλου. Με την εκφραστικότατη κίνηση - χορογραφία της Πατρίτσια Λάζου. Με τα λευκά, λιτότατα, νεανικά κοστούμια και το αφαιρετικό σκηνικό της Τόνιας Αβδελοπούλου, με τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Λίνου Μεϊτάνη. Προπαντός, καρποφόρησε με την υποκριτική «δροσιά» και αισθαντικότητα των τριών νέων ηθοποιών: Αιμιλίας Βάλβη, Στέλλας Ράπτη και Ρηνιώς Κυριαζή.

Γκολντόνι και «Νέος Λόγος»

«Ούτος είναι ο αστήρ μου», από το θίασο «Πόλις»
«Ούτος είναι ο αστήρ μου», από το θίασο «Πόλις»
Εξαιρετικά φιλόδοξο, παρακινδυνευμένο για νέους καλλιτέχνες, αλλά τελικώς επιτυχές ήταν το φετινό εγχείρημα της ομάδας «Νέος Λόγος» να ανεβάσει (στο «Φούρνο») την τρίπτυχη κωμωδία του τελευταίου και κορυφαίου της κομέντια ντελ άρτε, Κάρλο Γκολντόνι, «Η τριλογία του παραθερισμού», στη διασκευή του μεγάλου αναβιωτή του γκολντονικού θεάτρου Τζόρτζιο Στρέλερ. Βασική «εγγύηση» για να βρεθεί σε καλό δρόμο το εγχείρημα του θιάσου, ήταν η σκηνική προσαρμογή - μετάφραση του έργου από τον εμβριθή και ρηξικέλευθο θεατράνθρωπο Νίκο Χουρμουζιάδη. Η μετάφρασή του αποτελεί «δωρεά» στη γλώσσα μας, καθώς συμπυκνώνει το κοινωνιολογικό υπόβαθρο, το ηθογραφικό πλαίσιο, τη σπαρταριστή κωμική πλοκή, τις φαρσικές εξάρσεις, την καυστική ειρωνεία, τους καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες, τη σπιρτόζα γλώσσα. Με το έργο αυτό (1761), ο Γκολντόνι ολοκλήρωσε ουσιαστικά το πέρασμα από την κομέντια ντελ άρτε, τη λαϊκή παραδοσιακή κωμωδία, στην αστική κωμωδία. Το πέρασμα της σκηνής από τους δρόμους και τις πλατείες, στα σαλόνια. Από τους επί αιώνες διαμορφωνόμενους «μύθους» και τους τύπους -ήρωες της λαϊκής κωμωδίας, στην παρασιτική ψευτοαριστοκρατία και στην αδιαμόρφωτη ακόμα - στο 18ο αιώνα - ανερχόμενη, πάντως, αστική τάξη. Ο Γκολντόνι εμπνεύστηκε την τρίπτυχη αυτή κωμωδία («Η μανία του παραθερισμού», «Οι περιπέτειες του παραθερισμού», «Το τέλος του παραθερισμού»), από τη μανία των Βενετσιάνων - ξεπεσμένων αριστοκρατών και αστών - να επιδεικνύουν την ανώτερη κοινωνική - ταξική τους θέση παραθερίζοντας. Παραθερίζοντας ακόμα και δανειζόμενοι, ακόμα και όταν είναι εντελώς χρεοκοπημένοι. Ακόμα και ζώντας σε βάρος άλλων, ή ερωτοτροπώντας με πλούσιες γραίες, ή κάνοντας τους προξενητάδες. Από το σατιρικό στόχαστρο του Γκολντόνι δεν ξεφεύγει κανένας και κανένα ανθρώπινο χούι, ελάττωμα, παράπτωμα. Η υποκρισία, η επιτήδευση, η επιδειξιομανία, η απατεωνιά, το ψέμα, η ανοησία, η επιπολαιότητα, η βλακεία, η δειλία, η ζηλοτυπία της ξεπεσμένης αριστοκρατίας και των αστών, αποτελούν το κύριο κίνητρο του γκολντονικού μύθου. Και δεν είναι τυχαίο, που τα αθωότερα, τα πιο μυαλωμένα και ερωτικά πιο ισορροπημένα, πρόσωπα του έργου του, είναι το ζευγάρι των υπηρετών.

«Κοντοί άντρες με φούστες»
«Κοντοί άντρες με φούστες»
Στο θαυμάσιο, ευρηματικό, λιτό και λειτουργικό σκηνικό της Αφροδίτης Κουτσουδάκη (της ίδιας είναι και τα καλαίσθητα κοστούμια - σύγχρονα και εποχής), ο νέος σκηνοθέτης Φώτης Μακρής, έστησε μια ενδιαφέρουσα, μοντέρνας αντίληψης παράσταση, που αξιοποιεί την παλιά, πάντα ανθεκτική «συνταγή» του θεάτρου μέσα στο θέατρο (η παράσταση αρχίζει σαν πρόβα και στη συνέχεια σαν παράσταση ενός θιάσου με το έργο του Γκολντόνι) και γεφυρώνει το σήμερα με την εποχή του Γκολντόνι, τη ζωή με το θέατρο. Τα γεφυρώματα αυτά ήταν και εύστοχα και θεατρικά στέρεα και γοητευτικά. Αν κάπου αδυνατούσε η παράσταση ήταν η αργορυθμία μερικών σκηνών και κυρίως ο όχι καλά προφερόμενος από μερικούς ηθοποιούς λόγος, είτε από μη ασκημένο λόγο, είτε χάριν της υποκριτικής «φυσικότητας» υποτίθεται - πράγμα που συνέβη και από την έμπειρη, άξια και κατά τ' άλλα εξαιρετική στο ρόλο της, Αλίκη Αλεξανδράκη. Από το συνολικά πολύ καλό υποκριτικό αποτέλεσμα ξεχώρισαν ιδιαίτερα και η Παναγιώτα Βλαντή (αληθινά φυσική, άμεση, σκηνικά χαριτωμένη), ο Διονύσης Μανουσάκης (σχεδόν ιδανικός για το ρόλο του παράσιτου - ψευτοαριστοκράτη Φερντινάντο), ο Παναγιώτης Μέντης (πλαστούργησε το χαζούλη, δειλό, μειλίχιο Φιλίππο), η Στέλλα Κρούσκα (διαθέτει σκηνική άνεση και ασκημένο λόγο). Συμπαθείς ερμηνευτικά ήταν και οι Αντώνης Κρόμπας, Χριστίνα Μανουσάκη, Φώτης Μακρής, Μένη - Λουίζα Κωνσταντινίδου και Ηλίας Ανδροβιτσανέας.

Οι «Theaterdal»

Παρακινημένη - μάλλον - από το «ανθρωποφαγικό», σκληρά καυστικό έργο του Αμερικανού Νίκι Σίλβερ «Χοντροί άντρες με φούστες» - η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στη Χριστίνα Μπάμπου -Παγκουρέλη - πήρε τη λογοπαικτική επωνυμία της η πρωτοεμφανιζόμενη ομάδα «Theaterdal», της οποίας η παράσταση φιλοξενήθηκε στον «Τεχνοχώρο». Τέσσερις νέοι ηθοποιοί - Λουκία Κατωπόδη, Χρήστος Νάστος, Γιάννης Ξηντάρας, Μαρία Αθηναίου - οι οποίοι μαθήτευσαν στη σχολή του «Εμπρός», θέλησαν να κάνουν την πρώτη θιασική εμφάνισή τους καθοδηγούμενοι από την πρώην δασκάλα τους Ράνια Οικονομίδου, δίνοντας και σε εκείνη την ευκαιρία να πάρει το σκηνοθετικό «βάπτισμα». Η ιδέα τους, όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν άστοχη. Η «δασκάλα» γνώριζε την ιδιοσυγκρασία, την προδιάθεση, τις δυνατότητες των «μαθητών» της και εκείνοι τα δικά της. Ετσι η ώσμωση των καλύτερων στοιχείων «δασκάλας» - «μαθητών» κατέληξε, αφ' ενός σε μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετικά, καυστικής σάτιρας παράσταση, η οποία κατέστησε αυτό το περίεργο, αμφίσημο, βιτριολικό, «μεταμοντέρνο» δραματουργικά, έργο σε καταγγελία της σύγχρονης, εκτροχιασμένης, σχιζοφρενούς, μέχρις εσχάτων διεστραμμένης, αλληλοφαγικής, αυτοκαταστροφικής κοινωνίας και αφ' εταίρου σε πολύ καλές ερμηνείες των τεσσάρων νέων ηθοποιών. Τα πρόσωπα του έργου συμπυκνώνουν ακραία, αλλά βάσιμα, τη σήπουσα αμερικάνικη - δυστυχώς όλο και «παγκοσμιοποιούμενη» - κοινωνία, μέσα από ένα αντρόγυνο, το γιο τους και την ερωμένη του συζύγου. Ο σύζυγος συνηθίζει τη μοιχεία. Η σύζυγος νοιάζεται μόνο για τα λούσα της. Ο καταπιεσμένος πνευματικά και ψυχολογικά γιος της, μεγαλώνοντας σε μια κοινωνική «έρημο», μετατρέπεται σε «ανθρωποφαγικό» τέρας, βιαστής και αθεράπευτος εραστής της μάνας του, ενώ ο σύζυγος και η ερωμένη περιμένουν να γεννηθεί το δικό τους, παρόμοιο, «τερατάκι». Το έργο αυτό ή το αντιμετωπίζεις σαν ένα ωμό, σχιζοειδές ψυχόδραμα, ή σαν σαρδόνια σάτιρα. Η σκηνοθεσία της Ρ. Οικονομίδου κινήθηκε ανάμεσα και στις δύο εκδοχές. Την πρώτη εκδοχή υπογράμμισε το αφαιρετικά «χαοτικό» σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, ενώ η σκηνοθεσία έκλεινε περισσότερο στη σάτιρα, ωθώντας εύστοχα, με εκφραστική ελευθερία αλλά και μέτρο τις πολύ αξιόλογες ερμηνείες των τεσσάρων ηθοποιών, με σημαντικότερη εκείνη του Χρήστου Νάστου, στο πλέον δύσκολο και εξελισσόμενο ρόλο του έργου.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ