«Πλατόνοφ» στο «Βασιλικό Θέατρο» |
«Εργαζόμενα κορίτσια» στο «Αμαλία» |
Το ΚΘΒΕ διαθέτει τρεις υπερσύγχρονες, αξιοζήλευτες, από την Αθήνα, σκηνές. Το πρώην «Βασιλικό Θέατρο» και τις σκηνές στη Μονή Λαζαριστών και στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, σε παραστάσεις των οποίων αναφερόμαστε.
Το «Βασιλικό Θέατρο» διατέθηκε στον, αναμφίβολα, ταλαντούχο σκηνοθέτης Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς για να ανεβάσει, σε δική του διασκευή, το πρωτόλειο έργο του Τσέχωφ «Πλατόνοφ». Εργο που στερείται δραματουργικής οικονομίας, αλλά όχι δραματικής δύναμης και θεματολογικού (ανθρωπολογικού και κοινωνιολογικού) ενδιαφέροντος. Εχοντας δει την εξαιρετική διασκευή - σκηνοθεσία του Μιλιβόγιεβιτς με το ντοστογιεφσκικό «Εγκλημα και τιμωρία», η υπογράφουσα έτρεφε μεγάλες προσδοκίες για την παράσταση του «Πλατόνοφ» (η μετάφραση είναι του Λεωνίδα Καρατζά). Προσδοκίες, που εν μέρει διαψεύστηκαν. Ο Μιλιβόγιεβιτς, ενώ περιέκοψε δραστικά το έργο, τελικώς το επιμήκυνε με την αργόρυθμη σκηνοθεσία του και με μακρόσυρτες και επιτηδευμένες σιωπές ορισμένων ερμηνευτών, ενώ με μερικά υπερρεαλιστικά ευρήματά του (λ.χ. οι σκηνές στο δάσος στο δεύτερο μέρος) «θόλωσε» την πλοκή και κάποια πρόσωπα. Ισορροπούσα μεταξύ της εποχής του έργου και μιας - καλού γούστου είναι αλήθεια - μοντερνιστικής αισθητικής, με τη δημιουργική συμβολή των Γιώργου Γαβαλά (σκηνικό), Κλερ Μπρέισγουελ (κοστούμια), Δημήτρη Καμαρωτού (μουσική), Ανδρέα Σινάνου (φωτισμοί), Αμαλία Μπένετ (κίνηση), η παράσταση εντυπωσιάζει μεν, αλλά δε συνεπαίρνει το θεατή. Από το, γενικά, καλό υποκριτικό επίπεδο, ξεχωρίζουν για το ενδιαφέρον τους οι ερμηνείες των Λυδίας Φωτοπούλου, Γιάννη Τσορτέκη, Πηνελόπης Μαρκοπούλου, Χάρη Τσιτσάκη και για την επάρκειά τους οι ερμηνείες των Δημήτρη Κολοβού, Λάζαρου Ανδρέου, Δέσποινας Μαρτινοπούλου, Μιχάλη Γούναρη, Σάκη Πετκίδη, Παύλου Σαχπεκίδη. Ο Γεράσιμος Μιχελής ενώ φιλότιμα προσπάθησε, στο δεύτερο μέρος δεν άντεξε στο βάρος του καταστροφικού και αυτοκαταστροφικού Πλατόνοφ.
«Αρκαδία» στην ΕΜΣ |
Ο σκηνοθέτης, με τη συμβολή της ρέουσας μετάφρασης (Χρήστος Καρχαράκης), το αφαιρετικό σκηνικό (Απόστολος Βέττας), τα καλαίσθητα κοστούμια εποχής (Χρήστος Μπρούφας), τη λιτά επιβλητική μουσική (Γιώργος Κουρουπός), έστησε μια παράσταση «ακαδημαΐζουσα», αλλά στρωτή και εύληπτη από τον απλό θεατή. Εναρμονισμένες με τη σκηνοθετική «ανάγνωση» ήταν όλες οι ερμηνείες, με ουσιωδέστερες την ερμηνευτική απλότητα και θέρμη του αδικοχαμένου Γιάννη Κυριακίδη, τη δραματική βαρύτητα του Στέφανου Κυριακίδη, την αισθαντικότητα του Μάνου Ζαχαράκου, τη μετρημένη του Βασίλη Σεϊμένη, την πεπειραμένη της Αλεξάνδρας Λαδικού. Σχηματική ήταν η ερμηνεία της Βάσιας Παναγοπούλου.
Στη σκηνή της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, σε σκηνοθεσία - διασκευή του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη και εύγλωττη νοηματικά χιουμοριστικά πολύσημη μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου - Παγκουρέλη, παρουσιάζεται ένα σπουδαίο, μυθοπλασικά και θεματολογικά πολύ πρωτότυπο και ελκυστικό, δαιμόνιου χιούμορ έργο της σύγχρονης αγγλικής δραματουργίας, η «Αρκαδία» του Τομ Στόπαρντ. Ο Στόπαρντ με το έργο αυτό συνθέτει ένα πολλαπλού περιεχομένου «δοκίμιο». Για τα αισθητικά ρεύματα του κλασικισμού και του ρομαντισμού. Τον ορθολογισμό και ανορθολογισμό. Τη λογική και το συναίσθημα. Τη σχετικότητα της αλήθειας και του ψεύδους. Τη σχέση μεταξύ ζωής και Τεχνών. Την ιστορική και φιλολογική έρευνα. Την εξέλιξη των μαθηματικών και της τεχνολογίας. Με πρόσχημα τα παρακάτω ανεξακρίβωτα, από την ιστορικοφιλολογική έρευνα, περιστατικά - την ερωτική συνεύρεση του ρομαντικού ποιητή λόρδου Βύρωνα με τη σύζυγο του ασήμαντου συμπατριώτη του ποιητή Εζρα Τσέιτερ, τη φημολογούμενη μονομαχία του με τον Τσέιτερ, τη φυγή του στο εξωτερικό, και μια καυστική κριτική για το ποιητικό έργο του Τσέιτερ «Η κόρη της Τουρκίας» (υπαινιγμός του Στόπαρντ για την «Κόρη των Αθηνών» του Μπάιρον) ο συγγραφέας πλάθει δύο παράλληλες και διασταυρούμενες μυθοπλοκές, που εξελίσσονται στον ίδιο χώρο, αλλά σε διαφορετικούς χρόνους, ο ένας στο 19ο αιώνα, και ο άλλος στο παρόν.
Καθώς το έργο είναι «δύσβατο», και λόγω των δύο παράλληλων πλοκών και λόγω της πληθώρας αναφορών σε συγγραφείς και έργα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 18ου και 19ου αιώνα, σε «σχολές» της αρχιτεκτονικής, της αρχιτεκτονικής κήπων, και σε ιδιοφυείς «ανακαλύψεις» των Μαθηματικών, της Φυσικής, της Βιολογίας, κ.ο.κ, καθώς το χιούμορ του είναι αδιάκοπα διφορούμενο, η σκηνοθεσία καλείται να επεξεργαστεί μελετήσει επί μακρόν και να επεξεργαστεί στο έπακρο και την παραμικρή λεπτομέρεια του έργου και την απλούστερη λέξη κάθε ρόλου, για να κατανοήσει ο θεατής που δεν έχει τις απαραίτητες φιλολογικές γνώσεις, τουλάχιστον, το θέμα και να γευτεί το διαβολικό, αδιάκοπο χιούμορ του έργου. Δε γνωρίζουμε αν είχε ή όχι ο ταλαντούχος σκηνοθέτης τον επαρκή χρόνο. Η παράστασή του, με τη συμβολή του Γιώργου Σουγλίδη (σκηνικό), της Φωτεινής Δήμου (κοστούμια) έχει ενδιαφέρον και ποιότητα. Δε δείχνει, όμως, λεπτοδουλεμένη. Πάσχει ιδιαίτερα στο λόγο, που δε φθάνει άμεσα και ευκρινώς στο θεατή. Η επιτήδευση στο λόγο, η σχηματική πόζα και το υπερπαίξιμο περίσσεψαν στις περισσότερες ερμηνείες και το χιούμορ έμεινε στα μισά του δρόμου. Εξαίρεση, αποτελούν ο Φίλιππος Σοφιανός, κυρίως, ο οποίος με την υποκριτική του εξυπνάδα και την αίσθηση χιούμορ που διαθέτει ερμήνευσε με φυσικότητα και νοήμον, πληθωρικό χιούμορ το ρόλο του, η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου με την αμεσότητα και το «νεύρο» της, και η νέα ηθοποιός Ερατώ Πίσση, με την υποκριτική ευστροφία και τη σκηνική χάρη της.