Τρίτη 11 Γενάρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
Θέατρο

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Ληρ» στο «Θέατρο Τέχνης»

«Βασιλιάς Ληρ» στο «Τέχνης»
«Βασιλιάς Ληρ» στο «Τέχνης»
Εργο μέγιστης και διαχρονικής σοφίας για τα ανθρώπινα αισθήματα και πάθη, αλλά και για έννοιες που «συνιστούν» - συχνότατα με τραγικό τρόπο - τον ανθρώπινο και κοινωνικό βίο, ο σαιξπηρικός «Βασιλιάς Ληρ», η ερμηνεία του θα αποτελεί πάντα όνειρο κάθε ηθοποιού στο στάδιο της ωριμότητάς του, τότε που τα δικά του, μακρόχρονα, βιώματα της ζωής και καλλιτεχνικής δημιουργίας του αποζητούν να εκφραστούν, να στοχαστούν, να μετουσιωθούν, να μεταλαμπαδευτούν μέσα από ένα έργο τέχνης μεγάλης πνοής και ποίησης.

Αυτή την αποζήτηση, αυτή τη βαθύτατη, συγκινητική ανθρώπινη και καλλιτεχνική ανάγκη, αντανακλά και η επιλογή του έργου και η σκηνοθετική ανάγνωση, αλλά κυρίως η ερμηνεία του τραγικού Ληρ από τον Γιώργο Λαζάνη. Είναι ολοφάνερο ότι από αυτή την ανάγκη και όχι με την έπαρση της καλλιτεχνικής ωριμότητας θέλησε ο Γ. Λαζάνης να αναμετρηθεί, σκηνοθετικά και υποκριτικά, με το αριστούργημα τραγωδία του ελισαβετιανού ποιητή, «διαβάζοντάς» τη στοχαστικά σαν μια διαχρονική, πανανθρώπινη, παντοτινά επίκαιρη τραγωδία του ανθρώπου και της κοινωνίας του. Ο Λαζάνης, με «συνεργούς» την ενδιαφέρουσα, σύγχρονης αντίληψης, λιτά ρεαλιστικής, χωρίς ποιητικίζουσες επιτηδεύσεις γλώσσας, μετάφραση του Διονύση Καψάλη, τα αχρονικά κοστούμια και το αφαιρετικότατο σκηνικό του Κυριάκου Κατζουράκη, το ατμοσφαιρικά φωτισμένο από τον Λευτέρη Παυλόπουλο και την υποβλητική μουσική του Νίκου Κυπουργού, με τους «σκοτεινούς», επί σκηνής, ζωντανούς ήχους του κοντραμπάσου, αφαίρεσε από την «όψη» της παράστασης και των ρόλων κάθε μεγαλοσχημία. Ζητούμενο της ανάγνωσής του δεν ήταν η τραγωδία ενός βασιλιά, αλλά η ανθρώπινη και κοινωνική τραγωδία, που μπορεί να προκαλέσει κάθε άνθρωπος, ιδιαίτερα όποιος διαθέτει εξουσία, με την έπαρση, την εγωπάθεια, την άκριτη ευπιστία, την αυταρχικότητα, την εθελοτυφλία του απέναντι στο ψεύδος και την κολακεία, την αστοχασιά του. Ως γονιός και βασιλιάς ο Ληρ, με την «τρέλα» του να διαμοιράσει - συναισθηματικά ασυλλόγιστα και πολιτικά άκριτα - την περιουσία του και την εξουσία του στις δύο άθλιες υποκρίτριες κόρες του που τον κολακεύουν με την άμετρη «αγάπη» τους, αποκληρώνοντας την τρίτη, δυσαρεστημένος από το μέτρο της αλήθειας της, όχι μόνο θα «πληρώσει» με τραγικό τρόπο το λάθος του, αλλά θα συμπαρασύρει σε μια αλυσιδωτή συντριβή όλο το ανθρώπινο περιβάλλον του, θέτοντας σε κίνδυνο και τη χώρα του. Αυτό το μέγα δίδαγμα, υπογραμμισμένο χωρίς ρητορικό διδακτισμό, αλλά δοσμένο έμμεσα με μια ανθρωπολογικού, κοινωνιολογικού και πολιτικού περιεχομένου σκηνοθετική και υποκριτική σύνθεση, αναδεικνύει η σεμνή, χαμηλόφωνη, στοχαζόμενη, ατμοσφαιρική, χωρίς υπερβάλλουσες δραματοποιήσεις, παράσταση του Γ. Λαζάνη. Μια παράσταση, που καθιστά εξαιρετικά οικεία την τραγωδία του Ληρ.

«Ψυχολογία Συριανού συζύγου» στο «Χυτήριο»
«Ψυχολογία Συριανού συζύγου» στο «Χυτήριο»
Με μια τέτοια διακριτικά σύγχρονη, φιλοσοφική, πολιτικοκοινωνική, αλλά και αληθινά αισθαντική «ανάγνωση», δε θα μπορούσε παρά να είναι ο Ληρ του Γ. Λαζάνη ένας απόλυτα ανθρώπινος, ένας σύγχρονός μας τραγικότατος άνθρωπος, και παράλληλα ένας πολιτικός ηγέτης, αθεράπευτα πικραμένος, καθώς κάνοντας τον απολογισμό των λαθών του διάγει το τέλος του βίου του έρημος. Στερημένος από όσους τον αγαπούσαν και τον σέβονταν, αλλά δεν τον κολάκευαν και προδομένος από όσους, εξ αιτίας της κολακείας τους, τους εμπιστεύτηκε την εξουσία του και την ίδια τη ζωή του. Την ερμηνευτική «ανάγνωση» του έργου συνολικά και του Ληρ ειδικά, στηρίζουν τα μέγιστα οι ερμηνείες του Περικλή Καρακωνσταντόγλου (δυναμικός, αλλά και συναισθηματικός Κεντ), της Κάτιας Γέρου (τρυφερά αισθαντική Κορδέλια), του Δημήτρη Οικονόμου (μελαγχολικότατος Τρελός). Στέρεες ερμηνείες καταθέτουν και οι έμπειροι Παντελής Παπαδόπουλος, Γιάννης Δεγαΐτης, Νινή Βοσνιάκου και Κώστας Μπάσης, ενώ ενδιαφέρον και μέτρο παρουσιάζουν οι ερμηνείες και, μάλιστα, στους πολύ «επικίνδυνους» ρόλους του Εντμουντ και Εντγκαρ, των ολιγόπειρων ηθοποιών Νίκου Αρβανίτη και Χρήστου Λούλη.

Ροΐδης στο «Χυτήριο»

Η σκηνική μεταφορά διηγηματικών και αφηγηματικών κειμένων κορυφαίων δημιουργών των ελληνικών γραμμάτων, κατακτά όλο και περισσότερο έδαφος, καθώς και οι καλλιτέχνες του θεάτρου και το κοινό ανακαλύπτουν την αξία και την πολύπλευρη γοητεία των κειμένων των «θεμελιωτών» της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Λ.χ., του Παπαδιαμάντη, του Βυζιηνού, του Ροΐδη. Τα εξαιρετικά επιτυχή σκηνικά εγχειρήματα της Α. Κοκκίνου με τον Βυζιηνό και του Σ. Χατζάκη με τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, εζήλωσαν - και δικαίως - οι δημιουργοί του πανέμορφου θεατροχώρου «Χυτήριο», Μιχάλης Μητρούσης και Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, ανεβάζοντας φέτος το, ελάχιστα γνωστό στις νεότερες γενιές, διήγημα του Εμμανουήλ Ροϊδη «Ψυχολογία Συριανού συζύγου». Ενα διήγημα - ψυχογράφημα και ταυτόχρονα που ηθογραφεί με διαβολεμένα σαρκαστικό χιούμορ την αστική και μικροαστική κοινωνία της ακμάζουσας, κατά το 19ο αιώνα, Σύρου, με θέμα τις ανδροκρατικές αντιλήψεις περί του γάμου, τον έρωτα και τη ζηλοτυπία. Ηρωας του Ροϊδη είναι ένας μικροαστός, που παντρεύεται μια όμορφη Σμυρνιά, ελπίζοντας ότι μετά τις απολαύσεις ενός μήνα μέλιτος, αφ' ενός, θα είναι ήσυχος με μια αφοσιωμένη, κλεισμένη στο σπίτι της, σύζυγο και, αφ' ετέρου, θα μπορεί να συνεχίσει ελεύθερος, εκτός σπιτιού, τις παλιές απολαύσεις του. Ενας σύζυγος με τέτοιες αντιλήψεις πρέπει να βρει το «μάστορή» του. Και κατά το διήγημα του Ροΐδη, ο Συριανός τον βρίσκει από την αχόρταγα κοκέτα, φιλάρεσκη, γλεντοκόπα σύζυγό του, που, αντί για ρουτινιάρη σύζυγο, τον μετατρέπει σε αθεράπευτα ζηλότυπο εραστή, που φοβάται και τον ίσκιο του και για να κρατήσει τη γυναίκα του πιστή, μακριά από κάθε ενδεχόμενο εραστή, ικανοποιεί την κοκεταρία, τη φιλαρέσκεια, όλες τις επιθυμίες της, ξοδεύοντας σιγά σιγά μια ανέλπιστη χρηματική κληρονομιά, την οποία σκόπιμα απέκρυψε από τη γυναίκα του.

Η γοητεία του κειμένου αυτού δε βρίσκεται μόνο στο τολμηρό του θέματος, γιατί ήθελε τόλμη για να σαρκάσει κανείς το 19ο αιώνα τις ανδροκρατικές αντιλήψεις. Βρίσκεται και στην ηθογραφική και ψυχογραφική δεινότητα, αλλά και στη γλώσσα, στο ήθος και το ύφος της. Μια γλώσσα λογία βέβαια, αλλά κάθε άλλο παρά αποστεωμένη. Μια γλώσσα πλασμένη με τους χυμούς της ζωής, της κοινωνικής καθημερινότητας της εποχής της.

Το μονολογικό διήγημα, ατόφιο, δηλαδή αδιασκεύαστο, αναπαραστημένο επί σκηνής από τον ζηλιάρη σύζυγο και με μόνα σχεδόν βουβά πρόσωπα τη σύζυγο και τον παλιό αγαπημένο της, στη σκηνή του «Χυτηρίου», σκηνοθετήθηκε με έμπνευση, αλλά και μέτρο από τον Τάκη Σπετσιώτη και χορογραφήθηκε εκφραστικά από τη Ροδόπη Κούβαρη. Στο όμορφο, λιτό, ευρηματικό σκηνικό του Γιώργου Ασημακόπουλου, ο Μιχάλης Μητρούσης «γλεντά» υποκριτικά με τον Συριανό σύζυγο. Ο λόγος, η κίνηση, η έκφραση, οι γκριμάτσες του, είναι ένας σαρδόνιος σαρκασμός της νοοτροπίας, αλλά και του παθήματος του ζηλιάρη συζύγου. Τη σύζυγο υποδύεται, με εκφραστική χάρη, η Θεοδώρα Σιάρκου, και τον πρώην αγαπημένο της ο Λεωνίδας Χρυσομάλλης.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ