Κυριακή 4 Σεπτέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΠΑΙΔΕΙΑ

ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Ο Μαυροθαλασσίτης

(και το περιβόλι του)

ΠΑΝΩ από τριάντα χρόνια χαροπάλευε με τη θάλασσα ο καπετάν - Γιάννης ο Κοζεβέρος. Αξιος ναυτικός, ταξίδευε σε μακρινούς τόπους, μα πιότερο απ' όλα η σκούνα του είχε δουλέψει τη Μαύρη Θάλασσα και τα λιμάνια της. Ταξίδια δύσκολα και μερικές φορές μπροστά του ο θαλασσοπνιγμός.

ΣΤΑΜΑΤΟΥΣΕ του Σταυρού και ξανάρχιζε με τα Φώτα, πολλά χρόνια η ίδια ρότα, μέχρι που 'φτασε η ώρα του ξεμπάργκου και της σύνταξης. Αβολο και δύσκολο για το ναυτικό να βάλει τελεία στη ζωή της θάλασσας μ' όλες τις πίκρες τις φαρμακερές, που έχει, ούτε ήταν από κείνους, που θα γινόταν πια πρεφαντζής... Ο μπαρμπα - Γιάννης είχε από τα πατρογονικά ένα μεράδι κτήματα σε μια πλαγιά και πάνω στο χώμα και την άγρια πέτρα του έσκυψε και το δούλεψε μ' όλη την ψυχή και το 'κανε περιβόλι.

ΕΙΧΕ κοκκινόχωμα μαζί με πέτρα κι εκεί πάνω φύτεψε το αμπελάκι του ρομπόλα, μαυροδάφνη, αλλά και μπόλικα άλλα σταφύλια επιτραπέζια, που τρυγούσε ο νοικοκύρης, αλλά κι οι περαστικοί, καθώς πήγαιναν στο γιαλό, στα Λέπεδα.

ΗΤΑΝ ένα πρότυπο μικρού περιβολιού του καπετάνιου το αμπελάκι. Ολούθε δέντρα, συκιές, κορομηλιές, και σταφύλια κάθε ποικιλίας. Ερεθιστικά τα φορτωμένα κλαδιά προκαλούσαν το διαβάτη. Κι αυτός άπλωνε το χέρι για να δοκιμάσει την ωριμότητά τους.

Ο ΜΠΑΡΜΠΑ - ΓΙΑΝΝΗΣ, ξακουστός για τη ναυτοσύνη του, έμοιαζε με τον Αϊ-Λια, που μπροστά στις περιπέτειες στις οποίες είχε ζήσει πάνω στα κύματα μια μέρα άρπαξε το κουπί και τράβηξε στα ψηλώματα, ως εκεί, που το μάτι δεν ξαγνάντευε θάλασσα και κύμα. Το περιβολάκι, όμως, που ανάστησε στην πλαγιά αντίκριζε θάλασσα, κύμα, καράβια να πηγαινοέρχονται σαν πυγολαμπίδες. Κι ακόμα, έφτανε κοντά του ο βόγκος της θάλασσας, του ανοιχτού πελάγους.

ΕΚΕΙ κάθε καλοκαίρι, όταν έφτανε του κάμπου η ώρα, με επιδέξια αξιοσύνη, έστηνε την τραγάτα του, το χόρτινο υψωμένο δωμάτιο με φτέρες κι άλλα υλικά κι έτσι αποχτούσε το παρατηρητήριό του και ξαγνάντευε αυτούς που είχαν μακρύ χέρι και «τρυγούσαν» από τα ξένα. Εμείς όλοι, γνώριμοι από τα σπίτια και τα συγγενολόγια, σταματούσαμε για λίγο στην τραγάτα του, ξεδιψούσαμε, μας πρόσφερε από του περιβολιού τα καλά του. Και μετά, μας «φόρτωνε» χαιρετίσματα για όλο το χωριό και φρόντιζε να μην ξεχάσει κανένα. Κι εμείς ξεθεωμένοι από το πολύωρο κολύμπι πιάναμε την πλαγιά για να μπούμε στο χωριό, την ώρα, που ο ήλιος βούλιαζε στο πέλαο.

ΗΤΑΝ ένα αυγουστιάτικο πρωινό, που ο καπετάν - Σταύρος ξύπνησε βαθιά χαράματα το χωριό, καθώς με τις δυνατές φωνάρες αναζητούσε εκεί στο γνώριμο αμπελάκι του την τραγάτα του. Ερχόταν από την πολιτεία και τα μάτια δεν αντίκριζαν από μακριά το χόρτινο εκείνο σπιτικό, που κάθε χρόνο έστηνε στη γωνιά του αμπελιού.

ΜΠΗΚΕ στο χτήμα κι ο γερο - θαλασσόλυκος δεν είχε πια αμφιβολία πως η τραγάτα είχε πια γίνει άφαντη. Ο καλοσυνάτος άνθρωπος, που συχνά έμπαινε κι αυτός σ' αστεία και πειράγματα, ετούτη τη φορά φούντωσε κι αγριεμένος άρχισε να γυρεύει την τραγάτα του, προεξοφλώντας πως του χωριού η νεολαία, που ανεβοκατέβαινε το στρατώνι για τη θάλασσα, μόνον αυτοί μπορούσαν να ξεσηκώσουν ολόκληρο το χόρτινο σπιτικό του. Θέλω την τραγάτα μου, φώναζε.

Η ΠΑΡΕΑ σε λίγο σκορπίστηκε στα γύρω κτήματα κι ύστερα από λίγο είδαν να φέρνουν τέσσερις γεροδεμένοι την τραγάτα στη θέση, που την είχε στήσει ο καπετάνιος, όλα όπως τα 'χε ρυθμίσει ο μπάρμπα - Σταύρος και που τα 'θελε όλα στην εντέλεια.

ΤΟ ΑΣΤΕΙΟ που ξεπέρασε αυτή τη φορά όλα τα προηγούμενα τέλειωνε ξανά με της γης τα φιλοδωρήματα, που έστελνε για το κάθε σπιτικό του χωριού ο καπετάνιος. Ηξερε για το καθένα όλα τα χρειαζούμενα και για μας, που σχεδόν καθημερινά του ξεκλέβαμε αχλάδια, κορόμηλα και σταφύλια, είχαμε μερίδιο και στα λαχανικά, που ήταν περιζήτητα εκείνη την εποχή κι απαραίτητα και τα λεμόνια, που κι αυτά ήταν στο νησί, τότε, σπάνια.

ΚΑΝΑΜΕ μια στάση ανάσας κοντά διακόσια μέτρα ψηλά πάνω σε μια βραχούρα, που την αγκάλιαζαν μερσίνες και κάππαρη κι από κει όλοι μαζί τον χαιρετούσαμε: Γεια σου μπάρμπα - Σταύρο... Κι εκείνος, που μας έβλεπε παραταγμένους πάνωθέ του, μας αντιχαιρετούσε σαν να κρατούσε το τιμόνι της μπρατσέρας του κοντά στην τραγάτα φωνάζοντας:

- Στο καλό ζαγάρια μου και το νου σας στη θάλασσα. Είναι ξελογιάστρα, να τη φοβάστε. Και σαν καπετάνιος σκαρφάλωσε στην τραγάτα του...


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ