Υπάρχουν, όμως, και βαθύτερες αιτίες που έχουν τις ρίζες τους χρόνια πριν. Η βόρεια και η νότια Υεμένη υπήρξαν δύο ξεχωριστά κράτη με εντελώς διαφορετική πολιτική παράδοση και πορεία. Ο βορράς, ένα νομαδικό, στρατιωτικό και ισλαμοκρατούμενο κράτος, υπέγραψε ενωτική συνθήκη με τη Λαϊκή Δημοκρατία της (νότιας) Υεμένης, την πρώην αγγλική αποικία που είχε εξελιχθεί στη μοναδική αραβική χώρα που προσπαθούσε να οικοδομήσει ένα διαφορετικό κοινωνικό σύστημα, το Μάη του 1990. Οι πολιτικές και πολιτιστικές διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών έλαβαν διαστάσεις χάους και οδήγησαν σε ένα σαρωτικό εμφύλιο το 1994, που κατέληξε στην επικράτηση του πολυπληθέστερου και ισχυρότερου, στρατιωτικά, βορρά, λόγω και της εξωτερικής βοήθειας από ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Εκτοτε, η νότια Υεμένη, εκτός από το στρατιωτικό αυταρχισμό, βυθίστηκε ακόμη περισσότερο και στη φτώχεια, καθώς όλο το βάρος της οικονομικής ανάπτυξης δόθηκε στο βορρά. Η κατάσταση αυτή κράτησε ανοιχτές τις πληγές που οδήγησαν στον εμφύλιο, με αποτέλεσμα ανά διαστήματα να υπάρχουν λαϊκές εκρήξεις που πνίγονται στο αίμα.