Πέμπτη 30 Οχτώβρη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Νισάφι...

Νέος και δυνατός. Πατάει στη γης και η πατούσα του στάμπα πάνω της. Μιλάει και ευφραίνεσαι άρθρωση. Δουλεύει και χαίρεται ολάκερος ο κάμπος. Συντροφεύει και καταλαβαίνει η παρέα τι θα πει φαγητό, πιοτό, τραγούδι, χορός. Ξεχειλίζει ζωή. Εχει εκείνα που δεν έχουμε εμείς. Τον αγαπάμε.

Μπήκε στητός. Δε χαιρέτησε. Είπε: ο ταχυδρόμος πέθανε. Δεν καταλάβαμε. Είπε: ο αγωγιάτης πέθανε. Και καταλάβαμε. Το δείξαμε μ' ένα βροντερό γέλιο. Ζουν τα παιδιά τους, φώναξαν κάποιοι. Ας είν' καλά, απάντησε άλλος. Είχαμε ευχάριστη διάθεση. Μπορεί και από το μπρούσκο κρασί.

Καφετζή, φώναξε ο ακριανός. Βάλε κείνο το σιντάκι. Ξέρεις. Και μένα οι παππούδες μου ήταν αγρότες. Πήραμε να το τραγουδάμε με περιπαιχτικά υπονοούμενα. Χαϊβάνια δεν είμαστε. Καταλαβαίνουμε.

Παμπόνηρος ο καφετζής. Εβαλε, και δυνατά μάλιστα, κείνο το τραγούδι, που λέει: Χάιντε θύμα/ χάιντε ψώνιο/ χάιντε σύμβολο αιώνιο/ Σαν ξυπνήσεις μονομιάς/ Θα 'ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.

Κοιταχτήκαμε. Λες να 'μαστε χαϊβάνια; Ρώτησε ένας. Ψώνια, σίγουρα, απάντησε ο διπλανός του κι άρχισε φάλτσα να τραγουδάει. Σε λίγο κι εμείς μουρμουριστά. Τα λόγια κατανοητά. Το σκοπό τον πιάσαμε. Απ' την αρχή και δυνατά, πιο δυνατά, προστάζαμε όλοι μαζί τον καφετζή.

Σηκωθήκαμε όρθιοι. Αλλος με το ποτήρι στο χέρι. Αλλος με το αναμμένο τσιγάρο να του καίει το δάχτυλο. Τραγουδούσαμε και θυμώναμε. Γεια στο στόμα σου, Ξυλούρη, φώναξε κάποιος κι άδειασε το μπρούσκο κρασί στο χώμα, σπονδή σωστή. Ζήτω ο Βάρναλης, είπε ο νέος και δυνατός άντρας. Βραχνιάσαμε. Αποκάμαμε.

Μια θλίψη μας τύλιξε. Ολοι για το λαό μιλάνε. Γι' αυτόν πασκίζουν. Κι αυτός, εμείς δηλαδή, απ' το κακό στο χειρότερο. Αν καλογέρευα, είπε ένας, μπορεί να 'μουν Εφραίμ. Ε, και; τον έκοψε ο διπλανός του. Θα σας ευλογούσα, ρε, απάντησε θυμωμένα. Δε γελάσαμε.

Με το φτυάρι τα λεφτά στους τραπεζίτες. Με φιρμάνια και χρυσόβουλα πουλιέται η γη μας. Και να σου λέει, είμαι ταχυδρόμου γιος ή αγωγιάτη γιος. Τι άλλο θ' ακούσω, δεν ξέρω, μονολόγησε ένας από μας. Ντιπ για ντιπ χαϊβάνια είμαστε, απάντησε άλλος. Κοιμόμαστε ξύπνιοι. Αυτό είναι.

Θύμα, ψώνιο, σύμβολο αιώνιο, το πιάνετε; Ρώτησε ο ακριανός. Και το άλλο; Θα 'ρτει ανάποδα ο ντουνιάς, και μάλιστα μονομιάς, αν ξυπνήσουμε; Το 'πιασες; Του απάντησε ο δίπλα του.

Είτε χαϊβάνια, είτε θύμα, ψώνιο, σύμβολο, άρχισε να μιλάει ο νέος και δυνατός άντρας, εγώ καταλαβαίνω πως είμαστε η κοπριά, που θρέφει όλα αυτά. Αν ξυπνήσουμε...

Αρχίσαμε να μιλάμε με πίκρα και ντροπή. Αξιοι άνθρωποι. Δουλευταράδες, Παραγωγοί. Τίμιοι. Γιατί μας αδικούν; Την αμαρτία μου θα σας την πω, ξαναμίλησε ο νέος και δυνατός άντρας. Την Αλέκα την κατάλαβα, τους άλλους όχι. Κατάλαβα και νιώθω σα να ξύπνησα.

Τον κοιτάξαμε. Γαλήνιο το βλέμμα του. Κι εμείς χαϊβάνια; Θύμα; Ψώνιο; Σύμβολο αιώνιο; Νισάφι. Α, μα πια, είπε ένας από μας και σηκώθηκε. Σηκωθήκαμε κι εμείς. Α, μα πια. Νισάφι! Αυθόρμητα και ειλικρινά το είπαμε.


Ιορδ. Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ