Σάββατο 24 Ιούνη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Οι μπαρμπα-Θανάσηδες

Μίλησα σε προηγούμενο κείμενό μου, αναφερόμενος σε δυο επώνυμους συντρόφους, για πρότυπα και σύμβολα που έχουμε εμείς οι κομμουνιστές. Πηγές έμπνευσης και μπούσουλες επικοινωνίας που πρέπει ν' ακολουθούμε, να παραδειγματιζόμαστε, κι αν χρειαστεί, να μνημονεύουμε.

Ομως, τα μεγάλα μας πρότυπα, αυτοί που άνοιξαν με το σπαθί στο ένα και τη δάδα στο άλλο χέρι για να φωτίσουν, τα μεγάλα δύσβατα μονοπάτια της δόξας. Αυτοί που γέμισαν με τα κουφάρια τους τα πεδία των μαχών, αυτοί που έπεσαν κάτω από τις ριπές του εκτελεστικού αποσπάσματος, που στήθηκαν στις κρεμάλες ή με τα κεφάλια κομμένα στους φανοστάτες, δεν είναι - μόνο - η πληθώρα των επωνύμων, αλλά είναι και η απέραντη στρατιά των ανώνυμων μαρτύρων, των πιστών και κολασμένων αυτού του ανεξάντλητου σε δύναμη και πάθος αγώνα.

Κι άλλες φορές μου δόθηκε η ευκαιρία ν' αναφερθώ και να υμνήσω τους άξιους και σεμνούς αυτούς συντρόφους, τους σχεδόν ογδοντα-ενενηντάρηδες (σήμερα), αυτούς που συναντώ πρώτους στις διαδηλώσεις και τις απεργίες, πρώτους στις Πρωτομαγιές και τις άλλες εκδηλώσεις, πρώτους ακόμα και στην πορείες ειρήνης, πολλές φορές με τις μπαστούνες αλλά και με τα κουπόνια στο χέρι. Αυτούς που την εποχή της καταστροφής του αρχείου του Κόμματος το '94, την έστηναν από τα ξημερώματα πάνω στο πατάρι καθαρίζοντας μέχρι αργά που νύχτωνε, με τις ιστορίες και τα καλαμπούρια τους.

Τούτες τις μέρες έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο «Με συντροφικούς χαιρετισμούς», υπογραμμένο από έναν απ' αυτούς της στρατιάς των ανώνυμων αγωνιστών, τον Θανάση Γοργόλη ή μπαρμπα-Θανάση, που δε γνωρίζω ακόμα γράφοντας τούτες τις αράδες εάν ζει ή πέθανε. Οχι μόνο το διάβασα, αλλά κυριολεκτικά το ρούφηξα. Κι αισθάνθηκα μειωτικά. Εμείς, τι είμαστε εμείς; Μήτε καν τις χειροπέδες που φόρεσαν αυτοί δε φορέσαμε.

Ο μπαρμπα-Θανάσης από την εποχή του '30 ακόμη, τότε με τις πρώτες απεργίες και τις πρώτες προκηρύξεις, ήταν στον αγώνα. Στο Γκάζι, στη γέφυρα της Κολοκυνθούς, στο Λαναρά, στους σταθμούς των τρένων, στα καπνεργοστάσια. Τότε που χτύπησε τις καμπάνες του Αγ. Αντωνίου στο Περιστέρι να μαζευτεί ο κόσμος στην κηδεία κάποιου δολοφονημένου συντρόφου. «Ηρθαμε σε σύγκρουση με την αστυνομία - λέει. Εμείς ρίχναμε πέτρες κι αυτοί έριχναν στο ψαχνό». Κι ύστερα η μεταξική δικτατορία, εξορίες, ρετσινόλαδα και φυλακίσεις.

Ομπαρμπα-Θανάσης ήταν ο άνθρωπος για όλα τα θελήματα, για όλες τις δουλιές, ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Πρόθυμος, ακούραστος, δραστήριος. Ολες οι μεγάλες προσωπικότητες του αγώνα πέρασαν από τα χέρια του, να τους προωθήσει μέσα από αδιάβατα μονοπάτια και κατσικόδρομους στο βουνό, στα Κρώρα και τα Ντερβενοχώρια - όπως έλεγε. Και ποιους δε συνάντησε... Τον Αρη, τη Χρύσα, την Καίτη Ζέβγου, τον Σιάντο, τον Ιωαννίδη, τον Σαράφη, τον Χαρίλαο, τον Τζήμα, τον Ορέστη, τον Διαμαντή, τον Πέτρο Ρούσσο, τον Μάντακα, τον Χατζή, τον Πορφυρογένη. Ολοι απ' τα... χεράκια του περάσανε, ακόμα και αστοί υπουργοί και βουλευτές που ήταν αιχμάλωτοι..!

Αγώνες... αγώνες... αγώνες, πικρό ψωμί δε χόρτασε. Ολες οι φυλακές και οι τόποι εξορίας της Ελλάδας δικοί του. Δις εις θάνατον, πέντε ισόβια.

Τι να πρωτοπώ και να γράψω, ο χώρος δε μου φτάνει. Χωρίς καμιά ιδιοτέλεια, χωρίς κάποια απαίτηση. Μόνο η μεγάλη πίστη, μόνο το μεγάλο του πάθος, για το Κόμμα, για τον αγώνα, για το μεγάλο όραμα και ιδανικό.

Τέτοιοι μπαρμπα-Θανάσηδες υπάρχουν πολλοί!


Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ