Μας σοβάρεψε ο λόγος του κι έτσι σιωπήσαμε. Κάποιος ρώτησε, πόσοι από εμάς είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες; Κοιταχτήκαμε. Αϊντε να χαθούν, σιχτιρίσαμε. Πάνε να μας αφανίσουν.
Εχουμε μιαν αβάσταχτη θλίψη. Αυτοδικαζόμαστε βουβά. Δεν κοιταζόμαστε στα μάτια. Αποφεύγουμε να μιλήσουμε στη γυναίκα μας. Τα παιδιά μας μάς παρακολουθούν. Κι η σκασμένη η τηλεόραση να δείχνει τρακτέρ κι ανθρώπους σαν κι εμάς, που 'χουν μάτια κόκκινα απ' την αγρύπνια. Αλλοι στα μπλόκα κι εμείς στο καφενείο. Ντροπή!
Είμαστε κιοτήδες, μίλησε ένας κι άναψε τσιγάρο. Ντρέπομαι, είπε άλλος κι άδειασε το τσίπουρο μονοκοπανιά. Τι θα γίνει άραγε; αναρωτήθηκε τρίτος.
Μιλούσαμε ασύντακτα, χωρίς να κοιταζόμαστε. Και η Μπιτζέλω, πώς στην ευχή τη λένε, να σε βρίζει. Πολύ με θύμωσε, φώναξε ο ακριανός. Θα στήσω και μόνος μου μπλόκο. Ακόμα δεν πληρωθήκαμε τα ροδάκινα. Το είπε κι έφυγε. Σηκωθήκαμε κι εμείς. Δεν είχαμε τι να πούμε. Μήτε καληνύχτα.
Το χωριό, πριν ακόμα φέξει, ξύπνησε για τα καλά. Τα τρακτέρ δούλευαν. Ακουγες μαρσάρισμα. Μαρσάριζες κι εσύ, λες κι έδινες «παρών». Σ' άκουγε άλλος κι έκανε το ίδιο. Βρεθήκαμε στην πλατεία. Κανείς δεν πήγαινε για δουλειά. Εφοδιαστήκαμε τσιγάρα. Γράφτα, είπαμε οι περισσότεροι.
Πάμε, φώναζε ο σγουρομάλλης μας. Κάποιος, που ήταν στο τέλος, σήμανε την καμπάνα δυνατά, γρήγορα. Μας πρόλαβε γκαζώνοντας το τρακτέρ.
Στο τρίστρατο στήσαμε το μπλόκο μας. Πρώτος επισκέπτης το «100» της Αστυνομίας. Μαθεύτηκε. Σηκώθηκε το δικό τους χωριό και το δικό μας πίσω; Ντροπή μας, φώναξε ένας κι έφυγε απ' το καφενείο, αφήνοντας μισό τον καφέ του. Γύρισε με το τρακτέρ. Πάω, είπε. Πάμε, είπαν.
Οι γυναίκες μας άναψαν τους φούρνους. Ζυμώνουν. Ανοίγουν φύλλο. Ζεστά ψωμιά, ζεστές πίτες. Μας παραστέκονται. Τα παιδιά μας, αχ τα παιδιά μας, ψήλωσαν και περηφανεύονται για μας. Πήγαινε να κοιμηθείς λίγο, πατέρα. Θα κάτσω στο ταμπούρι σου. Τ' αγαπάμε αλλιώτικα.
Θα βγούμε κερδισμένοι, ό,τι κι αν γίνει.