Καθόμαστε στο χαμηλό τραπέζι. Σοφρά το λέμε, οκλαδόν. Οπως έτρωγα τότε, παιδί κι εγώ, στο πλίθινο σπίτι μας. Μου αρέσει. Το 'μαθαν και η γυναίκα μου και τα παιδιά μας. Ακόμα και οι φίλοι μας. Είναι το διαφορετικό. Μπορεί και να ξυπνάει ο παππούς τους και να τον κερνάνε σιωπηλά ρακί.
Τι απαντάς; αναρωτήθηκα βουβά. Η μάνα του σιωπούσε. Οι αδερφές του τον κοίταζαν με οίκτο. Είναι ο μικρός, που δεν καταλαβαίνει. Τι απαντάς; Ναι, αυτό θα κάνω. Να δει το παιδί. Τι να του εξηγήσω; Να δει.
Ταξιδέψαμε νύχτα, 21 προς 22 του Απρίλη. Με το τρένο. Του μιλούσα για τη χούντα, για τον παππού του, που τον εξόρισαν, τη γιαγιά του, που πήρε τη θέση του σε όλα. Σταμάτησα να μιλώ, σαν τον είδα να κοιμάται.
Τερματίσαμε, πριν καλοξημερώσει. Η Αθήνα ήταν στο πόδι. Στο γαλατάδικο πήραμε ανάσα βαθιά. Δεν είναι σαν της αγελάδας μας, είπε. Εχεις δίκιο, απάντησα.
Τον κρατούσα απ' το χέρι. Θα πάμε στο σπίτι του Κόμματος, πρώτα. Εμείς το χτίσαμε. Οι εργάτες, οι αγρότες. Ο λαός, δηλαδή. Να, αυτός είναι ο Λένιν. Το κεφάλι, που βλέπεις, είναι γλυπτό του Μέμου Μακρή. Το ψηφιδωτό, του Α. Τάσσου. Κομμουνιστές καλλιτέχνες. Εδώ δίπλα θα οικοδομηθεί το κτίριο, που θα στεγάσει το Αρχείο του Κόμματος.
Ωρα 11.00. Στην Ομόνοια. Στην οδό Αιόλου. Ναι, του Θεού των ανέμων, μπράβο. Είναι οι μαθητές και οι φοιτητές. Βλέπεις; Δεν είναι πολλοί; Πάμε. Πού; Πίσω απ' τα πανό του ΜΑΣ. Είναι τα δικά σας, των μαθητών, σπουδαστών. Στο Σύνταγμα όλοι θα μαζευτούμε.
Συνθήματα, που 'χουν θυμό. Ακούς; Ξέρουν τι φωνάζουν. Α, φωνάζεις κι εσύ; Ωραίο. Ναι, λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι. Θα το σκύψεις; Οχι.
Πω, πω, κόσμος! αναφώνησε μόλις τον σήκωσα και τον κάθισα στους ώμους μου. Ως πού βλέπεις; Ολα τα βλέπω, απάντησε με τα χέρια απλωμένα σε γροθιά.
Πορευόμαστε στο υπουργείο Εργασίας. Η Πανεπιστημίου ποτάμι, που κατηφορίζει. Ο κόσμος της δουλειάς δεν κάμπτεται. Συνεχίζει να 'ναι θυμωμένος. Δε σκύβει το κεφάλι.
Νύχτωσε. Το τρένο τρέχει στο βορρά. Ο μικρός γιος μου κοιμάται μ' ένα χαμόγελο ευτυχίας. Είδε. Είμαστε πολλοί. Θα γίνουμε περισσότεροι. Θα το λέει αύριο στο σχολείο.