Πιθανόν, αυτό να συμβαίνει επειδή συχνά απουσιάζω από τη γενέτειρά μου, αλλά ξέρω ότι μπορώ να βρεθώ πάλι εκεί σε λίγες ώρες, οπότε η νοσταλγία μου υποχωρεί.
Τις ασπρόμαυρες ταινίες με τα ξυπόλυτα παιδιά στον Ασύρματο, τα καροτσάκια με τα νεκρά ανήλικα παιδιά που τα σέρνουν σκελετωμένοι γονείς, τους άνδρες που χτυπάνε τις γυναίκες και ψάχνουν πίσω από τα εικονίσματα να βρουν λεφτά για να πάνε να παίξουν χαρτιά, τους σπαραξικάρδιους αποχαιρετισμούς των καραβιών στο λιμάνι του Πειραιά, γεμάτα μετανάστες για την Αυστραλία, τα τρένα που 'φύγαν αγάπες μου πήραν, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι δεν τα νοσταλγώ σχεδόν καθόλου.
Να τα ξέρω, ναι. Αν δεν τα έχω ζήσει η ίδια, να μου τα διδάξουν σωστά και αιτιολογημένα, ναι.
Αλλά να μου κάνουν συγκριτική ιστορία των δεκαετιών του 1930 και 1940 και ίσως του 1950 με την κατάσταση που μας περιμένει από τώρα και στο μέλλον, τη θεωρώ συγχωροχάρτι που εκδίδεται εκ των προτέρων.
Ενα καλοκαίρι, πριν από είκοσι περίπου χρόνια, βρισκόμουν με τη μαμά μου στο Διαβολίτσι της Ανω Μεσσηνίας. Ηταν όλα ανθισμένα. Τα χαιρόμουν.
Ο γιος μιας συγγένισσας της μαμάς μου, ο Μάκης Καραμήτσος, έκανε το αγροτικό του - όπως λέγεται - σ' ένα παραπλήσιο μικρό χωριό.
Με είχε καλέσει να τον επισκεφθώ να δω το χωριό, το ιατρείο, τον κόσμο.
Παρόλο ότι ήταν δύο ή τρία χιλιόμετρα, δεν είχα πάει ποτέ πριν, αποφάσισα να περπατήσω την απόσταση, για να χαρώ το τοπίο, κυρίως ένας κάμπος με ελαιόδεντρα και πορτοκαλιές. Τα αετόμορφα βουνά μακριά.
Τον ασφαλτωμένο δρόμο τον διέσχιζαν καθαρά, ιδιωτικής χρήσης επιβατικά και φορτηγά ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, τρακτέρ με ψηλές και ενισχυμένες ρόδες, καλοντυμένοι και καθαροί αγρότες, παιδιά που γύριζαν ή πήγαιναν στο σχολείο ή στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών και τα ένιωθα όλα τόσο έντονα που απομάκρυνα οποιαδήποτε εισβολή ψωροκώσταινας στο νου μου.
Οσο περπατούσα, τόσο πιο ευτυχισμένη ένιωθα από το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον.
Του μίλησα για τα συναισθήματά μου και την πρόοδο του λαού μας που είχα συναντήσει στη διαδρομή μου, όσο μικρά και ανεπιτήδευτα να ήταν τα δείγματα, σαν ενσταντανέ φωτογραφιών.
Πέρασε ο καιρός που άλλοτε οι γονείς μας έλεγαν, εμένα ο παππούς μου φορούσε γουρουνοτσάρουχα. Τώρα η πρόοδος δεν πηδάει από παππού σ' εγγονό, ούτε από πατέρα σε παιδί, αλλά από το πρώτο παιδί της οικογένειας στο τελευταίο.
Ποτέ δεν είχα ακούσει το γιατρό να λέει μια τόσο μακριά απάντηση.
Ο πατέρας του γιατρού είχε το φαρμακείο στο Διαβολίτσι, αλλά δεν είχε αυτοκίνητο.
Στο τέλος της ημέρας ο γιατρός με έφερε στο σπίτι με το αυτοκίνητό του.
Δεν ξέρω από μάρκες, αλλά μάλλον γερμανικό ήταν.