Στο διπλανό σπίτι, που κι αυτό γλίτωσε, βρήκαμε πρόσφυγες την κυρα-Λαμπρινή και τον μπάρμπα-Αλέκο, γεροντάκια εβδομηντάχρονα, που το εξοχήτικο σπιτάκι τους και όλα τα υπάρχοντά τους τα «κατάπιε» η πύρινη λαίλαπα.
Οπως μας διηγιέται η κυρα-Λαμπρινή, η φωτιά - πύρινες γλώσσες που πετούσαν στον αέρα σαν κόκκινα πουλιά - ξεπήδησε ορμητικά μέσα από τον λόγγο και τύλιξε στη στιγμή το σπιτικό τους. Ο άντρας της, τραβώντας απ' το καπίστρι τη γαϊδουρίτσα τους, πήρε να τρέχει τον ανήφορο, στο μονοπάτι που βγάζει στην πλατειούλα του χωριού. «Από δω, Λαμπρινή! Τρέχα, και μην παίρνεις τίποτα», φώναξε στη γυναίκα του. Ομως, η φωτιά του έκλεισε μπροστά το δρόμο. Αφησε το καπίστρι και όρμησε μέσα στο «ντυμένο» που δεν το είχαν τυλίξει ακόμα οι φλόγες. Η γαϊδουρίτσα, τσουρουφλισμένη απ' τη φωτιά, πήρε τον κατήφορο, αλλά οι φλόγες την έφτασαν γρήγορα, και σε λίγο έπεσε δίπλα στο μονοπάτι.
Ο πατούνης, το αγαπημένο της σκυλί, φύλακας ακοίμητος του φτωχικού τους δέκα και παραπάνω χρόνια, έτρεχε μπροστά, και κάθε λίγο σταματούσε, να περιμένει την κυρά του. Βγήκαν στο μονοπάτι, και εκεί, η κυρα-Λαμπρινή έπεσε στα γόνατα.
«Πατούνη μου, θα πεθάνουμε. Θα καούμε...», μιλούσε στο σκύλο της, που την κοίταζε στα μάτια, σα να ρωτούσε: «Τι θα κάνουμε τώρα;...». «Φεύγα, πατούνη μου. Φεύγα, να γλιτώσεις, τουλάχιστον, εσύ». Μα ο πατούνης δεν έφυγε. Ακουσε ψηλά στον επάνω δρόμο τους πυροσβέστες, που φώναζαν και πάλευαν με τις μάνικες να «κόψουν» τη φωτιά, για να μη μπει μέσα στο χωριό. Πέρασε σαν το φίδι μέσα απ' το δασωμένο κριτσέπι και έφτασε ως εκεί. Με γαβγίσματα επίμονα τους παρακαλούσε να βιαστούν, να σώσουν την κυρά του. Ετρεξαν οι πυροσβέστες πίσω απ' το σκυλί, τη βρήκαν πεσμένη στο μονοπάτι. Την τύλιξαν με μια βρεγμένη πετσέτα, της έδωσαν με το ζόρι να πει νερό, δυο μεγάλα μπουκάλια, να τη συνεφέρουν από την αφυδάτωση. Στα Γιάννενα, στο νοσοκομείο που την πήγαν, ο γιατρός διέγνωσε ρωγμώδες κάταγμα και στα δυο κόκαλα του χεριού, εγκαύματα, μώλωπες και εκδορές σε όλο της το σώμα.
Τους έφεραν οι χωριανοί, άλλος κουβέρτα, άλλος ένα ρούχο, ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα καρβέλι ψωμί, ένα πιάτο φαΐ. Ο μπάρμπα-Αλέκος πληρώθηκε προχτές τη σύνταξή του, και έδωσε ένα δεκαχίλιαρο σ' ένα συγχωριανό, να τους φέρει φάρμακα για το ζάχαρο της κυρα-Λαμπρινής και ένα φτηνό ρολόι του τοίχου, για να βλέπουν την ώρα. (Είκοσι μέρες πέρασαν από εκείνη την εφιαλτική Πέμπτη, και ο ταχυδρόμος, με το περιβόητο βοήθημα των 200.000 δραχμών της κυβέρνησης, ακόμα να φανεί...).
Τους είπα, ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να φτιάσει τώρα δύο «πρότυπους οικισμούς» εκεί, με φως, νερό, τηλέφωνο και δρόμους με άσφαλτο, για να στεγάσει όλους τους πυροπαθείς.
«Τώρα», είπε η κυρα-Λαμπρινή, κουνώντας περίλυπτη το άσπρο κεφάλι της, «ας τα χαίρονται, και τα σπίτια τους και το καλό τους. Εμάς μας πήρε το ποτάμι, και τίποτα πια δε μας σώνει».