Παρασκευή 23 Μάρτη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
«Παπα-ροκάδες»

Στην Ηπειρο, ψηλά, σε ένα χωριό της Μουργκάνας, είχα, παλιά, ένα φίλο, τον παπα-Χαράλαμπο. Παπάς και άνθρωπος, λεβέντης με όλη τη σημασία της λέξης. Και στα γράμματα - της ιεροσύνης του - ο καλύτερος (με γνώσεις βυζαντινής μουσικής και με φωνή, σκέτη μελωδική καμπάνα), αλλά και στο γλέντι και στο χορό, ασυναγώνιστος. Στο πανηγύρι του χωριού, ευλογούσε όρθιος το τραπέζι που έστρωναν για όλους, χωριανούς και πανηγυριώτες που έρχονταν απ' όλα τα γύρω χωριά, κι ύστερα έπιανε πρώτος το χορό. «Κάτσε τώρα, εσύ παπά», έλεγε, κουβεντιάζοντας με το ράσο του και με το καλημαύκι, που τα κρεμούσε σε ένα κλαρί του πλάτανου, που δέσποζε στο κέντρο της πλατείας. «Κάτσε τώρα λίγο εδώ, να ρίξουμε κι εμείς καναδυό λουμπέτια με τα παιδιά». Του άρεσε πιο πολύ απ' όλα, να χορεύει το τραγούδι «Ρούσα παπαδιά». Ηταν το τραγούδι του. Αλλά ο γύφτος, ο τραγουδιστής, δεν το έλεγε καλά το τραγούδι. Το τραγουδούσε γύφτικα, χωρίς ψυχή και μεράκι.

«Οχι έτσι, βρε, όχι έτσι!...», δυσανασχετούσε ο παπα-Χαράλαμπος. Πήγαινε κοντά στο αυτί του γύφτου και χαμήλωνε τη φωνή, για να μην τον ακούσουν οι γυναίκες. «Την Μπανα... γιώτα σου, σκυλόγυφτε του κερατά!...», τού έλεγε, μισοαστεία μισοσοβαρά, σφίγγοντας τα δόντια. «Δε θα μάθεις ποτέ να το λες το τραγούδι, όπως πρέπει». Επαιρνε μόνος του το μικρόφωνο και κουνώντας με τέμπο την παλάμη του ανοιχτή, έδειχνε στο γύφτο, συλλαβή με συλλαβή, πώς πρέπει να το «πάει» το τραγούδι.

Τον θυμήθηκα τις προάλλες τον παπα-Χαράλαμπο, ακούγοντας τον εκπρόσωπο της Ιεράς Συνόδου να ανακοινώνει, ότι ο καλλίφωνος μοναχός Παντελεήμων, του ροκ συγκροτήματος της Μονής Τρικόρφου Δωρίδας, μπορεί να λέει τα τραγούδια του, ακόμα και να παίζει, αν θέλει, ποδόσφαιρο ή μπάσκετ, αρκεί την ώρα εκείνη... να μη φοράει το ράσο του.

Είχαν τα ξύλα έτοιμα οι ιθύνοντες του αραχνιασμένου Ιερατείου, να ανάψουν την πυρά, για να κάψουν τους «αιρετικούς» δραπέτες από το μαντρί της Ορθοδοξίας, αλλά το ξανασκέφτηκαν πιο ψύχραιμα (υπολόγισαν, ως φαίνεται, και το πολιτικό κόστος), και, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, προτίμησαν μια συμβιβαστική λύση. Και το συγκρότημα δηλαδή, των παπα-ροκάδων να συνεχίσει την τραγουδιστική του καριέρα, αλλά και η «Αγία μας Εκκλησία» να διατηρήσει το κύρος της και, προπαντός, τον έλεγχο του ποιμνίου.

Αλλά, και ο πατήρ Μουλατσιώτης, μάνατζερ του συγκροτήματος και διαχειριστής όλης αυτής της λίαν κερδοφόρας επιχείρησης, με τζίρο - όπως ο ίδιος ομολογεί - αρκετών εκατομμυρίων, μη νομίσει κανείς, πως είναι κάποιος μεγάλος επαναστάτης, πολέμιος του πολιτικο-εκκλησιαστικού κατεστημένου. Στη συνάντησή του με τους εκπροσώπους της Ιεραρχίας, πολύ εύκολα και γρήγορα βρήκαν τη λύση. Οι δε «ανατρεπτικοί» στίχοι, του τύπου, «δε θέλω μεγάλο αφεντικό / έμαθα ελεύθερος να ζω» ή «η πατρίδα μου δεν πουλιέται» κλπ., που ακούγονται στο ρεπερτόριο του συγκροτήματος, δεν είναι παρά οι ξόβεργες και τα δίχτυα της εκτόνωσης και του αποπροσανατολισμού της νεολαίας, ακριβώς γιατί και οι δυο αυτές «κολόνες» του συστήματος (κράτος και Εκκλησία) το ξέρουν πολύ καλά, ότι την πατρίδα μας την έχουν ήδη πουλήσει στο «μεγάλο αφεντικό» και προσπαθούν, με παρόμοια «επαναστατικά» τραγούδια, να «διασκεδάσουν» την οργή του λαού. Φοβούνται και τρέμουν αυτή την οργή, και το ενδεχόμενο να ξυπνήσει κάποτε «αυτό το βόιδι το μανό» του ποιητή, και να τους σηκώσει στα κέρατά του, κι αυτούς και το αμαρτωλό και σάπιο σύστημά τους. Αλλά, τελικά, απ' αυτό που φοβούνται, δε θα γλιτώσουν.


Βασίλης ΦΥΤΣΙΛΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ