Τετάρτη 7 Αυγούστου 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Η ελπίδα άργησε μια μέρα

Σήκωσε το βλέμμα ψηλά και ξεφύσηξε για άλλη μια φορά. Μέρα μεσημέρι, στην καρδιά του καλοκαιριού και ο ουρανός ολοένα και γινόταν πιο σκοτεινός, βάραινε από τα σύννεφα. Μαζί βάραινε και η καρδιά του. «Ελπίζω να μην περάσει από δω η βροχή», ξεστόμισε. Εξάλλου, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

Με αυτή την ελπίδα μεγάλωσε κι έφτασε στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Αυτή τον συντρόφευε στις μέρες της μοναξιάς του στο χωράφι: στις ελιές, στο αμπέλι, στη σταφίδα... Τις υγρές, παγωμένες μέρες του χειμώνα, τις καυτές μέρες του καλοκαιριού, από τα ξημερώματα μέχρι αργά το βράδυ. Αυτός και η ελπίδα του όργωναν τη γη, την κανάκευαν, την έκαναν να καρπίσει. Κι ας τον απογοήτευε τις περισσότερες φορές. Κάθε χρόνο, κάθε μέρα, η ίδια ελπίδα, η ίδια αγωνία: «Να πάει καλά η σοδειά, μήπως και δούμε μιαν άσπρη μέρα».

Τον πήχη δεν τον έβαζε πιο πάνω από τον «ορίζοντα» αυτής της προσδοκίας. Εξάλλου, δεν είχε μάθει σε μεγαλεία, ούτε τ' αποζητούσε. Του έφτανε μια καλή σοδειά. Ισα για να τα φέρνει βόλτα, για να μπορεί να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του. Για να μην έχει ανάγκη τη σύνταξη της κουρασμένης μάνας του. Για να σταματήσει για λίγο να του τρώει τα σωθικά το άγχος της επιβίωσης. Για να γευτεί και αυτός κάποια από τις χαρές της νιότης του, που ένιωθε ήδη πως τον αποχαιρετούσε.

Τη δουλιά δεν τη φοβόταν, την αγαπούσε. Οπως και τη γη. Πίστευε ότι τα δυο του χέρια κι ένα καλό χωράφι ήταν αρκετά για να καρπίσουν τα όνειρά του. Αυτά, που στέρφευαν κάθε τόσο, εξαιτίας μιας κακοκαιρίας, ενός καύσωνα, ή της χαμηλής τιμής που του έδινε ο έμπορας, ο μεσάζοντας των κόπων του, ο μαστροπός της ίδιας του της ζωής. Μιας ζωής, που δεν είχε να θυμηθεί πολλές χαρές, που ήταν αιχμάλωτη του καιρού και του κέρδους. Που μοναδική διέξοδο είχε ένα ουζάκι το βράδυ στο καφενείο του χωριού, συντροφιά με δυο - τρεις φίλους.

Ο ουρανός ολοένα και βάραινε. Οι πρώτες σταγόνες της βροχής άρχισαν να πέφτουν. Η καλοκαιριάτικη νεροποντή γινόταν όλο και πιο δυνατή. Δεν έλεγε να σταματήσει. «Πάει και φέτος η σταφίδα», είπε μέσα από τα δόντια του. Και η σκοτεινιά στο βλέμμα του ήταν πιο έντονη κι από αυτή του ουρανού. Ο βουβός λυγμός του αναμετριόταν με την αγανάκτηση για τους κόπους μιας ολόκληρης χρονιάς. Τους δικούς του κόπους, τις δικές του ελπίδες, που τους έβλεπε να χάνονται μονομιάς μέσα στα ρυάκια της δυνατής βροχής, μέσα στα ρυάκια μιας ακόμα αδικίας. Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό, αναζητώντας ίσως εκεί την απάντηση, που, όμως, δεν ερχόταν. Για ένα ήταν σίγουρος: Η ελπίδα άργησε μια μέρα...


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ