Χρόνια και χρόνια περασμένα. Μεγαλώσαμε. Κάποιοι από μας ίσως και να γέρασαν ακόμα. Ν' άλλαξαν συνήθειες και νοοτροπίες. Κάποιοι από μας ξέχασαν τα περασμένα κι άλλαξαν ιδέες. Κάποιοι άλλοι καβάλησαν καλάμι και ψήλωσε η μύτη τους, κάποιοι πέσανε σε φτώχεια που δεν ήθελαν να δείξουν. Κάποιοι έφυγαν πρόωρα από τούτη τη ζωή. Και κάποιοι άλλοι - οι περισσότεροι - αλλάξαμε πόλεις, συνοικίες και γειτονιές.
Κάτι όμως δεν αλλάξαμε - και δεν τον αλλάξαμε επίτηδες - και δεν το αλλάξαμε γιατί ήταν κομβικό σημείο αναφοράς. Ηταν σαν να 'παιρνες μια γομολάστιχα και να 'σβηνες τα πάντα, ρίζες και παραδόσεις. Ηταν σα να έκανες κατάθεση ψυχής. Σαν να άλλαζες τις οσμές και τα χρώματα που πλάστηκαν και μεγάλωσαν στους ίδιους χώρους που πρωτοαντίκρισες τη ζωή. Δε μεταφέραμε τα εκλογικά μας δικαιώματα. Γιατί έτσι μας άρεσε.
Θυμάμαι μια παλιά γειτόνισσα από το συνοικισμό, την Χρυσούλα της κυρα - Μάχης που μένει τώρα στη Λάρισα. Ερχότανε πάντα την ημέρα των εκλογών, μ' όλα τα φρουφρού, τα στολίδια και τα αρώματά της και την έστηνε έξω από το εκλογικό κέντρο από τις 7 το πρωί μέχρι την ώρα που έκλειναν οι κάλπες, να συναντήσει παλιούς γνώριμους και φίλους, να συναντήσει την ίδια την χαμένη παιδική ζωή της. Αγκαλιές, φιλιά, συγκινήσεις και κουβέντες ατέλειωτες.
Μέσα από τέτοιες πυρπολημένες συναντήσεις των ατέλειωτων «θυμήσου» σε στιγμές ευφροσύνης και ψυχικής ανάτασης γεννήθηκε και σε μένα για πρώτη φορά η ιδέα της δημιουργίας του «Συνοικισμού Χαροκόπου».
Χάθηκαν οι στιγμές που μας έδεναν με το παρελθόν και τις αναμνήσεις. Χάθηκαν στη ζούγκλα μιας ξένης κι απόμακρης μεγαλούπολης όπως έγινε τώρα η Καλλιθέα.